Μεσημέρι. Μπαίνεις στο σπίτι. Κάτι στραβό υπάρχει στην ατμόσφαιρα. Ο αέρας έχει μια μυρωδιά από λάθος. Όχι λάθος. ΛΑΘΟΣ. Η μυρωδιά της απόγνωσης έρχεται απ’ την κουζίνα. Η μάνα σου ή η γιαγιά σου ή ο πατέρας σου ή η αδερφή σου ή η κοπέλα σου -ίσως και όλοι αυτοί μαζί- στέκονται πάνω απ’ το σώμα του εγκλήματος. Στο χέρι τους μια κουτάλα. Επάνω της, μια αηδία. Κάνεις το λάθος να ρωτήσεις:

“Τι μυρίζει;”

“Φαγητό”.

“Τι φαγητό;”

“Το αγαπημένο σου”. Κι ύστερα, σχεδόν αμέσως, η επόμενη φράση. Πάντα η ίδια, πάντα για να καλύψει το ψέμα τους. “Πρέπει να φάμε και κανένα λαχανικό, εντάξει;”

“Τι φαγητό;” ξαναρωτάς, σίγουρος πια για την απάντηση.

“… … Μπάμιες”.

Κάθε φορά ξέρεις. Κάθε φορά ελπίζεις. Κάθε φορά η αλήθεια σε χτυπάει κατάστηθα. Προσπαθείς να ρωτήσεις ψύχραιμα. Πάντα η ίδια απορία. Πάντα η ίδια απόγνωση…

“Ποιος τρώει μπάμιες, ρε διάολε;”

Και κυρίως, γιατί; Σκέψου το λίγο. Ένα φαγητό μπορεί να ‘ναι σάπιο με πολλούς τρόπους. Μπορεί, ας πούμε, να ‘χει σπόρια. Ή, ξέρω ‘γω, τρίχες. Ή σάλια. Ε, οι ρουφιάνες οι μπάμιες τα ‘χουν και τα τρία! Και τρίχες, και σάλια, και σπόρια, τζακ – ποτ, 3-0, όβερ, πάρε τα λεφτά και τράβα να φας τίποτα που να τρώγεται. Κάτι που να αξίζει τα 3000 χρόνια πολιτισμού που έχει αναπτύξει η ανθρώπινη κουζίνα. Θες λαχανικό; Φάε λαχανικό. Αλλά φάε ένα λαχανικό που δεν ντρέπεται να κυκλοφορήσει στη Φρουτοπία. Ένα λαχανικό που να ‘χει βγει στη ζωή του ένα δυο δροσερά ραντεβού. Ένα λαχανικό που δεν θυμίζει Σεφερλή κάθε φορά που το κοιτάς.

 

Έπειτα, είναι και το άλλο. Όλα τα λαχανικά έχουν τα κουμπιά τους. Στο σπανάκι βάζεις ρύζι, κάτι γίνεται. Τις φακές τις κάνεις σαλάτα, στρώνουν. Μέχρι και στον αρακά πετάς κοτόπουλο και μια χαρά τρώγεται. Στις μπάμιες διάολε βάζεις κοτόπουλο και χαλάει το κοτόπουλο!  Μέχρι και τη χρυσή αλλαγή, τον Όλε Γκούνα Σόλτσκιερ των φαγητών, τη φέτα να ρίξεις στο παιχνίδι, πάλι τζίφος η δουλειά. Τσεκάρει η φέτα τις μπάμιες, της γυρνάν τα μάτια ανάποδα: “Όπα, αδερφέ! Έχω κι ένα όνομα στην πιάτσα. Με τέτοια μάπα δεν κάθομαι στο ίδιο πιάτο. Δηλαδή, έλεος κάπου”. Κι εσύ την αναγκάζεις, κι εκείνη κλείνει τη μύτη και βουτάει μέσα στη σάλτσα της φρίκης, κι αυτό θα ‘πρεπε να ‘ναι ποινικά κολάσιμο σ’ ένα δίκαιο, νόστιμο κόσμο. Να χαλάμε δηλαδή τη φέτα, για να (μην) κάνουμε καλό το σίχαμα. Κρίμα δεν είναι;

Και λεξιλογικά να το δεις… 

… το πράγμα βρομάει. Πραγματικά, έχεις ακούσει ποτέ να χρησιμοποιούν τη μπάμια σαν παράδειγμα για κάτι καλό; Θες να πεις ότι ένα οικόπεδο μετράει; Λες φιλέτο. Θες να πεις ότι ένα κορίτσι είναι γλυκό; Λες λουκούμι. Και ντάξει, υπάρχουν και μικρομεσαία φαγητά που απλώς δεν τ’ αναφέρει κανείς ποτέ. Θέλω να πω, δεν λες: “πω πω τι αμαξάρα, σπανακόρυζο!”. Αλλά ούτε και για κακό το λες το σπανακόρυζο. Άμα σου πω όμως “ο Γιαννάκης… μπάμιας!”, τι καταλαβαίνεις; Μάπα το παλικάρι. Ε, γίνεται ρε μάστορα να ‘ναι μάπα το παλικάρι και να ‘ναι ντάξει το φαΐ; Δεν γίνεται, πώς να το κάνουμε!


Στο τέλος τέλος, φίλε μου, ξέρω την αλήθεια και ξέρεις ότι την ξέρω. Μόνο για ένα λόγο αξίζει να φας μια μπάμια. Για να μην έχει ψυχολογικά ανάμεσα στ’ άλλα ζαρζαβάτια. Είσαι λοιπόν ευαίσθητος. Μπράβο σου! Εγώ απ’ την άλλη, έχω μετατραυματικό σοκ και ΔΕΝ ΛΥΠΑΜΑΙ ΤΗ ΜΠΑΜΙΑ. Ούτε λίγο. H μπάμια δεν είναι θύμα. Η μπάμια είναι νταής που τραμπουκίζει τη γεύση των ανθρώπων. Όμως είσαι ανώμαλος τη γουστάρεις και το σέβομαι. Οπότε, κοίτα να δεις τι θα γίνει. Δεν θα προχωρήσω το σχέδιο που είχα στα σκαριά (να καταστρέψω κάθε φυτεία μπάμιας αυτού του κόσμου και να εξαφανίσω αυτό το όνειδος από προσώπου γης), αν μου υποσχεθείς να το κρατήσεις στην κουζίνα σου και μόνο για ίδια χρήση. ΜΟΝΟ. Ντάξει; Άντε γιατί εκεί έξω υπάρχει κόσμος που υποφέρει. Εξαιτίας σου! Κακόγουστε. Ντροπή της γαστρονομίας. Ερασιτέχνη Ευτύχη Μπλέτσα! (Ξέρω, βαρύ. Αλλά σου άξιζε!).