Έτσι έχει η ιστορία…

Μόλις που έχω τελειώσει το τρέξιμο στο δημοτικό γήπεδο της γειτονιάς μου. Κάθομαι δίπλα στο κόρνερ για να κάνω αποθεραπεία. Ώσπου ακούω (πάνω-κάτω) την εξής στιχομυθία: «Μωρή καριόλα θα σε γαμήσω», «Τι κάνεις ρε μαλάκα! Δεν ντρέπεσαι;», με έναν γδούπο στο ενδιάμεσο που παραπέμπει σε χτύπημα. Από το σημείο που βρίσκομαι, δεν έχω οπτική επαφή με το εξωτερικό του γηπέδου, με το σημείο δηλαδή που λαμβάνει χώρα ο τσακωμός. Καντήλι στο καντήλι, χτύπημα στο χτύπημα, έχω κοκαλώσει σωματικά και ψυχικά. Δεν ξέρω πώς να αντιδράσω. Δεν ξέρω αν θα πρέπει να αντιδράσω καν. Θολωμένος για το εάν μπορώ να επέμβω σε κάτι που δεν μου είναι (οπτικά) ξεκάθαρο, αδυνατώ να αντιληφθώ αν πρόκειται για έναν έντονο μεν, συνηθισμένο δε καυγά ζευγαριού ή για μία ενδεχόμενη περίπτωση βιαιοπραγίας με θύμα μια γυναίκα.

Στη θολούρα μου αυτή αποφασίζω και βγαίνω έξω, στο πάρκινγκ του γηπέδου, προκειμένου να αποκτήσω εικόνα. Ακούω φωνές πίσω από ένα παρκαρισμένο βανάκι που εξελίσσεται το σκηνικό. Με το που πλησιάζω στα 20 περίπου μέτρα, το ζευγάρι (γύρω στα 27 με 30) αρχίζει να περπατά κατά μήκος του δρόμου. Τους παίρνω από πίσω, ο νταής με έχει αντιληφθεί και παίρνει αγκαζέ την κοπέλα σε φάση «μην κάνεις σκηνή τώρα, σε γάμησα».

Τους έχω φτάσει σε απόσταση 3-4 μέτρων. Η κοπέλα, λες και παίρνει θάρρος από την παρουσία μου, τον σπρώχνει μακριά της. Ο νταής, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τα πίσω, κάτι της ψιθυρίζει και την αφήνει. Συνεχίζει ευθεία, η κοπέλα στρίβει στο στενό. Ακολουθώ τον τύπο καμιά 50αριά μέτρα, ώσπου στρίβω κι εγώ και ψάχνω να βρω την κοπέλα, να την ρωτήσω αν είναι όλα ok. Δεν τη βρήκα.

Σε όλο το διάστημα που τους ακολουθούσα, τα μηνίγγια μου πονούσαν, καθώς δεν μπορούσα να αποφασίσω αν θα πρέπει να μιλήσω ή όχι. Αν θα πρέπει να ρίξω κι εγώ τα καντήλια μου σε έναν άντρα που επιτέθηκε λεκτικά και σωματικά σε μια γυναίκα (αν και όχι μπροστά στα μάτια μου, αλλά αναμφιβόλως μπροστά στα… αυτιά μου). Αν θα πρέπει, στην τελική, να παίξω και σφαλιάρες με κάποιον που δεν νιώθει τα βασικά και τα αυτονόητα…

Δεν έκανα τίποτε από τα δύο. Επέλεξα απλά να τους πάρω από πίσω και να επέμβω «αν κι εφόσον»… Με σιχάθηκα. Γιατί έγινα κι εγώ κρίκος στην αλυσίδα της ντροπής. Στην αλυσίδα όπου η θρασυδειλία του θύτη, «κουμπώνει» πάνω στην ανοχή του θύματος και διαιωνίζεται χάρη στην αδιαφορία-σιωπή όλων εκείνων που ξέρουν αλλά δεν μιλάνε. Σαν τη σιωπή τη δική μου χθες το απόγευμα, μια σιωπή αδικαιολόγητη που με στοίχειωσε χθες βράδυ και –καλά θα κάνει που-  θα με στοιχειώνει για πολλά ακόμη βράδια της ζωής μου.

.Επειδή, λοιπόν, χθες το απόγευμα γκρεμίστηκε το τείχος των αξιών μου και της αξιοπρέπειάς μου…

.Επειδή όπλισα» το χέρι του νταή για τις επερχόμενες σφαλιάρες, εκείνες που θα μπορεί να μοιράζει πλέον απλόχερα χωρίς την παρουσία της αδιάκριτης σκιάς από πίσω του…

.Επειδή άφησα εκτεθειμένη στην εξαλλοσύνη των νταήδων, την ανιψιά μου που μόλις γεννήθηκε…

.Επειδή ντρόπιασα τη μάνα, την αδερφή, τη φίλη, τη σύντροφο, τη γειτόνισσα, τη γυναίκα που δεν γνώρισα ακόμη…

Για όλα τα παραπάνω, μοιράζομαι την προσωπική αυτή αφήγηση με την (ευχή μάλλον, παρά) πεποίθηση ότι θα βρει μια “φωλιά” στο υποσυνείδητο του αναγνώστη. Για τον φίλο που θα βρεθεί μελλοντικά μπροστά σε μια παρόμοια κατάσταση και δεν θα επιλέξει την παθητική στάση. Και για τη φίλη (κυρίως για αυτήν) που δεν θα ανεχτεί στο εξής καμία έκπτωση στο αυτονόητο δικαίωμα μιας όμορφης και υγιούς σχέσης.