Χριστούγεννα. Γιορτές. Για πολλούς το μυαλό πάει σε συγκεντρώσεις, σε καλέσματα που θα κάνουν ή που θα δεχτούν, σε συναντήσεις με ανθρώπους που έχουν καιρό να δουν ή που είναι συχνά μαζί, σε νέες γνωριμίες φίλων ενδεχομένως. Υπάρχει όμως μια πλευρά αθέατων ανθρώπων, ανθρώπων που οι ζευγαρωμένοι, οι «μας έχει καλέσει ένα φιλικό ζευγάρι», που οι under 30 που έχουν 10 παρέες, δεν γυρίζουν το βλέμμα τους να τους δουν.

Όταν η Χαρούλα Αλεξίου τραγουδάει «Γιατί δεν τους αντέχω, ζευγαρωμένους κι εγώ να μην έχω», δεν εκφράζει μόνο την ανάγκη της για συντροφικότητα. Καταγγέλει αυτή την ειμαρμένη της κοινωνικής καθεστηκύιας τάξης που θέλει τους ανθρώπους που είναι ζευγάρια, να οργανώνουν τις εορταστικές τους μαζώξεις τα Χριστούγεννα με τις εκατέρωθεν οικογένειες και με ζευγάρια του φιλικού τους κύκλου.

Κι εκείνοι οι φίλοι που δεν είχαν την τύχη να βρουν το «παντοτινό» τους ταίρι, ξεμένουν. Δεν τους καλεί κανείς πουθενά τα Χριστούγεννα. Βλέπουν τα τρένα να περνούν και σε κανένα δεν υπάρχει θέση γι’ αυτούς. Και ξέρουν πως δεν υπάρχει περιθώριο να προτείνουν οι ίδιοι την παρουσία τους κάπου, γιατί τους βλέπουν σαν φόρτωμα. Πού να έρθει τώρα ο σολίστας/η σολίστρια στο τραπέζι των ζευγαριών τα Χριστούγεννα; Δεν χωράει.

Συμβαίνει μια χρονιά τα Χριστούγεννα δήθεν κατά λάθος, συμβαίνει δεύτερη και ξαφνικά οι μοναχικοί είναι καλές προσθήκες όλο τον υπόλοιπο χρόνο εκτός από τις εορταστικές συγκεντρώσεις τα Χριστούγεννα.

Είναι καλοί για να συμπληρώσουν μια θέση στο τραπέζι στα μπουζούκια για να «μας έρθει πιο φθηνά». Είναι καλοί για να φέρνουν κέφι όταν βαριόμαστε τις σχέσεις μας ή θέλουμε με τα άλλα ζευγάρια να έχουμε κάποιον να τον συζητάμε για να γελάμε και να τον θυμόμαστε την επόμενη μέρα από μια έξοδο λέγοντας «τι έκανες πάλι ρε τρελέ».

Πώς νιώθουν, ούτε που καίγεται καρφάκι στους ερωτευμένους, στους έχοντες, στους κοινωνικούς, στους πληθωρικούς από παρέες. Κι οι μοναχικοί μια χαρά κοινωνικοί είναι, μέχρι που τους κοιτάζετε στα μάτια με οίκτο και μετά με ενόχληση, επειδή η μοναξιά τους θα σας διασαλεύσει την σχέση τα Χριστούγεννα.

Κι αυτός ο τρελός γυρίζει στη μοναξιά του και σκέφτεται, μεταξύ άλλων, «πόσο τυχερός είμαι που είναι ακόμα ζωντανοί οι γονείς μου…όταν πεθάνουν, δεν θα έχω πραγματικά κανέναν…αν δεν είμαι σε μια σχέση να σερνόμαστε κι εμείς στα καλέσματα φιλικών ζευγαριών, θα περάσω τα επόμενα χρόνια μόνος, μέχρι που το γήρας μου θα με έχει κάνει απωθητικό και περίεργο».

Ναι, γίνεσαι ξαφνικά εκείνος ο τόσο εγωιστής και μαλάκας που σκέφτεσαι ότι θες τους γονείς σου ζωντανούς για να μην είσαι μόνος για το υπόλοιπο της ζωής σου, για να μη βλέπεις τις αναρτήσεις στα social και βασανίζεσαι που κάποιοι που λένε ότι είναι φίλοι σου, δεν σε σκέφτηκαν ούτε για μια στιγμή.

Κι αναρωτιέσαι μετά, «άραγε πέρασε από το μυαλό τους η σκέψη να μου πουν και την απέρριψαν ή δεν βρέθηκα ούτε στιγμή στο μυαλό τους;».

