Ευγενικός, προσγειωμένος, ρομαντικός. Αν μου έλεγε κάποιος να χαρακτηρίσω με τρεις λέξεις τον Ιάσονα Χρόνη, αυτές θα ήταν. Αν έπρεπε να προσθέσω ακόμη μία, τότε σίγουρα αυτή θα ήταν ‘ταλαντούχος’. Είναι από τα πρόσωπα που μπορούν να αφήσουν το δικό τους αποτύπωμα στην έντεχνη μουσική σκηνή, όχι μόνο γιατί έχει χάρισμα στη φωνή του, αλλά γιατί οι στίχοι του «έχουν» συναισθήματα και εσωτερική σύνδεση. Άλλωστε, όπως είπε και ο ίδιος, θέλει με αυτούς τους στίχους να αισθανθούν, όσοι ακούσουν τα κομμάτια του, αυτά που αισθάνεται κι εκείνος.

Ο Ιάσονας Χρόνης συστήθηκε στο κοινό το 2021, όταν κυκλοφόρησε το τραγούδι «Τι Να Πω». Δεν γνώριζα την ύπαρξή του μέχρι να τον δω στο θεατρικό σανίδι, στην παράσταση «Σεβάς Χανούμ», στο Θέατρο Σημείο, με την Κωνσταντίνα Μιχαήλ. Μία από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις της φετινής σεζόν. Με το που ανέβηκε στην σκηνή, μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Με μια φωνή καθαρή, που αναπόφευκτα σταματάς να σκέφτεσαι οτιδήποτε εκείνη τη στιγμή και προσηλώνεσαι με μαγικό τρόπο πάνω του, παίζοντας ηλεκτρική κιθάρα και ερμηνεύοντας ρεμπέτικα τραγούδια -που για εκείνον είναι τα ελληνικά μπλουζ όπως εξήγησε-, σε κάνει να θέλεις να μάθεις όσα περισσότερα «γίνεται» για εκείνον. Και ευτυχώς είχα αυτή την ευκαιρία.

Σε τι φάση σε πετυχαίνω;

Σε μια πολύ ωραία και δημιουργική φάση. Για την ακρίβεια, με βρίσκει σε μια παραγωγική συνθήκη. Όταν δεν είμαι στη σκηνή, είμαι στο στούντιο γιατί γράφω τα επόμενα κομμάτια, τα οποία σύντομα θα κυκλοφορήσω. Οπότε νιώθω πολύ όμορφα γιατί έρχονται πολλά ωραία πράγματα. Σε αυτό βοήθησε πολύ η παράσταση «Σεβάς Χανούμ», επειδή παρουσιάστηκα στον κόσμο με έναν όμορφο τρόπο.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το 2021 κυκλοφόρησες το κομμάτι «Τι Να Πω». Ποια ήταν η πηγή έμπνευσής σου;

Γι’αυτό το κομμάτι εμπνεύστηκα -όπως τα περισσότερα κομμάτια που έχω γράψει- από μια συνθήκη αγάπης και έρωτα. Ήταν αυτό το ‘κάτι’. Ήρθε σε μια στιγμή απόλυτης καθαρότητας. Εγώ ξεκίνησα έτσι κι αλλιώς γράφοντας στίχους, και αργότερα καταπιάστηκα με την κιθάρα, οπότε ο στίχος αυτός είναι ό,τι πιο μη επεξεργασμένο έχω φτιάξει ποτέ μου. Ένα συναίσθημα που βγήκε από μέσα μου, αναίμακτα. Ήταν ένα ‘ξέσπασμα’ που δεν το φίλτραρα καθόλου. Και θεωρώ πως έτσι πρέπει να γράφεις στίχους και μουσική. Για εμένα ο στίχος είναι ό,τι πιο σημαντικό έχω. Αν κάτι για το οποίο νιώθω, δηλαδή, ότι έχει ένα αποτύπωμα δικό μου, είναι το πόσο βάζω τα εσώψυχά μου σε αυτά που γράφω. Η γλώσσα μας θεωρώ ότι είναι το μεγαλύτερο μας εργαλείο. Μπορείς να καταφέρεις τα πάντα. Είναι ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεσαι, τα συναισθήματα τα οποία νιώθεις τα μεταφράζεις με τη γλώσσα. Όσο καλύτερα μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη γλώσσα, τόσο πιο εύκολα μπορείς να βάλεις τον άλλο να αισθανθεί˙ αυτό που εσύ αισθάνεσαι. 

