[Προηγούμενη σελίδα: Τότε που η μηχανή χάλασε πριν καν το πλοίο αράξει στην Πάρο]
ΙΙΙ. Ανιδιοτέλεια
Το τηλέφωνο μου χτύπησε ελάχιστα λεπτά αφού είχα ανακοινώσει δημόσια στο Facebook ότι διένυα τις τελευταίες μου μέρες στο Περθ της Δυτικής Αυστραλίας. Έπρεπε μέσα σε δύο μέρες να μαζέψω τα υπάρχοντά μου από το λυπηρό δωμάτιο των 9 τετραγωνικών και να μετακομίσω –επιτέλους- στη Μελβούρνη. Το αμάξι το είχα πουλήσει πριν μήνες, το ίδιο και την τελευταία μου μηχανή. Καινούργια αρχή. Ξεκίνησε απ’ αυτό το τηλεφώνημα.
-Είσαι ο Λουκάς;
-Ναι.
-Μόλις είδα το post σου στο PCR. Έχεις μηχανή στη Μελβούρνη;
-Όχι.
-Θα σου δώσω τη δική μου.
-Τέλεια. Ποιός είναι;
-Doc.
-Doc;
-Ναι, Doc Hilbily από MCR.
-Τι νέα Doc*;
*What’s up Doc
Δεν γέλασε με το αστείο. Θα το είχε ακούσει χιλιάδες φορές. Αλλά είχε να μου δώσει μια μηχανή, και αυτό μόνο καλό ακουγόταν. Δε ρώτησα βέβαια τι μοτοσικλέτα. Όταν σου χαρίζουν γάιδαρο δεν τον κοιτάς στα δόντια. Απλά τον καβαλάς και λες κι ευχαριστώ.
Οι MCR ήταν το παρακλάδι της Μελβούρνης των Αυστραλών Café Racers, εξού και τα αρχικά. Επειδή είχα αποκτήσει μια κάποια θετική φήμη λόγω της δουλειάς μου με τους Café Racers του Περθ, μπόρεσα να κερδίσω κάποια πράγματα από αυτούς και στις άλλες πόλεις της Αυστραλίας. Είχα, βλέπεις, πιστέψει ότι θα μείνω εκεί για πάντα, οπότε επένδυα πολλά στις σχέσεις με τους μηχανόβιους, μιας και οι ντόπιοι αλλά και λοιποί απόδημοι Έλληνες μόνο φιλόξενοι δεν ήταν. Εντάξει, όχι όλοι, αλλά η πλειοψηφία.
Έφτασα στη Μελβούρνη με έναν σάκο και ένας παιδικός μου φίλος από τη Θεσσαλονίκη δέχτηκε να με φιλοξενήσει για δύο βδομάδες στο διαμέρισμα του. Έμενε στον St. Kilda Rd, που ήταν γεμάτος ουρανοξύστες με διαμερίσματα. Το κτήριο του είχε 15 ορόφους, αλλά όχι 13ο. Ήταν γρουσουζιά.
Πέρασα ένα βράδυ κοιτώντας από το παράθυρο τον κόλπο της Μελβούρνης. Την είχα επισκεφτεί ήδη άλλες 3 φορές, οπότε είχα απομυθοποιήσει κάποια πράγματα για εκείνη, που ακόμα ο κόσμος δεν γνωρίζει. Θα στα πω πολύ γρήγορα: η Μελβούρνη έχει απαίσιο βροχερό καιρό και όχι ήλιο. Δεν έχει ίχνος κύματος γιατί είναι ένας πολύ κλειστός κόλπος, οπότε ξέχνα τον μύθο του σερφ. Τέλος, πρέπει να κάνεις μια επιλογή: Έλληνες ή ξένοι.
Το επόμενο πρωί χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Doc. Ο Doc έμενε στην Korumburra, πολλά χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Τον φώναζαν Doc γιατί ήταν κτηνίατρος, και ζάμπλουτος. Με ρώτησε πού μένω, και το έκλεισε. Μετά από 3 ώρες, με κάλεσε ξανά να βγω κάτω.
