Έχεις κάνει βουτιά τέτοια που όταν έβγαλες το κεφάλι σου από τη θάλασσα, ένιωσες κιλά ολόκληρα πιο ελαφρύς; Συγχώρεσέ με για τη μελούρα, αλλά αυτή είναι η σκέψη που με βασάνισε το Σάββατο το απόγευμα, στις έξι ή εφτά, δεν θυμάμαι ακριβώς, όσο ήμουν κολλημένη στην κίνηση εκεί στην Ποσειδώνος, μετά τη Βουλιαγμένη και πριν την έξοδο προς Λεωφόρο Βουλιαγμένης, πριν τη Βούλα. Επέστρεφα από μπάνιο, έχοντας χάσει την πίστη μου στο πόσο θεραπευτική είναι η θάλασσα. Η θάλασσα στην Αττική. Στο ηχείο του αυτοκινήτου έπαιζαν Ξύλινα Σπαθιά. Ό,τι πρέπει για μια άδοξη ταλαιπωρία κάτω από τον καυτό ήλιο. 

Όσο ο Παυλίδης μας ενημέρωνε πως «σύρμα, η Λόλα», σκεφτόμουν πως πολλές φορές αυτό που μας φρενάρει είναι η τριβή που λέγεται άρνηση της σκληρής αλήθειας. Δεν καταλάβαινα γιατί όλοι έβρισκαν μίζερη την Αθήνα το καλοκαίρι. Βασικά, αρνούμουν να το καταλάβω, καθώς σαν ένα ακόμα ενσυνείδητο ρομποτάκι του 8ώρου, της εξάρτησης από τις άδειες και της κατάρας να περιφέρω τον εαυτό μου στην Κατεχάκη και την Κηφισίας, τρώω αρκετά στη μάπα την Αθήνα το καλοκαίρι. Από μικρούς μας έχουν μάθει πως ό,τι δεν μπορούμε να αποφύγουμε, καλύτερα να το απολαύσουμε. Ένα άτυπο «μην παλεύεις τσάμπα» που οι ανήσυχοι ονομάζουν παραίτηση και οι πονηροί τεμπέληδες “go with the flow”. Αυτό σε ψιλά, σημαίνει βρες πέντε τίμιες παραλίες στην Αθήνα και απόλαυσε όσο μπορείς αυτή τη βουτιά που νομίζεις πως σε απαλλάσσει από περιττά βάρη, μαζεμένα μπινελίκια κίνησης, άγχη καθημερινότητας που πια ο εγκέφαλός σου έχει πάψει να αναγνωρίζει ως τέτοια και τα στοιβάζει στον κάδο άυλων απορριμμάτων που λέγεται υποσυνείδητο. 

Είναι μεσημέρι Σαββάτου και ξεκινάω για μπάνιο. Ο δρόμος μακρύς, είμαι διατεθειμένη να φτάσω ως το Σούνιο. Με τελικό προορισμό ανάγκης την παραλία «Άγιος Πέτρος» αρχίζω από τη θέση του συνοδηγού να τσεκάρω ενδιαφέροντες κόλπους. Στη διαδρομή υπάρχουν πολλοί. Είναι ήδη γεμάτοι. Οι έμπειροι Αθηνέζοι πάνε για μπάνιο στις 9 το πρωί. Στην Αλθέα στο μεταξύ δεν χωράς να απλώσεις μια πετσέτα. Η διαδρομή από την ομπρέλα σου ως τη θάλασσα θυμίζει εκείνη της τουαλέτας στα κλαμπ. Αμήχανα σπρωξίματα και κατά λάθος χουφτώματα. Μόνο που εδώ είναι όλοι πιο ιδρωμένοι. Συνεχίζοντας περνάω την Παλαιά Φώκαια, την Ανάβυσσο, περνάω το Θυμάρι, που ενώ είναι μια καλή καβάντζα και στους δυο αυτούς κολπίσκους αναγκάζεσαι να χορεύεις επικίνδυνες ζεϊμπεκιές πάνω σε πλάκες που γλιστράνε για να καταφέρεις να κάνεις μια βουτιά.