Στο «Τι Να Πω» έβαλες λοιπόν ένα ερωτικό συναίσθημα. Αυτόν τον καιρό ποια άλλα συναισθήματα σου βγαίνουν πολύ έντονα;

Απόγνωση. Είναι το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό. Σαν να βλέπουμε τον κόσμο γύρω να καταστρέφεται σιγά-σιγά. Είναι τόσο περίεργο. Και υποτίθεται ότι ζούμε σε μια περίοδο που ο κόσμος είναι στα πιο ειρηνικά του, σε σχέση με τα παρελθοντικά χρόνια τουλάχιστον. Αυτή τη στιγμή βλέπουμε όλα αυτά που συμβαίνουν, έχουμε τη δυνατότητα από τα μίντια να δούμε στιγμιότυπα και καταστάσεις, είναι τραγικά όλα. Είμαι πάντως και αρκετά αισιόδοξος. Αυτό είναι και το μότο της περιόδου αυτής. Η ζωή ξέρει άλλωστε.

Είχες από μικρός έρωτα με την μουσική και τους στίχους;

Ναι, τεράστιο έρωτα. Για να καταλάβεις, κάθε πρωί πηγαίναμε σχολείο με τη μητέρα μου και τον αδερφό μου, και ακούγαμε διάφορα έντεχνα τραγούδια. Μαχαιρίτσα, Κότσιρα, Σαββόπουλο. Έτσι από μικρός έμαθα τα λόγια απέξω, γιατί τα άκουγα ξανά και ξανά. Αργότερα, όταν πήγα Γυμνάσιο φαντάσου, έπαιζα ένα παιχνίδι με τη μητέρα μου: Έβαζε έναν σταθμό στο ραδιόφωνο και έπρεπε εγώ να πω ποιο τραγούδι έπαιζε εκείνη τη στιγμή στα πρώτα δύο δευτερόλεπτα. Είχα έφεση στη μουσική και πάντα τα ξεχώριζα. Γενικά είχα μια σχέση αγάπης με τη μουσική, μικρός είχα ξεκινήσει και πιάνο.

Βέβαια, το όνειρό μου μικρός ήταν να γίνω αθλητής. Έπαιζα ποδόσφαιρο. Ήμουν σε ομάδα, σε θέση επιθετικού. Ήμουν στον Δούκα κάποια χρόνια, αργότερα πήρα μεταγραφή στον Τριφυλλιακό και μετά στους επίλεκτους της Άρσεναλ εδώ στην Ελλάδα. Λόγω θεμάτων υγείας όμως, σταμάτησα. Έτσι, η ζωή με τράβηξε προς άλλη κατεύθυνση, γιατί είναι κι αυτό που είπα ‘η ζωή ξέρει’ και χαίρομαι πολύ που με πήρε από αυτό. Γιατί αυτή τη στιγμή είμαι χαρούμενος και ευτυχισμένος με την επαγγελματική μου πορεία ή έστω με την κατεύθυνση που έχει πάρει.

Για μένα, δημιουργική φάση είναι όταν ένας άνθρωπος είναι ερωτευμένος με κάτι ή με κάποιον. Κι εγώ ερωτεύομαι αυτή τη στιγμή το θέατρο και έχω ανακαλύψει ένα καινούριο πάθος στη ζωή μου. 

Το 2023 ήσουν σε μια από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις, τη «Σεβάς Χανούμ». Θυμάσαι το συναίσθημα που είχες στην πρεμιέρα;

Εννοείται το θυμάμαι. Δεν μπορώ να το ξεχάσω. Είχα έναν κόμπο πριν την παράσταση, πολύ άγχος. Ανοίγω και κλείνω την παράσταση, οπότε πρέπει να βγω και να πω το «Φτωχοκάλυβο». Ήταν μια στιγμή που βγήκα γρήγορα από το άγχος και το απήλαυσα. Ήταν συγκλονιστικό το συναίσθημα. Πόσω μάλλον όταν πρέπει να αποδείξεις στον κόσμο που σε βλέπει πως ‘δεν είμαι εδώ τυχαία’ και δεν έχει σημασία πόσο μικρός ή μεγάλος είναι ο ρόλος, σημασία έχει ότι είμαι σε μια σκηνή και κάνω κάτι που είμαι παθιασμένος γι’αυτό. Είναι απίστευτο το συναίσθημα. Όλο το άγχος πνίγηκε στο χειροκρότημα και τις φωνές στο τέλος και στο πόσο όμορφα αγκαλιάστηκε αυτή η παράσταση.

