[Προηγούμενη σελίδα: Με μια δανεική Triumph στη Μελβούρνη]
IV. Επιμονή
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι η ανακάλυψη μιας παρατημένης μοτοσικλέτας είναι το όνειρο κάθε δικυκλιστή, όμως σίγουρα ήταν ένα από τα δικά μου. Είχα βαρεθεί να ακούω ιστορίες από φίλους Αυστραλούς για μέρη που βρίσκονται σκονισμένα μηχανάκια, που έχουν να δουν το φως της ημέρας από τη δεκαετία του ’80, του ’70, ακόμα και του ’60.
Η ανακάλυψη μιας τέτοιας μοτοσικλέτας συνήθως ακολουθείται από έναν δεύτερο μύθο: αυτόν την εξευτελιστικής τιμής αγοράς. Φυσικά δεν μιλάμε για κάποιο πραγματικά σπάνιο μηχανάκι παραγωγής λίγων δεκάδων, αλλά για κανονικά μηχανάκια που έζησαν μια ζωή πριν τριάντα χρόνια και μετά ξεχάστηκαν σε κάποιο στάβλο, γκαράζ ή αυλή, σκεπασμένα. Όλα αυτά τα θεωρούσα ψέματα. Μέχρι που ανακάλυψα εκείνη.
Ήμουν ήδη μισό χρόνο στο Περθ της Δυτικής Αυστραλίας, και είχα προσφάτως περάσει την πρώτη οικονομική κρίση που μετέτρεψε την καθημερινότητα μου σε επιβίωση. Αυτός ήταν και ο λόγος που ήμουν χωρίς μοτοσικλέτα. Μια μέρα έψαχνα τις διαδικτυακές αγγελίες στο Gumtree, ένα αντίστοιχο site του γνωστού ελληνικού, που ξεχυλίζει από αγγελίες. Σαν άφραγκος φοιτητής, πάντα έκανα click στα «δωρίζονται». Εκεί είδα λοιπόν μια πολυθρόνα σε άριστη κατάσταση να δίνεται στον πρώτο που θα τη ζητήσει, σε μια περιοχή ονόματι Cockburn. Αλήθεια.
Οκ, δεν προφέρεται «cock-burn», αλλά Κόμπερν, και πάλι όμως, γέλασα. Ζήτησα από τον γείτονά μου, τον Ρικ, που είχε φορτηγάκι με μεγάλη καρότσα για να με πετάξει εκεί με αντάλλαγμα μια 6άδα μπύρες EMU, μία κλασική ισοτιμία μεταξύ λοιπών Αυστραλών μηχανόβιων.
Όταν φτάσαμε στο Cockburn ένιωσα ότι φτάνω σε οποιοδήποτε προάστιο της Αυστραλίας. Ελάχιστα οικοδομικά τετράγωνα με μεγάλα προκατασκευασμένα σπίτια και στο κέντρο όλων ένα βαρετό εμπορικό κέντρο. Ένα από αυτά τα σπίτια ήταν και εκείνο που χάριζε την κόκκινη πολυθρόνα. Σταματήσαμε απ’ έξω και κάλεσα το νούμερο του κινητού. Ένας κύριος γύρω στα 60 με ξανθό μούσι μας άνοιξε την πόρτα του γκαράζ, και έβγαλε ο ίδιος έξω την πολυθρόνα, ένα κλασικό low-budget σουηδικό έπιπλο δηλαδή. Τσάμπα όμως.
Δώσαμε τα χέρια και ψιλο-συστηθήκαμε. Ήταν συνταξιούχος πολιτικός μηχανικός και απλά έκανε μια τυπική εποχική εκκαθάριση στο γκαράζ του. Ρωτήσαμε αν είχε κάτι άλλο για να δώσει και μας προσκάλεσε να αναζητήσουμε οι ίδιοι στα ενδότερα του γκαράζ. Εκεί, βρήκαμε μια μπορντό μοτοσικλέτα, κρυμμένη καλά κάτω από πολλά επίπεδα σκόνης και αχρηστίας. Έσκυψα και έφτυσα το χέρι μου, για να καθαρίσω το πλαστικό. Διάβασα «GSX550 ES». Έπνιξα τον ενθουσιασμό μου.