Λίγο πριν τον Χάρακα, σε έναν οικισμό που παριστάνει τη θλιμμένη Κυκλάδα, κάτι χιλιόμετρα μακριά από την Ομόνοια, η παραλία από κάτω φαίνεται κάτι παραπάνω από τίμια. Είμαι ήδη μια ώρα στον δρόμο. Η παραλία είναι άδεια, από πάνω φιγουράρει ένα λευκό ιδιωτικό εκκλησάκι. Κάποιος αποφάσισε πως θα φτιάξει τη δική του Σίφνο λίγο πριν την Κερατέα. Τα γούστα είναι γούστα. Ο κόσμος είναι ελάχιστος, στρώνονται ψάθες και πετσέτες και έρχεται επιτέλους η ώρα για τη βουτιά: τον λόγο για τον οποίο βγήκαμε στη χαοτική Αθηνών-Σουνίου στο κάτω κάτω. Λίγο πριν βουτήξω, ένα κοριτσάκι που παίζει με το αδερφάκι του στα ρηχά φωνάζει τη μαμά του. Πέρασε, λέει, μια μωβ μέδουσα δίπλα της. Ευτυχώς δεν την τσίμπησε. Η μάσκα της υπομονής είχε ήδη να γλιστράει στο πρόσωπό μου. Αποφασίζουμε να πάμε στον Χάρακα. Τι σκεφτόμασταν πως θα άλλαζε ένα ενάμιση χιλιόμετρο πιο δίπλα; 

Μια μεγάλη αμμώδης παραλία, γεμάτη από κόσμο. Ο ήπιος αέρας κατάφερνε να κάνει την πιο εκνευριστική δουλίτσα: με κάθε ριπή να φέρνει άμμο στα πρόσωπα και τα μάτια μας. Πίσω μας μια παρέα φασέων να συζητάει για το «πού γίνεται η φάση αυτές τις μέρες». Στα δεξιά μας ένα ζευγάρι με ηχείο σε σχέδιο γαλλικού μπουλντόγκ ακούσει Πάνο Κιάμο. Και το χειρότερο; Είμαστε όλοι αναγκασμένοι να ακούμε Πάνο Κιάμο μαζί τους. Στην άλλη πλευρά, μια μεγάλη οικογένεια, μαζί με εμάς θεατές, χτυπά παλαμάκια στην πεντάχρονη κόρη κάποιου που κάνει πατητή κρατώντας τη μύτη της. «Θείε! Θείε! Τι σου είπα; Δεν σου είπα να με κοιτάς;», λέει εκνευρισμένη σε έναν ψηλό, κατακόκκινο από τον ήλιο άντρα. Εκείνος γελάει. Η βουτιά μοιάζει με τη μοναδική σωτηρία σε όλο αυτό. Μόνο που για να την κάνω χρειάστηκε να αποφύγω μια κυρία που στα τυφλά καθοδηγούσε ένα μικρό φουσκωτό με δυο παιδάκια που άτσαλα έκαναν -πλαστικό, ψεύτικο- κουπί. 

Έχοντας ζήσει την ασχήμια αυτής της πόλης στο πάρκινγκ, στα ενοίκια, στα αγοραφοβικά στιβάγματα σε υπερεκτιμημένα μπαρ, νόμιζα πως η άλλη της πλευρά θα είναι φιλόξενη. Κι όμως δεν είχα νιώσει πιο ανεπιθύμητη στην Αττική στη ζωή μου. «Να κάνουμε το τσιγάρο και να φύγουμε;», λέω στον οδηγό και παρέα. «Πάμε να το κάνουμε στο Σούνιο, στον Ναό», μου λέει. Έτσι και έγινε. 60 και χιλιόμετρα για ένα τσιγάρο και μια λιωμένη γρανίτα κάτω από τον Ναό του Ποσειδώνα κατέληξαν να έχουν γίνει όλα. Χωρίς να καταλάβω πώς, αποφάσισα πως το «δεν πάω για μπάνιο στην Αττική» μάλλον θα γίνει θέση. Το χειρότερο είναι πως μάλλον και το επόμενο Σαββατοκύριακο θα επιχειρήσω να αυτοεκπληρώσω την προφητεία μου.