[Προηγούμενη σελίδα: Δυτική Αυστραλία.]

 

ΙΙ. Υπομονή

Όταν έχεις καιρό να δεις κάτι, το θεοποιείς. Σου λείπει, το φαντάζεσαι μεγαλύτερο, καλύτερο, ωραιότερο. Κάπως έτσι φανταζόμουν την Ελλάδα μέχρι να επαναπατριστώ από την Αυστραλία. Δρόμοι γεμάτοι στροφές, υπέροχος καιρός πάντα ιδανικός για βόλτα. 

Το άλλο πράγμα που ονειρευόμουν ότι θα ξανασυναντήσω, ήταν εκείνη. Προφανώς αναφέρομαι στη μοτοσικλέτα μου. Πίσω στην πατρίδα είχα αφήσει οικογένεια, φίλους, αλλά και μία Royal Enfield 500. Περίμενε καρτερικά στο σαλόνι του πατέρα μου, μέχρι να με ξαναδεί. Πήρε μπρος αμέσως. Απλά συνέδεσα την μπαταρία που είχα αποθηκέψει εκεί, στο ίδιο σαλόνι, και μετά από λίγες κλωτσιές στη μανιβέλα, ζωντάνεψε.

Δεν την άφησα στο σαλόνι. Αποφάσισα να την πάρω μαζί μου για ένα ταξίδι. Εγώ, το κορίτσι, δύο σακιά ρούχα και η Enfield, θα οργώναμε τα δρομάκια της Πάρου. Τι μπορεί να πάει στραβά,  σκέφτηκα και την πήγα για ένα μαζεματάκι στο συνεργείο πριν αρχίσω να ψάχνω παραλίες όπως τη Λάγγερη και τον Καλόγερο. 

Πρέπει να σου εξηγήσω κάτι πολύ σημαντικό. Μια μοτοσικλέτα είναι τόσο αξιόπιστη όσο αξιόπιστος είναι κι ο μηχανικός της. Οπότε, μην τα φορτώνεις όλα στον κινητήρα και την ποιότητα κατασκευής. Φόρτωσε τα στον τύπο που πληρώνεται για να βάζει εσένα στο τιμόνι ενός δίτροχου που έχει περάσει έναν κάποιον έλεγχο. Όταν ο μηχανικός της Enfield μου είπε ότι «έλεγξα και κάτι στο κιβώτιο ταχυτήτων αλλά ήταν οκ», ήξερα ότι ξεκινούσε ένας εφιάλτης. 

Η μηχανή βρισκόταν παρκαρισμένη έξω από το καράβι στον Πειραιά και περίμενε να επιβιβαστεί στο πλοίο, παράλληλα όμως έφτυνε όλο το λάδι του κιβωτίου ταχυτήτων στο δρόμο. Όλο. Κι αυτό, ήταν πρόβλημα.

Μέσα στο καράβι είδα βίντεο στο κινητό μου για να καταλάβω πώς μπορώ να τη φτιάξω άμεσα. Δεν γινόταν να περάσω τις πρώτες 10 μέρες μου στην Ελλάδα χωρίς μοτοσικλέτα, σε ένα νησί και μάλιστα παρέα με, καλά κατάλαβες, το κορίτσι. Δεν είναι σωστό. Όχι. 

Η Enfield μέχρι τότε είχε μείνει αρκετές φορές, αλλά όχι γι’ αυτό. Είχε βραχυκυκλώσει κάποτε το πίσω φανάρι. Ορίστε, να που το φτιάχνω.

Είχε σπάσει αρκετές φορές το μπροστά φτερό από κραδασμούς.