Η μοτοσικλέτα αυτή είχε κυριολεκτικά τα χρόνια μου, μιας και κυκλοφόρησε το 1983. Άσχημη, τετράγωνη και με περήφανες 80ς γραμμές, είχε τον αλεξίσφαιρο κινητήρα που όλοι αναζητούν για μια café-racer μηχανή. Δεν με απασχόλησαν όλα αυτά. Με απασχόλησε το αν θα μπορέσω να την αγοράσω.
-Είναι και η μοτοσικλέτα για πούλημα;
-Ποιά, εκείνη;
-Γιατί, έχετε και άλλη εδώ μέσα;
-Είχα διάφορες, αλλά τις έχω χάσει. Αυτή πρέπει να είναι εκεί μέσα πάνω από 15 χρόνια.
-Λειτουργεί;
-Δεν ξέρω. Ίσως. Αν λειτουργούσε όταν την έβαλα εδώ, θα έχει επάνω το κλειδί.
Ω ναι, είχε επάνω το κλειδί. Την έσπρωξα με τον Rick έξω. Ο Rick σκέφτηκε να την βρέξει με το λάστιχο, για να δει την κατάσταση της εξωτερικά. Ελάχιστη σκουριά. Σαν καινούργια στα μάτια μου. Έλαμπε. Την ήθελα. Ο Rick μου ψιψίρισε ότι είναι καλύτερο να μην δοκιμάσουμε να τη βάλουμε μπρος – ίσως πάρει και αυτό ανεβάσει την τιμή της. Έξυπνος ο Rick. Μετά γύρισε και του είπε ότι την αγοράζει. Με 300 δολάρια.
Στη Αυστραλία η αγοραπωλησία είναι εύκολη. Συμπληρώνεις ένα χαρτί με τα στοιχεία και το στέλνεις στην υπηρεσία μεταφορών, και η άδεια εκδίδεται εκ νέου και έρχεται σπίτι σου. Το μόνο πρόβλημα είναι το αντίστοιχο ΚΤΕΟ. Όχι, δεν είναι σαν την Ελλάδα. Εκεί, μια μοτοσικλέτα πρέπει να περάσει έναν αυστηρό έλεγχο όπου μοιρογνωμόνια θα μετρήσουν κλίσεις των φτερών, χάρακες την απόσταση των φλας, ο θόρυβος ελέγχεται διεξοδικά και τα φρένα αν δεν είναι απλά ολοκαίνουργια, κόβεσαι. Δράμα.
Ο συνταξιούχος γέλασε δυνατά και μετά άπλωσε τη χερούκλα του. Η μηχανή ήταν δική μας. Τη φορτώσαμε στο φορτηγάκι και επιστρέψαμε στο Περθ. Ήμουν χαρούμενος μέχρι τη στιγμή που την ξεφορτώσαμε. Μόλις την ακούμπησα στο έδαφος και προσπάθησα να τη σπρώξω μέχρι το σπίτι, ο πίσω τροχός κοκάλωσε και στη συνέχεια έπεσα. Είχε πετρώσει. Αποσύνδεσα το πίσω φρένο και έλυσα προσωρινά το πρόβλημα. Έπεσα για ύπνο.
Την επόμενη μέρα, είδα τη μοτοσικλέτα από το παράθυρο. Χάρηκα ξανά. Μετά πρόσεξα ότι το ωραίο χρώμα που είχε χτες, σήμερα είχε διαβρωθεί τελείως στα δεξιά. Έτρεξα έξω, και πρόσεξα ότι το δοχείο φρένων ήταν τρύπιο και έσταζε επάνω στο ντεπόζιτο. Προφανώς όσο ήταν καλυμμένη στο γκαράζ, η κουκούλα δεχόταν το οξύ υγρό. Ένιωσα ότι έχανα πολύ στη μάχη του ονείρου της μοτοσικλέτας των 300 δολαρίων. Αλλά δεν το έβαλα κάτω. Μπήκα στο ebay και έψαξα για βιβλίο οδηγιών της εν λόγω μηχανής. Βρήκα στο Περθ ένα manual μιας παλιότερης έκδοσης, με τον ίδιο κινητήρα, και το αγόρασα. Για τις επόμενες 10 μέρες δεν άγγιξα βιβλίο στο πανεπιστήμιο, κινητό στην καφετέρια και περιοδικό στην τουαλέτα. Είχα μονίμως αυτό μπροστά μου. Εγώ, τριάντα χρονών και ουσιαστικά ανίδεος μηχανολογικά.
