V. Αυθεντία

Έρχεται εκείνη η μέρα που η τύχη σου γυρίζει. Που μπορεί να πέρασες μήνες ολόκληρους μετρώντας τα ψιλά στην τσέπη σου, που έπρεπε να κλείνεις 15 ώρες πλυσίματος πιάτων για να πληρώνεις εγκαίρως το νοίκι στο 3Χ3 δωμάτιο στο σπίτι που μοιραζόσουν με δύο Κορεάτες και έναν Ινδονήσιο που ουδέποτε τους εξήγησε κάποιος πώς να καθαρίσουν μια τουαλέτα. Και τη μέρα που τα πράγματα πάνε με το μέρος σου, βρίσκεσαι μακριά από το μακρινότερο μέρος του πλανήτη, και πιο κοντά στο μέρος που ανήκεις.

Για μένα αυτό το μέρος ήταν το μέχρι πρότινος μουντό Λονδίνο. Αλλά με άλλα μάτια το βλέπεις σαν Ευρωπαίος τουρίστας, σαν Έλληνας φοιτητής, και άλλα σαν ο τύπος που έζησε σχεδόν 2 χρόνια στην άκρη του κόσμου μέχρι να βρεθεί πάλι στο κέντρο του.

Το καλοκαίρι του 2013 εκδόθηκε το αγγλικό μυθιστόρημα μου στην Αυστραλία. Και η συμμετοχή μου στους Café Racers του άγριου νησιού με έφερε σε επαφή με αυτούς του Λονδίνου. Ένα από τα mail που ανταλλάξαμε περιείχε μια πρόσκληση στην ετήσια ομιλία του Motorcycle Journal που εκείνη τη χρονιά θα εκδιδόταν από το Chelsea College of Arts. Η πρόσκληση ήταν για θέση ομιλητή. Οι πωλήσεις του βιβλίου έγιναν αμέσως 3 πτήσεις των 26 ωρών. Και κάπως έτσι, προσγειώθηκα πίσω στην Ευρώπη. Χωρίς μοτοσικλέτα όμως.

Οι διοργανωτές της ημερίδας φυσικά και είχαν προνοήσει, οπότε και είχαν προετοιμάσει το ίσως μοναδικό Rent-a-bike  κατάστημα της πόλης για εμάς. Μετά από αρκετές διαδρομές βρέθηκα στο Southbank, κατέβηκα από την πορτοκαλί γραμμή του Overground και μπήκα καθυστερημένα στο κατάστημα με τις μοτοσικλέτες προς ενοικίαση.

 

Πρέπει να καταλάβεις ότι λεφτά δεν είχα. Άρα δεν μπορούσα να νοικιάσω τίποτα που θα είχε «πλάκα». Ούτε CBR600, ούτε έναGS 1200, ούτε το F800. Τίποτα. Ο καταστηματάρχης με κοίταξε καλύτερα. Δηλαδή, το Bell κράνος μου.

– Γιατί είσαι εδώ;

– Για να μιλήσω σε μια ημερίδα για ένα βιβλίο που έγραψα για το Flat Track.

– Εδώ το λέγαμε speedway, απάντησε και κατέβασε από τη βιβλιοθήκη πίσω του ένα βιβλίο με φωτογραφίες από το 1950 και 1960.

Έπαθα σοκ. Ο τύπος ήταν πραγματικός café racer, με τα όλα του. Στιγμιότυπα γεμάτα με δερμάτινα τζάκετ και μπύρες έξω από το αυθεντικό Ace Café. Με ρώτησε πόσα λεφτά έχω και του εξήγησα ότι δεν είχα τίποτα. Μετά από 2 βδομάδες θα έπρεπε να γυρίσω Ελλάδα, αναγκαστικά, για ανεφοδιασμό και πίσω στην Αυστραλία για δουλειά, διδακτορικά και πιάτα.  Αλλά για αυτές τις 2 βδομάδες, ο τύπος αποφάσισε να μου δανείσει χωρίς αντίτιμο ένα Suzuki GN125 που είχε για να κάνει μαθήματα οδήγησης – είχε μέχρι και ένα μεγάλο χαρτονένιο L στην μπροστά ρόδα. Χαμογέλασα και το έβαλα μπρος. Πριν φύγω ο τύπος μου είπε ότι ξέχασα κάτι: ήταν το βιβλίο με τις φωτογραφίες του από τότε. Η ειρωνεία είναι ότι μέχρι σήμερα δεν θυμάμαι ούτε το όνομα του. Και του χρωστάω και 70 λίρες. Θα καταλάβεις γιατί.

Πως οδηγεί κανείς στο Λονδίνο; Σαν παλαβός. Σαν να είναι η τελευταία μέρα του στη γη. Σαν να πήρε το δίπλωμα την ίδια μέρα, για πρώτη φορά στη ζωή του. Μιας και όλοι, ανεξαιρέτως, είναι σχιζοφρενείς μόλις κάτσουν πίσω από ένα τιμόνι. Την οδήγηση από τη δεξιά μεριά την είχα πλέον έμφυτη μιας και είχα περάσει χρόνια στην Αυστραλία. Αυτό που δεν είχα έμφυτο ήταν η αιώνια προτεραιότητα των κόκκινων λεωφορείων. Λογικό – είναι μεγαλύτερα από εσένα, και αν δεν τα σεβαστείς θα σε καθαρίσουν από το παρμπρίζ τους σαν μικρό μυγάκι που δεν πρόσεχε.

