Μετά από κάποια τεχνικά προβλήματα, καταφέρνω και έχω απέναντί μου στην οθόνη τη Μαρία Παπαφωτίου. Η δεύτερη καραντίνα έβαλε για δεύτερη φορά σε παύση την παράσταση «Ιστορία Χωρίς Όνομα» και την αναγκάζει να αποχωριστεί για ακόμα μια φορά την Πηνελόπη Δέλτα.

Ευτυχώς, κατάφεραν να δώσουν κάποιες παραστάσεις σε Θεσσαλονίκη και Κύπρο, η ίδια μαζί με τη Μπέτυ Λιβανού, τον Τάσο Νούσια και τους συντελεστές της παράστασης, πριν πραγματοποιηθεί το δεύτερο lockdown, το οποίο, όπως μου λέει δεν είναι το ίδιο με το πρώτο. Την πρώτη φορά, δηλώνει πως και εκείνη και οι συνεργάτες της, λόγω του φόβου που κυριαρχούσε απέναντι στον κορωνοϊό, πρότειναν να σταματήσουν οι παραστάσεις. Αυτή τη φορά, έχει διαφορετική ανάγνωση στα πράγματα. «Αυτή τη φορά θα μπορούσαμε να δουλεύουμε. Όχι στα 3000 κρούσματα. Αλλά το ότι κλείνουμε πρώτοι και ανοίγουμε τελευταίοι, αρχίζει να γίνεται εκνευριστικό», λέει χαρακτηριστικά. Θεωρεί πως όπως δίνονται καθημερινά rapid tests για τις ανάγκες του τηλεοπτικού κόσμου, το ίδιο θα μπορούσε να συμβαίνει και για το θέατρο, διαβάζοντας αυτή την έλλειψη ως αδιαφορία της κυβέρνησης να αφουγκραστεί τις ανάγκες του θεατρικού κλάδου αλλά και του κοινού. Ας μην ξεχνάμε πως θέατρο και ποτό μετά, είναι μερικές από τις υπενθυμίσεις πως είμαστε ακόμα ζωντανοί. «Δεν αφουγκράζονται τι έχουμε προσπαθήσει και τι έχουμε διεκδικήσει», αναφέρει, πληροφορώντας με πως μέχρι και πριν το δεύτερο κλείσιμο ο κόσμος πήγαινε στο θέατρο με μια ανυπομονησία. Μια ζωντανή ανάγκη. «Ο κόσμος ερχόταν συνειδητά, χωρίς φόβο και τηρώντας τα μέτρα. Λειτουργούσαμε στο 30% της πληρότητας, αυτό σημαίνει πως το 70% του θεάτρου ήταν άδειο. Καμία σχέση με πριν» θεωρεί πως όπως δίνονται καθημερινά rapid tests για τις ανάγκες του τηλεοπτικού κόσμου, το ίδιο θα μπορούσε να συμβαίνει και για το θέατρο.

Το δεύτερο lockdown την έβαλε σε διαδικασία έρευνας του τι συμβαίνει στα τηλεοπτικά πράγματα. δεν έχει τηλεόραση, αλλά αποφάσισε να ανακαλύψει όσα αγνοούσε ως τώρα για αυτή. Εκτός από το ότι δεν τη συγκίνησε κάτι σε επίπεδο μυθοπλασίας, συνειδητοποίησε πως η καραντίνα μας έχει μια γεύση από ριάλιτι και κρυφή ματιά στις ζωές των άλλων από την κλειδαρότρυπα. Η Μαρία εξηγεί την πληθώρα ριάλιτι προγραμμάτων ως ικανοποίηση μιας ανάγκης του κοινού. Βλέπει την επιρροή της κουλτούρας της κλειδαρότρυπας και στην τέχνη και το θέατρο, ωστόσο δε μπορεί να κατηγορήσει τα ριάλιτι για αυτό. «Δεν έρχεται η υποκουλτούρα να επηρρεάσει την κουλτούρα, το ζήτημα είναι αντίστροφο», μου λέει εξηγώντας πως όταν θέατρο, σινεμά, ζωγραφική μένουν στο πρώτο επίπεδο, πάσχοντας από απουσία έρευνας και σχολιασμού των ηθών της εποχής, αυτό που παίρνουμε είναι κιτρινισμός και ξεκατίνιασμα. Μόνο που στο θέατρο αυτό έχει αρχίσει να βαφτίζεται ρεαλισμός.