Αποκόμισες πράγματα από την ιστορία της Σεβάς;

Πάρα πολλά. Η Σέβας δεν είναι κάτι μακρινό από εμάς. Αυτή η γυναίκα ερωτεύτηκε, χάθηκε, αλλά παράλληλα είχε χάρισμα. Είχε μια συγκλονιστική φωνή και είχε καταπληκτικά κομμάτια, που στέκονται και σήμερα, όπως όλα τα ρεμπέτικα. Τα περισσότερα τουλάχιστον. Η Σεβάς δεν ξέρω αν είναι παράδειγμα προς αποφυγή, όσον αφορά τις επιλογές της, όσο ένα παράδειγμα να το έχεις στο μυαλό σου και να σκέφτεσαι ότι ‘κοιτά να δεις πόσο εύκολα μπορείς να ζήσεις μέσα σε μεγαλεία και πώς ξαφνικά μπορείς να τα χάσεις όλα’. Δεν μπορείς να ετεροπροσδιοριστείς από το αν έχεις φτάσεις σε ένα μεγαλείο, αν έχεις ζήσει την αποδοχή του κόσμου. Πρέπει να προσδιορίζεις τον εαυτό σου καθημερινά. Η Σεβάς ενώ ήταν ένα ταλέντο και έζησε μεγάλες στιγμές στη ζωή της, κι έναν μεγάλο έρωτα, κατέληξε άπορη και μόνη.

Έφυγε μόνη, όπως λες, σε μια εποχή που το ρεμπέτικο ήταν στα πάνω του. Είναι αυτό τελικά το παράδοξο του καλλιτέχνη; Να φεύγει ξεχασμένος και μόνος; 

Πολλοί καλλιτέχνες όμως έφυγαν ξεχασμένοι και εν τέλει μετά τον θάνατό τους έγιναν ‘τέρατα’. Από όλες τις απόψεις, όπως ο Κάφκα ή ο Βαν Γκογκ. Άνθρωποι που αποτέλεσαν τελικά πυλώνες στο κάθε είδος, αντίστοιχα. Δεν ξέρω αν είναι το παράδοξο. Εγώ μέσα στη Σεβάς βλέπω μια τιμιότητα, δηλαδή δεν θεωρώ ότι της άξιζε αυτό το τέλος. Θεωρώ ότι της άξιζε να είναι μαζί με τα μεγάλα ονόματα του ρεμπέτικου και να είχε ζήσει περισσότερο την αποδοχή και την αγάπη του κόσμου. Αυτό το έχασε προς το τέλος. 

Νομίζω έτσι κι αλλιώς την Σεβάς την μάθαμε έντονα από την Κωνσταντίνα Μιχαήλ. 

Ισχύει. Αυτό που συνειδητοποίησα είναι πως τα περισσότερα άρθρα για τη Σεβάς Χανούμ, ξεκινάνε πριν 12 χρόνια, μετά την παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου και της Κωνσταντίνας. 

Πραγματικά, η Κωνσταντίνα Μιχαήλ μεταμορφώνεται σε βαθμό που οριακά νομίζεις ότι βλέπεις την Σεβάς, παρ΄όλο που δεν την έχουμε γνωρίσει.

Ναι, αυτό είναι πραγματικά συγκλονιστικό. Την Κωνσταντίνα την γνώριζα από πριν σαν άνθρωπο και η διαφορά είναι τρομερή. Έχει ταυτιστεί πάρα πολύ με την Σέβας. 

Ο κόσμος αγκάλιασε τη Σεβάς Χανούμ. Όποιος βλέπει την παράσταση, μετά περιμένει να μας δώσει τα συγχαρητήριά του και να μας πει πόσα έμαθε. Έχουμε δεχθεί πολύ όμορφα σχόλια, δεν ξέρω πώς να το ανταποδώσω. 

Θα ήθελες, λοιπόν κάποια στιγμή στο μέλλον να είσαι ακόμα περισσότερο ενεργός στο θέατρο;

Πάρα πολύ, ναι. Νομίζω ένας καλλιτέχνης πρέπει να μπορεί να κάνει τα πάντα. Αν όχι να μπορεί, να θέλει. Δεν θα μπορούσα να έχω ‘καλύτερη πρώτη φορά’ στο θέατρο η αλήθεια είναι. Με σκηνοθέτη τον Κωνσταντίνο Ρήγο, για τον οποίο έχω τεράστιο σεβασμό προς εκείνον και το έργο του, και παίζοντας δίπλα στην Κωνσταντίνα Μιχαήλ, την οποία γνώριζα αλλά ανακάλυψα ξανά σαν Σεβάς Χανούμ στην σκηνή και έμεινα έκπληκτος. Είναι φανταστικό το πώς μεταμορφώνεται ένας άνθρωπος και σε κάνει να πεις ‘κοιτά που μπορεί να φτάσει’. 

