Η Σύνθια Μπατσή είναι από τις ηθοποιούς που σε μαγνητίζουν, σε βαθμό που νιώθεις πως δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της. Καταφέρνει να ποτίζει με φρεσκάδα και πηγαίο χιούμορ ακόμα και τις πιο σκοτεινές εκφάνσεις ενός γυναικείου χαρακτήρα, που κατά λάθος φώτισε τα σκοτάδια του. Την πρωτοείδα σε δυο back to back μονολόγους του Στέφανου Παπατρέχα, που συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο, καλύπτοντας τη γυναικεία φύση, από δυο διαφορετικές αλλά όχι τόσο απομακρυσμένες η μια από την άλλη σκοπιές. Την «Φρουσύνη» και την «Πασού». Πριν λίγες μέρες, την παρακολούθησα σε τρεις ρόλους στη παράσταση «Ονόριο: Τα Ανομήματα Ενός Εγκληματία» (ξανά σε συνεργασία με τον Στέφανο Παπατρέχα), στην οποία έδωσε σάρκα και οστά σε τρεις διαφορετικές μεταξύ τους γυναίκες με περισσή ευκολία, σε ένα έργο με αρκετή βία και νοήματα που χρειάζονται το 100% της προσοχής του θεατή. Σε περίπτωση που ακόμα δεν είχες την ευκαιρία, η παράσταση θα παίζεται ως τις 6 Δεκεμβρίου. Κλείσε το εισιτήριό σου εδώ

Μίλησα μαζί της για τις γυναίκες που ενσαρκώνει, για τις φορές που έχει πει σχεδόν αυτάρεσκα στον εαυτό της ότι «ναι, γεννήθηκα για να είμαι ηθοποιός» και για τις άλλες. Εκείνες που καταλήγει πως μάλλον η υποκριτική ήταν ο λάθος δρόμος.

Πώς είσαι αυτή την περίοδο;

Είμαι καλά δεδομένου ότι δεν έχω περάσει ακόμα covid. Και με πετυχαίνετε σε μια περίοδο καλή και επαγγελματικά αλλά με αρκετό τρέξιμο.

Να πω ότι κάπου εδώ ότι προσωπικά σε γνώρισα μέσα από τους μονολόγους σου Πασού και Φροσύνη την περασμένη σεζόν. Τι έχεις κρατήσει από αυτές τις δυο γυναίκες και τη σύνδεσή σου μαζί τους;

Κατ’ αρχάς οι δυο αυτοί μονόλογοι είναι ό,τι πιο αγχωτικό, απαιτητικό, δημιουργικό και υπέροχο έχω κάνει ως τώρα στο θέατρο. Το έχω πει πολλές φορές πως από τη σχολή ακόμη διατυμπάνιζα ότι δεν ήθελα να παίξω ποτέ μονόλογο. Η ζωή τα έφερε έτσι που έπαιξα όχι σε έναν αλλά σε δυο μονολόγους και μάλιστα backtobackσαν να επρόκειτο για μια παράσταση και δεν το μετανιώνω ούτε λίγο. Είναι περίεργο αλλά αυτές οι δυο γυναίκες είναι πολύ διαφορετικές, αλλά την ίδια στιγμή έχουν και οι δυο κομμάτια από εμένα ή εγώ έχω κομμάτια και από τις δυο τους. Κρατάω οπωσδήποτε την υπέροχη συνεργασία με τα αγόρια μου, τον Λάζαρο Βαρτάνη και τον Στέφανο Παπατρέχα, που αποτελούν για μένα δώρο, την αναμέτρηση με κάτι τόσο απαιτητικό όπως δυο μονόλογοι, την τόσο ένθερμη αποδοχή του κοινού αλλά και το ότι βρέθηκα μετά από ψηφοφορία του αθηναϊκού κοινού στην δεκάδα των υποψήφιων καλύτερων ερμηνειών στα βραβεία all4funανάμεσα σε σπουδαίες ηθοποιούς. Θέλω να πιστεύω πως δεν έχει τελειώσει το ταξίδι αυτών των παραστάσεων.

Φέτος, συνεργάζεσαι ξανά με τον Στέφανο Παπατρέχα, στον Ονόριο. Τι σε κέρδισε σε αυτή την παράσταση;

Για αρχή το κείμενο. Μου φαίνεται απίστευτο πως ένα τέτοιο έργο έχει γραφτεί από έναν νέο άνθρωπο και μάλιστα σήμερα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ήταν υποψήφιο για Δραματουργία Ελληνικού Έργου στα Βραβεία «Κάρολος Κουν» και πως πήρε το 2ο Βραβείο Κοινού All4fun στην κατηγορία Νεοελληνικό Έργο. Αυτό όμως που με κέρδισε ήταν το ενδεχόμενο άλλης μιας συνεργασίας με το σκηνοθετικό δίδυμο του Λάζαρου και του Στέφανου. Το έχω πει πολλές φορές πως ο τρόπος που συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον και σκηνοθετούν είναι κάτι που εύχομαι να συναντήσουν όλοι οι ηθοποιοί στο δρόμο τους. Έχουμε αποκτήσει κώδικες μεταξύ μας και δουλεύοντας μαζί τους θυμάται κανείς πάλι για ποιο λόγο κάνει αυτή τη δουλειά. Δε θα μπορούσα να πω όχι.