Α, και προφανώς είχαν κοπεί πολλάκις ντίζες, πάνω από μια ντουζίνα φορές. Όμως δεν είχα ποτέ πρόβλημα με το λάδι στο κιβώτιο. Τι είχε συμβεί; Ξεμπαρκάραμε στο λιμάνι της Παροικιάς και αμέσως αγόρασα ένα 10αράκι λάδι από το βενζινάδικο. Έλεγξα τα εργαλεία μου. Πάντα έχεις μαζί σου εργαλεία, όταν καβαλάς Enfield. Χρειαζόμουν ένα 15άρι κλειδί για να ανοίξω το πώμα του λαδιού. Όμως, για να δεις αν είχε γεμίσει, έπρεπε να ξεβιδώσεις μια μικρή τάπα λίγο πιο ψηλά. Η τάπα αυτή δεν ήθελε κλειδί μετρικό, αλλά βρετανικό. 

Θα σου εξηγήσω. Οι Enfield είναι Βρετανικές, μέχρι δηλαδή το κραχ να λάβει χώρα και η βιομηχανία της Αυτού Εξοχότητας να φαλιρίσει. Μετά, οι Enfield συνέχισαν την παραγωγή τους στο μέχρι τότε δευτερεύον εργοστάσιο τους, στην Ινδία, όπου και συνεχίζουν μέχρι σήμερα. Κι αυτό σημαίνει ότι οι μισές βίδες είναι ευρωπαϊκές, οι άλλες μισές βρετανικές.

Άρα, για να ανοίξω την τάπα του λαδιού θέλω ευρωπαϊκό κλειδί. Για να δω όμως αν γέμισε, θέλω βρετανικό. Έλα όμως που το 10άρι κλειδί μας δεν είναι ότι το 13/32 κλειδί των Βρετανών. Κι αυτό το κατάλαβα πολύ αργά, γιατί μια παραπάνω στροφή με το λάθος κλειδί μου και η τάπα καταστράφηκε για πάντα.

Δεν μπόρεσα ποτέ ξανά να δω τη στάθμη του λαδιού μου. 

Μπόρεσα όμως να φτάσω μέχρι το χωριό Λεύκες, όπου και πάρκαρα την μοτοσικλέτα. Την επόμενη μέρα, με μια τσάντα παραλίας και το κορίτσι, είπαμε να πάμε για μπάνιο. Οκ. Απλό. Όμως, το λάδι είχε κάνει τη βόλτα του και ήταν παντού στο χωριό, εκτός από το κιβώτιο ταχυτήτων μου. Πέντε λεπτά μετά, γεμάτο και πάλι με το 10αράκι λάδι, ξεκίνησε για την παραλία Λάγγερη. Φτάσαμε. Ωραία.

Στην παραλία πρόσεξα τι είχε συμβεί. Γιατί όταν ο απλός κόσμος βουτάει στα καταγάλανα νερά, ο μηχανόβιος πρέπει να καταλάβει τι πάει στραβά και το δίτροχο του χάνει τα εσώψυχα του στις στροφές της Πάρου. Πολύ απλό. Ο μηχανικός αποφάσισε να ανοίξει το κιβώτιο και να το κλείσει με την ίδια φλάντζα και λίγη φλαντζόκολλα. Σφάλμα. Να το ξέρεις, πάντα βάζουν νέα φλάντζα, και ας μην είναι φαγωμένη. Αν δηλαδή θέλεις το κεφάλι σου ήσυχο. Εγώ το ήθελα, αλλά τον μηχανικό ποσώς τον ενδιέφερε. 

Υπάρχει μια λύση που κάνουν στο Νεπάλ, στη μέση της ερήμου και γενικά σε απόλυτη απόγνωση: τσίχλες. Μάσησα λοιπόν ένα ολόκληρο πακέτο τσίχλες, από αυτές που κάνουν τις μεγαλύτερες φούσκες, και τις κόλλησα όπου υπήρχε διαρροή. Μια λύση υπέροχη, αν δεν έχει 40 βαθμούς κελσίου και η τσίχλα μετατρέπεται σε πολτός μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Άλλη λύση; Να βάζω λάδι πριν από κάθε διαδρομή. Κάθε. Διαδρομή. 