Η συζήτηση από τα ριάλιτι περνάει στο The Bachelor. Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ριάλιτι της σεζόν. Από τον απόλυτο σεξισμό και στερεοτυπισμό που αναπαράγει το πρόγραμμα, φτάνουμε σε μια σκληρή αλήθεια: η τηλεόραση συνεχίζει να πηγαίνει προς την αντίθετη της γυναικείας ενδυνάμωσης κατεύθυνση. Η Μαρία μου φέρνει σαν παράδειγμα τους περισσότερους γυναικείους ρόλους σε σειρές:

«Ακόμα και σήμερα βλέπουμε ηρωίδες που αυτοεκπληρώνονται μέσα από τον έρωτά τους για έναν άντρα, θέλουν να παντρευτούν ή είναι ήδη παντρεμένες. Το ίδιο στερεοτυπικό σχήμα αναπαράγεται».

Τη ρωτάω αν είναι η ίδια ευχαριστημένη από τους τηλεοπτικούς ρόλους που έχει ερμηνεύσει. «Ναι, εκτός από μια φορά», μου λέει, εξηγώντας μου πως έτυχε να πέσει θύμα παραπλάνησης σε ό,τι είχε να κάνει με τη φύση του ρόλου και τη διάρκειά του και σήμερα σκέφτεται πως θα μπορούσε και να έχει πει όχι. Οδηγούμαι αναπόφευκτα στην κλισέ ερώτηση «θέατρο ή τηλεόραση», αλλά για εκείνη δεν είναι αυτό το στοίχημα. Όλα παίζονται στη συνεργασία.

«Προτιμάω πάντα τη συνεργασία. Όταν αισθάνομαι ότι έχουμε να πούμε κάτι και αυτό το κάτι, έχουμε να το πούμε και με έναν ωραίο τρόπο, είμαι ευτυχισμένη με τη δουλειά. Αν θεωρώ πως κάτι στη συνεργασία δε μου ταιριάζει, δε θα αισθάνομαι καλά και δε θα το κάνω. Όταν άρχισα να πρωτοδουλεύω έλεγα ναι στα πάντα και άρχισα να καταλαβαίνω πως όταν δεν υπήρχε χημεία υπέφερα τόσο πολύ που το μετάνιωνα. Θα περάσω καλύτερα κάνοντας μια εντελώς άλλη δουλειά για ένα δυο χρόνια, παρά να ασφυκτιώ σε καλλιτεχνικές συνεργασίες για τις οποίες καταπιέζομαι».

Το αποτύπωμα της πανδημίας είναι κάτι που συζητιέται πολύ σε επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων και κοινωνίας. Αναρωτιέμαι ποιο θα είναι το αποτύπωμά της στο θέατρο. Η Μαρία θέλει να σκέφτεται το καλό σενάριο, που λέει ότι από ένα σημείο και μετά ο κορωνοϊός θα βρει τη θέση του στο πλαίσιο με των γριπών και των ιώσεων, όπως ο Η1Ν1, και δε θα αφήσει κάποιο κουσούρι στον κλάδο. Μιλώντας για κουσούρια, έτσι χαρακτήρισε το θέατρο σε live-streaming. Κουσούρι και σημείο των καιρών. Τη ρωτάω τι «χάνει» μια παράσταση σε live streaming.

«Τα πάντα. Μέσα στην παράσταση υπάρχει πάντα μια κραδασμική περιοχή ανταλλαγής ενέργειας ανάμεσα στον ηθοποιό και στον κόσμο που είναι απαραίτητη. Αυτή λείπει. Μια παράσταση χωρίς κοινό είναι κούφια. Λείπει το κομμάτι της ενδιάμεσης ενέργειας»

Το δεύτερο lockdown είναι μια καλή στιγμή για μια αναδρομή στο 2020 ως τώρα. Στα κακά νέα, η Μαρία βάζει την πανδημία, την οποία εξηγεί με «τιμωρητικούς» όρους. «Είναι τοσο ακραίος ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε στη φύση και στο περιβάλλον, που κάτι θα γινόταν. Ο καπιταλισμός έρχεται απλώνεται και καταπατά τα πάντα. Υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν για δυο δολάρια τη μέρα. Πόσο δύσκολο είναι να σκάσει ένας ιός; Καθόλου. Οι πράξεις μας έχουν συνέπειες. Αυτές ζούμε», μου λέει χαρακτηριστικά, πριν πιάσουμε και ένα σημαντικό καλό των 365 ημερών της χρονιάς: τη Δίκη της Χρυσής Αυγής. «Δεν έχουμε ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Είναι μια κοινωνική δικαίωση», μου λέει πριν τη ρωτήσω ποια είναι τα συναισθήματα που θυμάται από εκείνη τη μέρα.