Ήταν εκεί, μέσα σ’ ένα παλιό Forester με τρέιλερ. Σε αυτό ήταν καλά δεμένη μια Triumph Thruxton. Μαύρη με χρυσή ρίγα. Πανέμορφη. Ήταν για μένα.
Τον βοήθησα να την κατεβάσει και μετά δώσαμε τα χέρια. Συστήθηκε σαν Doc, οπότε συνέχισα να μην αναρωτιέμαι πως τον λένε πραγματικά. Μου είπε ότι ήταν ο no1 των MCR και δεν θα μπορούσε να με αφήσει χωρίς μοτοσικλέτα για όσο θα έμενα εκεί. Είχε μάλιστα κανονίσει και μια βόλτα το επόμενο πρωί με την ομάδα. Ο ίδιος δεν θα ήταν εκεί γιατί έπρεπε να γκαστρώσει κάτι βουβάλια. Κάπως έτσι έφυγε, αφήνοντας τα κλειδιά στη μίζα της βρετανικής μοτοσικλέτας.
«Και τώρα τι;» αναρωτήθηκα. Εννοώ, πραγματικά, πως συμπεριφέρεσαι σε μια δανεική μοτοσικλέτα ενός ανθρώπου που ούτε που ξέρεις; Θα το έκανε ποτέ άραγε αυτό Έλληνας. Μάλλον όχι. Σίγουρα όχι. Εγώ θα το έκανα; Όχι. Ποιος θα δεχόταν να εμπιστευτεί κάποιον τόσο εύκολα με ένα δημιούργημα 14 χιλιάδων δολαρίων; Εσύ;
Μελέτησα τη μοτοσικλέτα. Ήταν αρκετά εργοστασιακή. Η πινακίδα της έγραφε SQIRT. Γέλασα. Ό,τι κι αν υπονοούσε, ήταν αστείο. Στην Αυστραλία μπορείς να πληρώσεις πολλά δολάρια για να γράφει η πινακίδα σου ό,τι θες.
Πήρα τηλέφωνο τον φίλο μου να μου ανοίξει το υπόγειο γκαράζ του ουρανοξύστη και άφησα τη μοτοσικλέτα εκεί να κοιμηθεί. Τη χάζεψα λίγο ακόμα. Την επόμενη μέρα θα έκανα την πρώτη μου βόλτα.
Το ραντεβού ήταν στο Hamer Hall της Μελβούρνης, στη γέφυρα. Μερικά τετράγωνα από το σπίτι, αλλά το κάθε τετράγωνο ήταν όσο τα Εξάρχεια. Εκεί περίμεναν αμέτρητες μηχανές στη σειρά. Έφτασα νιώθοντας διάσημος. Δεν ήμουν. Ο περισσότερος κόσμος ήταν εκεί για τη βόλτα.
Συστήθηκα σε μερικούς. Εκείνοι αναγνώρισαν τη μοτοσικλέτα του Doc. Ο πρώτος δεν μου έδωσε καν το χέρι του. Το ίδιο και οι υπόλοιποι. Μετά από λίγο, ένιωσα ότι είμαι σε κάποιο άτυπο στόχαστρο.
«Ο Doc για κάποιο λόγο νιώθει ότι σου χρωστάει, αλλά εγώ όχι, Έλληνα» είπε ένας πίσω από την πλάτη μου. Το άκουγα συχνά το «Greek», με την κακή έννοια φυσικά. Δεν ήξερα πως να απαντήσω στον τύπο. Τότε ένας άλλος με ρώτησε αν σκόπευα να μείνω μόνιμα στη Μελβούρνη. Αν θα κρατούσα τη μηχανή για πάντα τσάμπα. Υπονόησε ότι εκμεταλλεύομαι τον Doc όπως οι μετανάστες της Αυστραλίας τους ντόπιους, που ο Θεός να τους κάνει «ντόπιους». Σκέφτηκα να φύγω για να μη δώσω συνέχεια, όταν 2 παιδιά, ο Dave και ο Matt με προσέγγισαν. Ο Dave ήταν 27 χρονών και ήθελε να μετακομίσει στην Αμερική. Ο Matt σπούδαζε βιομηχανικό σχέδιο κι ήθελε να δουλέψει στη Σουηδία. Γενικά, οι πιο νορμάλ Αυστραλοί ήθελαν να φύγουν από την Αυστραλία.