Πέρα όμως από τον Ονόριο, φέτος συνεργαζόμαστε με τον Στέφανο και στο θεατρικό του έργο για παιδιά προσχολικής ηλικίας «Ηλίας, ο πρώτος γάτος χορευτής της γατοϊστορίας», το οποίο και συνσκηνοθετεί με την Νάντια Δαλκυριάδου στο θέατρο Άβατον. Είναι ένα ακόμη φανταστικό έργο του Στέφανου και μια πανέμορφη παράσταση γεμάτη μουσικές, χρώματα και χορό. Μέχρι στιγμής το έργο πάει πάρα πολύ καλά με απανωτά soldout και χαίρομαι πολύ που η δουλειά μας δικαιώνεται από μικρούς και μεγάλους θεατές.

Οι ρόλοι σου στην παράσταση δίνουν μια κωμική νότα σε μια παράσταση που πραγματεύεται δύσκολα θέματα. Μίλησέ μας λίγη για εκείνες.

Στον «Ονόριο» κάνω τρεις ρόλους: την Αδελφή Λουκία, την Βαρόνη Αγαθή και την Θίσβη. Οι δυο πρώτες δίνουν όντως μια κωμική νότα στο έργο και συγγραφικά, σκηνοθετικά και υποκριτικά έχει ενισχυθεί αυτό, ακριβώς διότι τα θέματα που πραγματεύεται η παράσταση είναι δύσκολα και επομένως υπάρχει ανάγκη για κωμικές στιγμές.

Η Αδελφή Λουκία είναι μια γυναίκα με ενέργεια και περιέργεια, έξυπνη, εφευρετική και ζωηρή. Ζώντας σε ένα μοναστήρι που διέπεται από πολύ αυστηρούς κανόνες και περιορισμούς, έχει βρει τρόπους να κάνει τη ζωή της, αλλά και τις ζωές των άλλων μοναχών, λίγο πιο ευχάριστες και φωτεινές. Άλλωστε και το όνομά της αυτό δηλώνει (lux = φως).

Η Βαρόνη Αγαθή από την άλλη είναι μια γυναίκα μόνη που αισθάνεται μεγάλη χαρά όταν η εξαδέλφη της με τον σύζυγό της έρχεται να μείνει μαζί της. Είναι μια γυναίκα δυνατή, καλοζωισμένη και αισιόδοξη, η οποία προσπαθεί να δει τα πάντα από την καλή πλευρά τους, βάζοντας στην άκρη τις δυσκολίες και τα προβλήματα. Πιστεύω πως μια τέτοια προσωπικότητα αν ζούσε στο σήμερα θα ήταν μια ανεξάρτητη δυναμική και απελευθερωμένη γυναίκα. Στην εποχή όμως που διαδραματίζεται το έργο, η τάξη και οι κανόνες της κοινωνίας τής επιβάλλουν μια άλλη ζωή.

Η Θίσβη από την άλλη είναι μια τσιγγάνα που μαζί με την παρέα της ζει στο περιθώριο, ελεύθερη, χωρίς κανέναν κανόνα. Εξαπατώντας ανυποψίαστους διαβάτες και λοιδορώντας τους νόμους και τους κανόνες, κάνει μια ζωή χωρίς όρια και περιορισμούς. Εκτός όμως από τη δύναμη και τη σκληράδα που έχει μέσα σε μια τέτοια ζωή, είναι και αρκετά συναισθηματική και συμπονετική, πράγμα που παίζει ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας.

Θεωρείς πως οι σκηνές βιασμού στην παράσταση θα έπρεπε να συνοδεύονται από ένα TW; Σε ζόρισαν προσωπικά σαν γυναίκα; Άσχετα με το αν η κάθε μια από εμάς έχει μια τέτοια εμπειρία, το τραύμα είναι αν μη τι άλλο συλλογικό.

Η αλήθεια είναι πως δεν με είχε απασχολήσει μέχρι στιγμής κάτι τέτοιο όπως ένα TW για τις σκηνές βιασμού. Αφενός λέμε πως η παράσταση είναι ακατάλληλη για ανηλίκους λόγω των σκηνών που έχουν γυμνό και των σκηνών βίας, οπότε δε θεωρώ πως υπάρχει ανάγκη για κάποια παραπάνω διευκρίνιση, αφετέρου έχουν έρθει ως θεατές έφηβοι (ανάμεσά τους και κορίτσια) με τη συνοδεία των γονέων τους και μετά που μας μίλησαν για συγχαρητήρια δεν είχαν καμία δυσκολία ως προς τις σκηνές αυτές, αλλά ούτε κάποιος από τους ενήλικες θεατές μας ως τώρα. Εξάλλου στην παράσταση οι σκηνές αυτές είναι δοσμένες έτσι που να μην είναι καθαρό αν πρόκειται για εφιάλτη ή πραγματικό βιασμό της ηρωίδας. Νομίζω όμως πως ακόμη και σε έργα που υπάρχουν σκηνές βιασμού και μάλιστα πολύ πιο ρεαλιστικά και σκληρά δοσμένες, δεν μπαίνει ποτέ κάποια διευκρίνιση πέραν του ότι η ταινία ή η παράσταση είναι ακατάλληλη για ανηλίκους ή έστω για άτομα κάτω των 15 ετών.

