Υπάρχει ένα παράδοξο στις φωτογραφίες που ακολουθούν. Μια αίσθηση αθωότητας και αγνής ανεμελιάς, ανεμειγμένης με όλους τους διαβόλους της εποχής. Τη rave μουσική, τα νέα ναρκωτικά, το MDMA, τα ρούχα, το χάσιμο και το τριπάρισμα. Αίσθηση νοσταλγίας, όπως κάποιος αναπολεί τα παιδικά του χρόνια και τα προβλήματα της νεότητας. 


Πίσω στο 1988, ο φωτογράφος και δημοσιογράφος Dave Swindells άκουγε να αναφέρονται στην Ίμπιζα ψς «μια λωρίδα βραχώδους γης στη Μεσόγειο». Και βρέθηκε ακριβώς εκεί. Στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Εκείνος, μαζί με άλλους φωτογράφους, κατέγραφαν τη νυχτερινή ζωή στα κλαμπ του νησιού. 
Οι περιπλανήσεις και το «αναγκαστικό» παρτάρισμα, τόσο του ίδιου όσο και του γραφιά Alix Sharkey στην Ίμπιζα, καθώς και οι παρατηρήσεις τους από αυτόν τον νέο κόσμο, μετατράπηκαν σε ολόκληρο λεύκωμα. Το συνολικό αποτέλεσμα έχει πλέον τίτλο. Απλό, λιτό. IBIZA ’89. 

Οι πλούσιες εικόνες του ρεπορτάζ αποτυπώνουν έναν μικρόκοσμο της νυχτερινής ζωής, σε μια παστέλ χρωματική παλέτα. Ο Swindells θυμάται να κουβαλάει μαζί του «ένα μίνι τρίποδο, ώστε να μπορώ να τραβάω μεγαλύτερες εκθέσεις για να αποτυπώσω την κλίμακα των χώρων». Πολλά από τα κλικς σε dancefloors τραβήχτηκαν στο Amnesia μετά την ανατολή του ήλιου, ένα μπόνους λογικά για έναν φωτογράφο που έχει στριμωχτεί όσο κανείς στα υπόγεια του Soho. 


Στο λεύκωμα, το πορτραίτο ενός Βρετανού clubber, που φοράει μια ροζ μπλούζα, συνοδεύει μια φράση που είπε, αναφερόμενος στο πάρτι με μια πριγκίπισσα, φίλοι της οποίας έφεραν νεροπίστολα γεμάτα με υγρή έκσταση: «η καλύτερη νύχτα της ζωής μου»


Μεταπανδημικά, τα κλαμπ, όχι ακριβώς όπως τα θυμόμαστε, έχουν επανέλθει. Κανονικά. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ίσως αυτές οι φωτογραφίες αποτελούν μια σημαντική υπενθύμιση: μπορούμε να ζήσουμε έτσι. Χωρίς νεροπίστολα και ναρκωτικά, αλλά με την αθωότητα της παντελώς ενστικτώδους διασκέδασης.