Έλεγε ότι στο γήπεδο πάμε για να διώξουμε το άγχος και τα προβλήματα, όχι για να προσθέσουμε και άλλα. Και έχει δίκιο. Το ποδόσφαιρο, από τη φύση του, είναι ένα άθλημα που ψυχαγωγεί, ενώνει διάφορες κουλτούρες από όλο τον κόσμο, σε κάνει να αναρωτηθείς πόσο μικρός είσαι τελικά απέναντι σε ένα τόπι, μια μπάλα που κλοτσούν 22 ποδοσφαιριστές. Φυσικά και υπάρχουν αντιπαλότητες, ένα από τα στοιχεία που συμπληρώνουν τη μεγαλειότητα του ποδοσφαίρου είναι ο ανταγωνισμός, το κυριότερο, όμως, είναι η ευγενής άμιλλα, η ομαδικότητα. Η ομαδικότητα με τη σειρά της δημιουργεί τις τέλειες συνθήκες για να οδηγηθούμε σε αυτό που μοιάζει πλέον δύσκολο στις μέρες μας: τη συλλογικότητα.

Όλα είναι μια αλυσίδα. Το να ανήκεις σε μία συλλογικότητα, πάει να πει πως αφήνεις τον εαυτό σου να γίνει ένα με τους υπόλοιπους, πως είσαι έτοιμος να πολεμήσεις μαζί τους για έναν κοινό σκοπό. Ο Γιάννης Μαντζουράνης πολεμούσε με τη φωνή του για τον Εθνικό, αυτός ήταν ο σκοπός του και τον υπηρέτησε από τα 10 του χρόνια, όταν και γνώρισε τη μεγάλη του αγάπη, την ομάδα του.

Μύησε τους νεότερους στην τέχνη του να είσαι ρομαντικός οπαδός αν και τα τελευταία χρόνια έβλεπε τη νεολαία να κάθεται στις καφετέριες αντί να πηγαίνει στο γήπεδο. Εκείνος, όσο τον βαστούσαν τα πόδια του, ήταν εκεί, να εμψυχώνει με τη φωνή του και το «πάμε Εθνικάραααα» αυτό που, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, έβαζε πιο πάνω και από την ίδια του την οικογένεια. Υπερβολή; Μάλλον, αλλά σίγουρο ο Γιάννης Μαντζουράνης ήταν από τους λίγους που θα μπορούσε να πιστέψει κανείς στο άκουσμα αυτής της έκφρασης.

Ο «Εθνικάρας» πέθανε σήμερα, σε ηλικία 87 ετών και το αγνό, οπαδικό κίνημα δικαιολογημένα νιώθει ένα τεράστιο κενό στο στέρνο του.