Από εκεί και πέρα, σίγουρα είναι πολύ δύσκολες σκηνές που πρέπει να αντιμετωπιστούν με πολλή προσοχή και φροντίδα, όπως θεωρώ πως έγινε στον «Ονόριο». Σήμερα, που ακούμε όλο και πιο συχνά καταγγελίες για έμφυλη βία και γυναικοκτονίες, είμαστε όλοι πολύ πιο ευαισθητοποιημένοι πάνω σε τέτοια θέματα. Δε ζορίστηκα ως γυναίκα, γιατί καταλαβαίνω πλήρως πώς ο Στέφανος συγγραφικά το έχει εντάξει στην πλοκή, αλλά και είδα με ποιον τρόπο μαζί με τον Λάζαρο το διαχειρίστηκαν δραματουργικά και σκηνοθετικά. Στο θέατρο συχνά καλείσαι να παίξεις έργα και σκηνές που έχουν τέτοιου είδους βία και πάντα ο τρόπος που αυτές αποδίδονται κάνουν τη διαφορά.

Έχεις μεγαλώσει στον Βόλο. Πώς ήταν η μετάβαση στην Αθήνα; Σκέφτεσαι ποτέ πως θα ήθελες να επιστρέψεις εκεί; Νομίζω η αποκέντρωση αρχίζει να γίνεται στόχος όλων μας σιγά σιγά.

Έζησα στον Βόλο μέχρι τα 17 μου. Μετά ήμουν για αρκετά χρόνια στην Θεσσαλονίκη λόγω σπουδών, (πρώτα στην Φιλοσοφική και μετά στο Κρατικό θέατρο) αλλά και δουλειάς και στην Αθήνα βρίσκομαι από το 2009. Ο Βόλος είναι πάντα η αγαπημένη μου πόλη και τον επισκέπτομαι συχνά. Κάποιες φόρες μάλιστα έχω συνεργαστεί και με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου σε πολύ ωραίες παραστάσεις αλλά και με το LabArtTheater στο οποίο ως καλλιτεχνική διευθύντρια φέρνω παραστάσεις από την Αθήνα στον Βόλο. Η ποιότητα ζωής εκεί είναι ασύγκριτα καλύτερη από αυτή της Αθήνας και ναι υπάρχει στο μυαλό μου το ενδεχόμενο της επιστροφής εκεί μελλοντικά. Προς το παρόν όμως δεν είμαι «χορτασμένη» επαγγελματικά και αυτό με κρατάει εδώ. Στην Αθήνα υπάρχουν πολύ περισσότερες ευκαιρίες για έναν ηθοποιό.

Μπορείς να ανακαλέσεις μια στιγμή που να σκέφτηκες «ναι, για αυτό έχω γεννηθεί. Για να είμαι ηθοποιός.»

Με κίνδυνο να φανώ ματαιόδοξη θα πω ναι. Κάθε φορά που κατασκευάζω έναν ρόλο,που ανακαλύπτω κάτι για τον χαρακτήρα που υποδύομαι, που νιώθω ότι τα κομμάτια του παζλ ενώνονται και βάζω το λιθαράκι μου ώστε το κείμενο να παύει να είναισκέτο κείμενο και αποκτάει ζωή.

Και μια που να σε έκανε να αμφιβάλεις εντελώς για την επιλογή σου;

Όποτε τελειώνει μια δουλειά και δεν ξέρω ποια ακριβώς θα είναι η επόμενη. Κάθε φορά που τα λεφτά τελειώνουν και ξέρω ότι οι λογαριασμοί τρέχουν.

Αν έπαιζες κάποιον άλλο ρόλο στον Ονόριο, ποιος θα ήταν αυτός;

Μου αρέσει τόσο πολύ αυτό το έργο που μπορώ να με φανταστώ να καταπιάνομαι με όλους τους γυναικείους ρόλους αλλά και με τον μεσιέΑπλοντιζέ. Θα έπρεπε όμως να έχει συμβεί εξαρχής τώρα αγαπάω πολύ τις ηρωίδες μου, δύσκολα θα τις αποχωριζόμουν.

Τι σχεδιάζεις για το μέλλον; Ας μην πάμε μακριά. Για το 2023.

Υπάρχει μια συζήτηση για συνεργασία με το Σύγχρονο θέατρο αλλά δεν είναι κάτι ανακοινώσιμο ακόμα