Κι αν ποτέ το συζητήσεις, κάποιος θα γυρίσει να σου πει «να μπορείς να ζεις χαρούμενος και μόνος, μην εξαρτάται η ευτυχία σου από τους άλλους». Κι αναρωτιέσαι ξανά «τι μαλακίες θεέ μου ανακαλύψαμε οι άνθρωποι για να ρίχνουμε ψευδαισθήσεις στην ψυχή μας, ώστε να αντέχουμε..;». Γιατί περί αυτού πρόκειται.

Ποιος άνθρωπος εντός μιας κοινωνίας μπορεί να υπάρξει μόνος χαρούμενος επί μακρόν; Θα βάλεις φύλλα και χώμα στις τρύπες σου μια φορά, θα το κάνεις και δεύτερη, ε την τρίτη θα πέσεις μέσα και δε θα βρεθεί κανείς να σου ρίξει μια σκάλα για να ανέβεις ξανά.

Περιπαικτικά σε λένε το «παιδί» τους. Σε υιοθετούν οι φίλοι σου οι ζευγαρωμένοι. Κι εσύ αναλώνεσαι στο αέναο κυνήγι της συντροφιάς γιατί λες «διάολε, εγώ δεν αξίζω να ζήσω; τι έχω κάνει; σκότωνα μωρά σε προηγούμενες ζωές και τώρα τιμωρούμαι;» και σε αυτό το κυνήγι γίνεσαι όλο και πιο απελπισμένος. Μέχρι που η απελπισία σου, επιτείνει την απόρριψή σου από τους κύκλους σου κι είσαι σε έναν φαύλο κύκλο που μόνο ένα θαύμα θα σε βγάλει από κει.

Ώσπου είσαι ένας πλάνητας κι επαίτης. Το φάντασμα των Χριστουγέννων. Δε ζητάς λεφτά. Απλώνεις το χέρι μήπως και κάποτε σου έχουν μια θέση στο γιορτινό τους τραπέζι τα Χριστούγεννα. Ελπίζεις πως φέτος μπορεί και να χωρέσεις. Έρχεται ξανά η ματαίωση.

Το δικό σου «και του χρόνου» σημαίνει ακριβώς αυτό: ανανέωση ελπίδας που βαθιά μέσα σου ξέρεις πως θα ματαιωθεί. Κι αν παρ’ ελπίδα κάποιος, από οίκτο πάλι, σου στείλει να πας στο τραπέζι του, το μέσα σου πεθαίνει να πει «Ναι», κι ας ξέρεις πως δεν είναι ο οίκτος που σου αξίζει. Αλλά απαντάς ευγενικά «Όχι», γιατί τάχα μου έχεις κανονίσει αλλού. Και θάβεις το πόσο πονάς. Αλλά πονάς περήφανα. Μη δει κανείς πόσο πονάς.

Να κάνεις κάθε χρόνο το δικό σου κάλεσμα τα Χριστούγεννα, θα ήταν μια κάποια λύση. Αλλά ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι, αν δεν έτρωγες απανωτά άκυρα, όσοι ερχόντουσαν, θα σε κοιτούσαν περίεργα και θα αιμορραγούσες μέσα σου. Κι εκεί ξανά αναρωτιέσαι «άμα βρω σχέση, θα γίνω κι εγώ τέτοιος; να προσπαθήσω να μη γίνω τέτοιος». Αλλά θα γίνεις τέτοιος.

Κι έρχεται μια μέρα που σε ένα γιορτινό τραπέζι, έχεις θέση μόνο ως αναφορά. «Ρε σεις, τι να κάνει αυτή η ψυχή; Έχω να μιλήσω μήνες μαζί της». Αυτή η ψυχή επέλεξε να εξαφανιστεί για να μη ντρέπεται που είναι μόνη, για να μη νιώθει ότι πρέπει να απολογηθεί που δεν έχει μια σχέση ζωής που να πηγαίνει στον γάμο. Για να μη νιώθει σκατά που σας γίνεται φόρτωμα και δεν γίνεται φόρτωμα στο σόι της νύφης ή στο σόι του γαμπρού. Αυτή η ψυχή δεν ξέρει από Χριστούγεννα. Είναι μόνο το φάντασμα του παρελθόντος στην ιστορία του Εμπενίζερ Σκρουτζ.

Αυτό το κείμενο ίσως και να είναι περιττό. Ίσως να σας χαλάει τα Χριστούγεννα. Θα σας αφήσω να σας τα πει καλύτερα ο Χριστιανόπουλος.

«Ενός Λεπτού Σιγή»

Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπά σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,

κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;