Αποφάσισα να μείνω με αυτούς και ξεκινήσαμε τη βόλτα μας για το Lorne, δυτικά του κόλπου. Η Μελβούρνη είχε δύο θετικά έναντι του Περθ: είχε πράσινο, παντού, πολύ δηλαδή φύση η οποία έκανε τις βόλτες πιο ενδιαφέρουσες. Το άλλο ήταν ότι μπορούσες να παρκάρεις τη μηχανή όπου ήθελες. Μη το προσπερνάς αυτό, πίστεψε με.
Μέσα σε λίγα χιλιόμετρα κατάλαβα τι άνθρωποι είναι. Εννοώ, ο τρόπος που κάποιος οδηγεί λέει πολλά για εκείνον. Οι MCR δεν περίμεναν τους υπόλοιπους, έτρεχαν. Απλά έκαναν τη βόλτα τους. Όταν κάποιος έβλεπε μια στροφή για αλλού, μπορεί και να μας εγκατέλειπε. Δεν τους ένοιαζε. Ήταν εκεί τυχαία, ήταν εκεί για τους εαυτούς τους, όχι για την ομάδα. Λίγο έξω από το Geelong χαθήκαμε και κάναμε μια στάση, μία εναπομείνουσα χούφτα μηχανές.
Προσπάθησα να προτείνω προς τα που να πάμε. Έχω γεννηθεί με μια πυξίδα στο στομάχι μου. Τότε ο ίδιος αγενής Μελβουρνέζος (sic) πετάχτηκε ξανά. «Ένας Έλληνας θα μας πει που να πάμε; Ίσως ξέρει γιατί εκεί μπορεί να έχει και τσάμπα φαγητό για να τον ταΐσουμε».
Ειλικρινά, θα μπορούσα να πω χίλια πράγματα. Αλλά ο Dave πρόλαβε να πει κάτι πιο σωστό από όσα εγώ σκεφτόμουν. Πρότεινε να τους παρατήσουμε και να πάμε για φαγητό οι τρεις μας πίσω στην πόλη. Δεν απάντησα. Απλά έβαλα το κράνος μου και ακολούθησα.
Φτάσαμε πίσω στην πόλη μεσημέρι, και φάγαμε στο Pelican. Παρκάραμε και οι τρεις επάνω στο πεζοδρόμιο. Στο Περθ, κάτι τέτοιο θα κόστιζε μια κλήση 400 δολαρίων. Ο Dave και ο Matt δεν είπαν πολλά, μόνο έφαγαν. Μου εξήγησαν ότι δεν είναι έτσι όλοι οι ντόπιοι, απλά πολλοί παίρνουν προσωπικά αυτή την αύξηση μεταναστών. Μάλιστα σύντομα θα είχαν εκλογές, και η ακροδεξιά τους επιλογή φαινόταν επικρατούσα (σ.σ. εκλέχθηκε). Αφού πλήρωσαν το φαγητό τους με χαιρέτησαν και έφυγαν. Εγώ όμως όχι. Έκατσα εκεί, και χάζευα τη πανέμορφη Thruxton που ένας Αυστραλός μου είχε παραχωρήσει τόσο απλόχερα. Ο Doc είχε κάνει τόσο μεγάλο καλό, που και ολόκληρη η χώρα να με έβριζε, θα τη συγχωρούσα.
Την επόμενη μέρα, ήρθε στο Facebook μου μια φωτογραφία από τον Dave. Είχε μια κάμερα στο πλάι του Honda του, και με είχε τραβήξει μια φωτογραφία. Χαμηλή ανάλυση, μαυρόασπρη για το εφέ, αλλά σίγουρα υπέροχη. Σε αυτή τη φωτογραφία δεν βλέπω εμένα, δεν βλέπω την μοτοσικλέτα ή την αφιλόξενη ήπειρο.
Βλέπω τον τελευταίο καλό άνθρωπο που γνώρισα ποτέ. Τον άνθρωπο που θέλω μια μέρα να γίνω. Σε ευχαριστώ Doc.
[Επόμενη σελίδα: Ρατσισμός και ευγνωμοσύνη με μία δανεική Triumph στη Μελβούρνη.]