Στην Ήπειρο έχω αφήσει το καταφύγιο μου, εκεί που τρέχω τα καλοκαίρια να κρυφτώ από τους χειμώνες μου. Στα Γιάννενα, παραμένουν ολοζώντανα τα παιδικά μου χρόνια, όσο μεγαλώνω. Είναι ο αέρας που τρυπώνει μέσα από τα πελώρια βουνά στην ψυχή μου, τα νερά που δροσίζουν τον Αύγουστο μου, η ματιά που χάνεται στο πράσινο χωρίς να θέλει να βρεθεί.
Ήταν εκείνες οι μέρες που όλα τα δευτερόλεπτα κυλούσαν για μια ποδηλατάδα δίπλα στη λίμνη, με λερωμένη την μπλούζα από παγωτό. Οι μέρες που έπαιρνα φόρα, για να σβήσω στην τρυφερή αγκαλιά ενός παππού που περίμενε υπομονετικά στο παγκάκι να τελειώσω τις αναμνήσεις που έχτιζα, για να θυμάμαι τώρα.
Η λίμνη. Η μεγάλη κυρία, η Παμβώτιδα. Μέσα της, δεσπόζει το νησί και γύρω της μια πόλη που δεν σταματά να ανασαίνει, μια εποχή γεμάτη μυστικά και θρύλους. Δίνεις ραντεβού στο ρολόι και ξεκινάς ένα ταξίδι στο χωροχρόνο, που θυσιάζω το κεφάλι μου στον Αλή Πασσά, αν το μετανιώσεις. Θα περπατήσεις στο κάστρο, θα ανεβείς στο Ιτς Καλέ και θα περιμένεις μέχρι να βρεις την ανάσα σου από τη θέα. Έπειτα, μπορείς να χαζέψεις το Βυζαντινό Μουσείο αλλά μη ξεχάσεις για κανένα λόγο και αυτό της Αργυροτεχνίας.
Βγες από το κάστρο και σουλατσάρισε στα σοκάκια των Ιωαννίνων. Φάε όσο μπορείς χωρίς τύψεις. Πίτες και τσίπουρα, εναλλάξ και ασταμάτητα. Δυστυχώς δύσκολα θα βρεις τη γιαγιά μου, μιας και είναι σε ένα χωριό έξω από την πόλη και μπορεί να σε κάνει να λιποθυμήσεις, με το τι μπορεί να σφηνώσει ανάμεσα στα φύλλα. Σίγουρα όμως δεν θα απογοητευτείς, με όσα θα βρεις στα παραδοσιακά μαγειρεία.Ούτε με τον μπακλαβά θα απογοητευτείς και αν δεν έχεις δοκιμάσει δεν ξέρεις τι εννοώ.
Αφού επισκεφτείς το Μουσείο του Βρέλλη με τα κέρινα ομοιώματα, οι εκδρομές σου ανήκουν. Είναι άπειρα τα χωριά και διπλές οι ομορφιές τους. Φτάσε μέχρι το γόνατο στα νερά του Βοϊδομάτη και αν αντέχεις βούτα. Αν όχι, διέσχισε τον με άλογα ή κάνοντας ράφτινγκ. Φτάσε στο τέρμα της αρχής, και δοκίμασε στα μαγαζιά που στέκονται πάνω του, αδιανόητη πέστροφα με μπόλικο αλάτι και λεμόνι. Άσε να σε κεράσουν γλυκό του κουταλιού. Οποιοδήποτε γλυκό του κουταλιού.
Εμένα θα με βρεις στην Κόνιτσα! Να πίνω καφέ στο μπαλκόνι κάποιου φίλου, να θυμόμαστε ιστορίες, να σκαρώνουμε τις επόμενες. Θα με βρεις να παίρνω την ανηφόρα του βουνού, να φτάνω στο Ελεύθερο για να συναντάω τον θεό. Εκείνον που κρατάει τις στιγμές, που τις ντύνει με τον ήχο από μπάλες που σκάνε στην πλατεία και κλαρίνα που έμαθα να αντέχω. Τις στιγμές που οι άνθρωποι μου, είναι τα “καμάριαμ” μου και που τρέχω ακόμη στον παππού που με περιμένει πάντα εκεί…
Γιάννενα είστε η ζωή μου…