Αφού αποφάσισα ότι η ενεργητική οδήγηση είναι η ασφαλέστερη στην βρετανική πρωτεύουσα, ανέβασα στροφές και άρχισα να οδηγώ όχι σαν να βρίσκομαι σε μια πολιτισμένη μητρόπολη, αλλά σε πόλη της ανατολής. Κόρνες, προσπεράσεις από δεξιά και γενικά σφαγή. Κάπου εκεί πρόσεξα τον Big Ben. Και εκεί κατάλαβα ότι κάνω βόλτες στους δρόμους των πρώτων Café Racers του κόσμου, τότε, στην Αγγλία μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Σταμάτησα και τράβηξα μια φωτογραφία, ενώ παράλληλα αναζητούσα το σπίτι του φίλου που θα με φιλοξενούσε. Για καλή μου τύχη ήταν στον κάθετο δρόμο. Τέλεια. Αν χαθώ, απλά θα ψάξω για τον Big Ben.

Στο Λονδίνο δεν παρκάρεις όπου και όπου. Οι μηχανές μπαίνουν σε καραντίνα, σε ειδικές Motorcycle Parking περιοχές – οι γνωστές M/C.  Βρήκα μια τέτοια απέναντι από το σπίτι και την άφησα. Περιέργως ολομόναχη, λες και είχε πέσει πανούκλα και εξαφάνισε τις υπόλοιπες. Αδιαφόρησα, και κοιμήθηκα.

Την επόμενη μέρα μάζεψα μια ωραιότατη κλήση 70 λιρών. Βλέπεις, στο Λονδίνο το πάρκινγκ μοτοσικλετών είναι δωρεάν. Παντού. Εκτός από μια τόση δα περιοχή που λέγεται Westminster, και έχει όλα αυτά τα κλασικά μέρη που πάνε οι τουρίστες ή μένουν οι βαθυζάμπλουτοι, οπότε η μοτοσικλέτα χαλάει την εικόνα της Bugatti που παρκάρει χύμα στο πεζοδρόμιο. Ωραία. Καλή αρχή, σκέφτηκα και μπήκα μέσα στο πανεπιστήμιο που ήταν κυριολεκτικά μπροστά από τη μοτοσικλέτα. Δεν χρειάστηκε καν να τη βάλω μπρος.

Συνάντησα αρκετό κόσμο των δύο τροχών. Η δική μου ομιλία θα ήταν την επόμενη μέρα, οπότε αποφάσισα να παραμείνω εκτός του ραντάρ και να απολαύσω την πρώτη μέρα μου πίσω στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Άναψα ένα τσιγάρο στο προαύλιο και έκατσα να μαντέψω αν θα έβρεχε αργότερα ή όχι. Δεν αποφάσισα, γιατί μια φωνή με κάλεσε να ξεφορτώσω μια μοτοσικλέτα. Μια πραγματικά φανταστική μοτοσικλέτα.

Ήταν όλη μεταλλική και αστραφτερή.Πανάλαφρη και πανέμορφη.Μικρός κινητήρας, σίγουρα χειροποίητη.Ένας τύπος με γυαλιά έκανε τα πάντα μόνος του: οδήγησε μέχρι την ημερίδα με το φορτηγάκι του, έλυσε τη μηχανή και προσπαθούσε να την κατεβάσει μόνος του στο αίθριο. Πέταξα το τσιγάρο χάμω και πήγα να τον βοηθήσω. Με ευχαρίστησε και συστηθήκαμε. Τον έλεγαν Έλις. Το όνομα μου θύμισε κάτι. Μα  φυσικά, ήταν ο κεντρικός ομιλητής της ημέρας. Κάτσαμε να πιούμε ένα τσάι και ανταλλάξαμε ιστορίες. Είχε βγάλει λεφτά σαν σχεδιαστής και ήθελε να φτιάξει μια όμορφη café racer  μηχανή για όλους. Σαν να φτιάχνει Lego, μάζεψε κομμάτια που έβρισκε φτηνά σε εργοστάσια και προσπαθούσε να λύσει τον γρίφο αυτόν. Μέχρι τότε, αποτυχημένα. Τον θαύμασα. Εγώ είχα ζήσει μια ζωή υπάλληλος, και η μόνη μου δημιουργία ήταν τα βιβλία. Του έδωσα ένα, υπογεγραμμένο. Το ευχαριστώ του ήταν τα κλειδιά της MAC μοτοσικλέτας του, όπως την αποκαλούσε, γύρω από το τετράγωνο. Αν έβλεπα αστυνομικό, είπε, να μην σταματήσω. Τα πορτοκαλί είναι άλλωστε πράσινα στο Λονδίνο. Δεν είχε άδεια, δεν είχε καν ISO πιστοποίηση. Βασικά η μοτοσικλέτα του ήταν μια ιδέα. Μια ιδέα με υπέροχο ήχο.

Όταν οι ομιλίες της ημέρας τελείωσαν, με κάλεσε σε μια pub που ήταν ένα πραγματικό café racer στέκι. Την έλεγαν Rose  και έξω ήταν παρκαρισμένες υπέροχες μοτοσικλέτες με τα διπλάσια χρόνια μου. Μέσα, είχε ένα τρίκυκλο και γύρω κόσμο. Σερβίριζαν ένα κοκτέιλ που λεγόταν –όχι τυχαία- sidecar.

Ήπια ένα και ηρέμησα. Είχα αφήσει πίσω μου αμέτρητες ατυχίες. Μπροστά μου είχα μόνο τύχη, και ας ήταν κρυμμένη μέσα σε έναν τόσο δα 125άρι κινητήρα ενός δανεικού Suzuki. Ήμουν εκεί που όλοι οι Café Racers πρέπει να βρίσκονται.