«Με έπιασε ένα αίσθημα χαράς, γιατί κατάλαβα πως υπάρχει καλό και κακό και μερικές φορές δικαιώνεται το καλό. Υπάρχει δικαιοσύνη. Και με έπιασε πολύ μεγάλη λύπη, για εκείνους, έχοντας μετά δει το ντοκιμαντέρ για τα κορίτσια της χρυσής αυγής, γιατί κατάλαβα πως ήταν άνθρωποι εγκλώβισμένοι στην ιδέα ότι αυτό το πράγμα θα τους σώσει. Εξαπατημένοι άνθρωποι, κάποιοι από την ηγεσία και η ηγεσία από τον εαυτό της»

Η συζήτηση πηγαίνει στην άλλη πολυαναμενόμενη δίκη. Εκείνη που θίγει LGBTQ δικαιώματα και κοινωνικές παθολογίες: τη δίκη του Ζακ. Συζητάμε το πώς σιγά σιγά τα μέσα, ακόμα και τα τηλεοπτικά, αρχίζουν να μιλούν πιο ανοιχτά για το ζήτημα. «Χάρη στον Ζακ, θα έρθουν στην επιφάνεια όλα αυτά τα μικρά πράγματα τα οποία συμβαίνουν από τον μικρό πυρήνα της οικογένειας μέχρι τη δουλεία. Όλη η βία απέναντι στα τρανς άτομα. Ο τύπος μιλάει περισσότερο, άρα θα αρχίσει να φτάνει η πλητοφορία και σε άτομα που δεν ασχολήθηκαν ποτέ. Δε θα μπορούμε πια να αγνοήσουμε όσα συμβαίνουν. Δε θα μπορούμε να κάνουμε ότι δε βλέπουμε. Όσο μαθαίνουμε, θα εμπλεκόμαστε», μου λέει και τη ρωτάω ποια είναι η δική της τακτική απέναντι στην κοινωνική αδικία. «Εγώ εμπλέκομαι συνεχώς από μικρή λόγω συγκρουσιακού χαρακτήρα. Έχω τσακωθεί στο μετρό με τύπο που ζήτησε σε μετανάστη να μην κάθεται σταυροπόδι για να μην του λερώνει το παντελόνι», μου λέει φανερά εκνευρισμένη ακόμα και στη μνήμη του περιστατικού.

Πριν την αφήσω της ζητάω να προτείνει στους Προβοκάτορες ταινίες που μετακίνησαν κάτι μέσα της. Μετριούνται σε τίτλους: Ρέκβιεμ για ένα όνειρο, Μελαγχόλια, Dallas Byers Club και Kill Bill. Τη ρωτάω ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνει με τη λήξη του lockdown. Το μυστικό της σχέδιο είναι να πάει να πιει έναν καφέ. Μετά αποφασίζει πως μετά τον καφέ θα πάει σερί για φαγητό και ποτό. Θέλει να την τιμήσει την εστίαση, αγνοώντας αυτόν τον άτυπο ανταγωνισμό κλάδων που δημιουργούν τα μέτρα για την πανδημία. Δίνοντας ραντεβού στο θέατρο, με ενημερώνει πως υπάρχει μια φημολογία ότι θα ανοίξουν για δυο βδομάδες τα Χριστούγεννα, την οποία και προτιμά από την άλλη που τα θέλει να ανοίγουν με τη νέα χρονιά. Δίνουμε ραντεβού στο θέατρο όπως και να έχει. Ήδη στο μυαλό μου, η «Ιστορία Χωρίς Όνομα» έχει μετατραπεί σε δικό μου πρώτο σχέδιο απόδρασης από το σπίτι μετά την καραντίνα.