Μάζεψα τα ανταλλακτικά που είχα ανάγκη με βοήθεια των Perth Café Racers. Ότι περίσσευε σε κάποιον, για μένα ήταν ζωτικής σημασίας. Πήρα νέα μανέτα και δοχείο φρένου τσάμπα, όπως και πηνία για να δοκιμάσω αν γυρίζει ο κινητήρας – μέχρι τότε δεν ήξερα. Μπαταρία και λιπαντικά είχαν όλοι στο γκαράζ τους για να δώσουν στον πτωχό.
Παρήγγειλα ένα σετ επισκευής των εμβόλων πίσω φρένου. Εγώ, επαναλαμβάνω. Άσχετος. Αλλά επέμενα. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι; Όταν λες ότι δεν μπορείς να κάνεις κάτι, τότε πολύ απλά δεν θα το κάνεις. Η επιμονή με κρατούσε συγκεντρωμένο. Αυτή, και η πείνα, μιας και δεν είχα ούτε cent για να μπορέσω να πληρώσω κάποιον να την επιδιορθώσει για εμένα.
Τα χέρια μου έγιναν μαύρα αλλά μετά από 9 ώρες σερί, έφτιαξα τα φρένα μπροστά και πίσω. Και μετά άρχισα να μελετώ τα ηλεκτρικά. Κοίταξα ένα διάγραμμα, που κυριολεκτικά είχαμε μάθει όλοι μας να διαβάζουμε στην πρώτη Λυκείου. Το κοίταξα τόσο που άρχισα να παρατηρώ ένα φασιστικό σύμβολο στο κέντρο του, αν και μετά κατάλαβα ότι δεν ήμουν τρελός, αλλά ήταν τέτοιο. Το προσπέρασα. Ίσως οι Ιάπωνες είχαν ακόμα κάποιον καημό που εκείνη τη στιγμή δεν με ενδιέφερε. Με ενδιέφερε να βάλω μπρος τη μοτοσικλέτα. Και κατά τη 1 το βράδυ, πάτησα για χιλιοστή φορά τη μίζα, και ο κινητήρας γύρισε. Και δεν πήρε απλά μπρος, αλλά ακουγόταν σαν να είχε ρυθμιστεί το κάθε καρμπιρατέρ πριν 3 λεπτά. Είχε ρυθμιστεί, κυριολεκτικά, πριν 15 χρόνια. Εγώ απλά τα είχα καθαρίσει.
Την επόμενη μέρα ξύπνησα από τις 7 το χάραμα, και έτρεξα στο ΚΤΕΟ. Πλήρωσα 80 δολάρια και άφησα τη μοτοσικλέτα στους ειδικούς. Εσύ δεν επιτρέπεται να είσαι παρών στον έλεγχο. Περιμένεις σε μια αίθουσα αναμονής, σαν σε μαιευτήριο. Το όνομα σου καλείται, και σου δίνουν έναν φάκελο. Ή περνάς και ο φάκελος έχει μέσα τα χαρτιά της, ή όχι και ο φάκελος περιέχει μια λίστα με αυτά που οφείλεις να αλλάξεις. Άκουσα το όνομα μου. Σηκώθηκα.
Ο φάκελος είχε μέσα την άδεια της. Και εγώ είχα στον δρόμο μια μοτοσικλέτα που μου κόστισε συνολικά 480 δολάρια. Για μένα, αυτό ήταν η απόλυτη ανακάλυψη του αχυρώνα. Πόσταρα αμέσως ένα βίντεο της μοτοσικλέτας να λειτουργεί στο Facebook, και τρία λεπτά μετά ήμουν στον δρόμο με άλλα 2 μέλη της ομάδας των Perth Cafe Racers. Οι μπύρες ήταν κερασμένες. Τα χέρια μου ήταν ακόμα μαύρα.
Ήταν η πρώτη μέρα που ήμουν πραγματικό μέλος τους.
Επόμενη σελίδα: Ανάμεσα σε θρύλους των δύο τροχών στο Λονδίνο.