Υπήρξε κάτι που να σε άγγιξε πάνω στην σκηνή στην ιστορίας της Σεβάς Χανούμ;

Ναι. Είναι εκεί που η Σεβάς έχει ανέβει στο χωριό, που την έχει πάει ο Στέλιος Καζαντζίδης και ήρθε η Γεσθημανή (μητέρα του Καζαντζίδη). Εκείνος άφαντος, ενώ την πήγε εκεί για να παντρευτούν. Η Σεβάς τον βρίσκει, του λέει ‘βαλε το πουκάμισο σου και σήκω’, πηγαίνουν κάπου να κάτσουν και τον ρωτάει ‘γιατί με έφερες εδώ, γιατί μου το έκανες αυτό’. Αυτό, όταν το πρωτοείδα στην πρόβα, με έπιασε η καρδιά μου. Γιατί μπαίνεις στη θέση της και λες ‘αυτή η γυναίκα είχε άλλα όνειρα, είχε βρει τον άντρα της’ και τα έχασε όλα. Νιώθεις την απόγνωσή της. Μια πολύ γήινη στιγμή αυτή της Σεβάς, της Σεβαστής Παπαδοπούλου. 

Αγαπώ την ιστορία του ρεμπέτικου γιατί είναι το ελληνικό μπλουζ κι εμένα μ’αρέσουν πάρα πολύ (τα μπλουζ). Η Σεβάς Χάνουμ μού έδωσε τη δυνατότητα να εντρυφήσω στο ρεμπέτικο. Ήταν μεγάλο μάθημα.

Άμα σου έλεγαν ‘τραγούδι ή θέατρο’, τι θα διάλεγες;

Τραγούδι. Δεν τίθεται θέμα σε αυτό, αλλά μακάρι να μπορώ να τα κάνω και τα δύο. Ο στόχος είναι να ολοκληρώνεσαι, να μπορείς να δεις τον εαυτό σου στα πάντα. Αυτό θέλω να καταφέρω κάποια στιγμή. Να μπορέσω να αποδείξω και στον εαυτό μου και στον περισσότερο κόσμο ότι μπορώ να ανταπεξέλθω και θεατρικά, όχι μόνο μουσικά. Και στο λέω αυτό σαν ένα παιδί που δεν έχω ανταπεξέλθει ούτε μουσικά ακόμα, δεν με γνωρίζουν δηλαδή. Ελπίζω ο κόσμος που θα ακούσει τα κομμάτια που θα βγάλω, να μπορέσει να δει το πάθος μου σε αυτό. Δεν με αφορά τόσο πολύ να τα λατρέψουν ή να με ‘δοξάσουν’ ή οτιδήποτε. Με αφορά η συναισθηματική σύνδεση που έχεις με ένα τραγούδι. Άμα μπορέσω να καταφέρω αυτό με ένα δημιούργημα μου, θα είμαι γεμάτος.

Από το 2021, που κυκλοφόρησε το «Τι να Πω» μέχρι και σήμερα, τι έχει μεσολαβήσει στη ζωή σου;

Κάτι που δεν γνωρίζει πολύς κόσμος για εμένα είναι ότι έχασα την ακοή μου στο ένα μου αυτί. Κι αυτό ήταν που μεσολάβησε. Ένα μεγάλο κομμάτι της απουσίας μου από τον χώρο ήταν ότι έπρεπε να συνειδητοποιήσω τι μου συνέβη. Την έχασα από ατυχία, χωρίς να γίνει κάτι. Ήταν αιφνίδια βαρηκοΐα. Ήξερα εκείνο το διάστημα πως για 10 μήνες δεν μπορούσα να ήμουν σε δυνατή μουσική. Δεν μπορούσα να παίξω ή να τραγουδήσω. Οπότε αυτό με χάλασε αρκετά μέσα μου, αλλά για λίγο. Η ζωή συνεχίζεται. 

Σαν νέος στον χώρο της μουσικής, πόσο δύσκολο είναι για έναν καλλιτέχνη να δείξει το ταλέντο του;

Αν το πάρουμε κυνικά, δεν είναι τόσο δύσκολο να φανείς στον κόσμο γιατί υπάρχουν άπειρα μέσα. Διαδικτυακά, ας πούμε. Θέλει τύχη πάντως, όπως σε όλα στη ζωή. Να σε προσέξει ο σωστός άνθρωπος, να κάνεις σωστές επιλογές ή και λάθος ακόμα για να μάθεις. Δεν υπάρχει μια φόρμουλα για το πώς θα καταφέρεις να πετύχεις σε έναν χώρο. Αλλά βρίσκω μια θαλπωρή στο ότι η ζωή σου δίνει πίσω γι’αυτά που παλεύεις. Και πορεύομαι κι εγώ με αυτό. Κι αυτό είναι το πιο ρομαντικό πράγμα, ότι η ζωή θα τα βάλει σε μια σειρά όλα. 