Και το τρίτο πρωινό, ξύπνησα για να κάνω ακριβώς αυτό. Ανέβηκα στο χωριό με το 15άρι κλειδί και το μπιτονάκι λαδιού. Αλλά το πώμα δεν ήθελε να ανοίξει. Έστριψα. Ξανά. Με δύναμη. Τόση, που λύγισε το πώμα στις άκρες του. Αλλά δεν άνοιξε. Κάτω από έναν ήλιο που σίγουρα έκαιγε ολόκληρη τη γη σε πενήντα βαθμούς, δεν άνοιξε. Το κορίτσι προσπαθούσε να κατευνάσει τα νεύρα μου, το ίδιο και ο φούρναρης απέναντι, αλλά δεν τα κατάφερα. Βρόντηξα τη μοτοσικλέτα σε έναν τοίχο και έφυγα μακριά της. Εκείνη τη μέρα κατεβήκαμε στη Νάουσα με ωτοστόπ.

Σουρούπωνε όταν επιστρέψαμε πίσω στο σπίτι. Περνώντας μπροστά από τη μοτοσικλέτα ακούστηκε μια φωνή.

«Τι έπαθε;» με ρώτησε ένας παππούς που καθόταν στο καφενείο. Οδηγούσε ένα παπάκι και η γυναίκα του καθόταν απέναντι, στο παγκάκι κάτω από το μεγάλο πλατάνι.

«Δεν ανοίγει το κιβώτιο» του απάντησα.

Ο παππούς σηκώθηκε δίχως να πει κάτι παραπάνω. Ήρθε δίπλα από την Enfield και πήρε έναν κάβουρα που είχε στο καλαθάκι του παπιού του. Έσκυψε ακουμπώντας στον κάβουρα για μπαστούνι και μετά από μια στροφή, το πώμα είχε ανοίξει. 

Μέχρι αυτή τη μέρα, δεν παραδέχτηκα ποτέ ότι ο λόγος που εγώ είχα αποτύχει, ήταν επειδή έστριβα προς τη λάθος μεριά. Βλέπεις, οι αγγλικές μοτοσικλέτες έχουν και ένα άλλο κουσούρι: ποτέ δε γνωρίζεις αν κάτι ξεβιδώνει αριστερόστροφα ή δεξιόστροφα. Κι εγώ το είχα σπρώξει τόσο πολύ προς τη λάθος μεριά, που ακόμα και στη σωστή να γυρνούσα, αποτύχαινα λόγω της εξάντλησης μου. Το είπα λοιπόν τώρα. Κάποιες μηχανές θέλουν υπομονή.

Μερικές φορές, τα σημάδια είναι όλα εκεί, αρκεί να τα ακούσεις. Η Enfield είναι μεγαλοπρεπέστατη μοτοσικλέτα, αλλά ήθελε το χρόνο της. Δεν ήταν έτοιμη για να κάνει οποιοδήποτε ταξίδι, μετά από έναν διετή λήθαργο. Γι’ αυτό κι εκείνο το βράδυ, την έβαλα μια ακόμα φορά μπρος, κάτω από αμέτρητα λαμπιόνια του πανηγυριού που πλησίαζε. Την κατέβασα στην Παροικιά και την άφησα δίπλα από μία εξίσου παλιά BMW. Έμεινε εκεί για αρκετές ακόμα μέρες, μέχρι εκείνη της επιστροφής πίσω στην Αθήνα. 

Όμως, ακόμα κι εκεί στο λιμάνι, με τα κράνη μας ακουμπισμένα, ήταν τόσο όμορφη, που με έκανε να τα ξεχάσω όλα. Με έκανε να θέλω να την πάρω μαζί μου και στο επόμενο νησί, ακόμα κι έτσι. Άλλωστε, μία καλή μέρα με τη μοτοσικλέτα είναι καλύτερη από δέκα χωρίς. 

[Επόμενη σελίδα: Μελβούρνη.]