Έχεις κάποιο όνειρο να πραγματοποιήσεις;

Για μένα το μεγαλύτερο όνειρο είναι να μπορέσω να αποδώσω οτιδήποτε υπάρχει μέσα μου με τον πιο αυθόρμητο τρόπο. Είναι εσωτερική και προσωπική δουλειά τα όνειρά μου, δηλαδή έχουν να κάνουν με την εξέλιξη μου σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη. Τα όνειρα μου είναι να πω ‘αξίζω να παίζω εδώ’. Αν καταφέρω να το κάνω αυτό θα είμαι ευχαριστημένος με τον εαυτό μου. 

Η αγαπημένη σου μουσική;

Περνάω φάσεις γενικά. Έχω τρέλα με το ελληνικό έντεχνο. Μου αρέσουν διάφορα είδη μουσικής και ακούω ανάλογα με την συναισθηματική μου κατάσταση. Από πρόσωπα στην Ελλάδα θαυμάζω πολλούς καλλιτέχνες, όπως τον Νίκο Πορτοκάλογλου, τον Πάνο Μουζουράκη, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, την Αρλέτα, την Χαρούλα Αλεξίου. Όλοι έχουν κάτι να σου δώσουν και είμαστε τυχεροί που έχουμε γνήσια μουσική κληρονομιά.

Σαν άνθρωπος που αγαπάς τους στίχους και βγάζεις το συναίσθημα σου σε αυτούς, πως σχολιάζεις τους στίχους της τραπ μουσικής;

Η αλήθεια είναι πως κάπως έχει καταφέρει η ελληνική τραπ να κάνει κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που ήταν στην αρχή. Ήταν, δηλαδή, εντελώς copy paste από Αμερική, με κακομεταφρασμένους στίχους. Νομίζω ότι αυτό κάπως έχει εξελιχθεί (όχι πως μου αρέσει), αλλά κάπως έχουμε φύγει από αυτό. Ο στίχος που εγώ δίνω πολλή βάση, στην τραπ μουσική είναι άσχημος. Δεν ξέρω πόσο συνάδουν με την πραγματικότητα. Θεωρώ ότι η μουσική λέει πολλά για έναν άνθρωπο, ελπίζω να μην φτάσουμε σε ένα σημείο αυτά που λένε στην τραπ, να γίνουν καθημερινότητα. Δεν θα ήθελα τα παιδιά μου, δηλαδή, να μιλάνε στις γυναίκες με αυτόν τον τρόπο.

Έστω ότι σου γίνονται δύο προτάσεις, αλλά πρέπει να διαλέξεις μία από τις δύο: Η πρώτη είναι να έχεις έναν πολύ καλό ρόλο στο θέατρο και η δεύτερη να τραγουδήσεις σε μια μεγάλη συναυλία μαζί με όλους τους καλλιτέχνες που θαυμάζεις. Ποια θα επέλεγες;

Συναυλία. Η μουσική είναι όλη μου η ζωή. Αν έπρεπε να επιλέξω οπωσδήποτε θα διάλεγα αυτό. 

Πώς σου αρέσει να χαλαρώνεις;

Με ταινία, μουσική, παρέα με τον σκύλο μου, την Φλου. Είναι υπέροχο να έχεις ένα πλάσμα να επιστρέφεις στο σπίτι και να σε κοιτάει και να σου δίνει τόση αγάπη. Η φιλοζωία είναι ένα σημαντικό κομμάτι για μένα. Επίσης, μου αρέσει πολύ να διαβάζω. Αυτό τον καιρό διαβάζω το «Ο Μετρ και η Μαργαρίτα» του Mikhail Bulgakov, το οποίο το συστήνω. Φαντάσου, περιμένω την Κωνσταντίνα να πάμε μαζί στο θέατρο κι αν τύχει να την περιμένω, ανοίγω το βιβλίο και διαβάζω έστω και για δύο λεπτά.

Photo credits: Mike Tsitas

ΥΓ: «Σεβάς Χανούμ» στο Θέατρο Σημείο μέχρι και 1η Ιανουαρίου.