Από τη στιγμή που η σειρά Φιλαράκια απέκτησε αυτή την παγκόσμια δημοφιλία, ο Μάθιου Πέρι είχε αρχίσει να δείχνει τα σημάδια της αδυναμίας να διαχειριστεί όλα αυτά τα φώτα, όλη αυτή την πίεση των παπαράτσι. Στράφηκε πολλές φορές στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, βυθίστηκε στο μέσα του, αλλά με κάποιον τρόπο κατάφερνε να βγαίνει ξανά στην επιφάνεια και να δείχνει σφυγμό.

Μετά την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του, όπου περιέγραφε όλα τα σκοτάδια, όλους τους δαίμονες του που αντιμετώπισε, ο Μάθιου Πέρι φαινόταν να έχει περάσει τα δύσκολα, έμοιαζε να έχει φτάσει στο στάδιο εκείνο της ζωής όπου έχει επέλθει η ηρεμία, η αποδοχή. Έζησε και την τεράστια πτώση από το απόλυτο φως των φλας στο απόλυτο τίποτα, αφού η επαγγελματική του πορεία ως ηθοποιός δεν ήταν ανάλογη.

Ώσπου ένα πρωί Κυριακής, ξυπνάς και μαθαίνεις πως πέθανε. Πέθανε, λένε, από καρδιακή ανακοπή. Δε θα έκανε εντύπωση αν η καρδιακή ανακοπή ήταν προϊόν μιας στενοχώριας, μιας θλίψης ετών που μεγάλωνε κάθε μέρα για 30 χρόνια τώρα και έτρωγε σιγά σιγά κι από ένα κομμάτι της καρδιάς του.

Ο Μάθιου Πέρι και ο Τσάντλερ Μπινγκ ξεκίνησαν από πολύ κοντινά σημεία και τελικά, πολύ γρήγορα, έγιναν ένα και το αυτό. Αν δει κανείς στιγμές από τα γυρίσματα της σειράς, θα δει ένα πειραχτήρι που ήθελε να βάζει ένα χαμόγελο στο στόμα του καθενός.

Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς είχε πει όσο ήταν εν ζωή ότι οι άνθρωποι που είναι κωμικοί, που κάνουν τους άλλους να γελάνε, το κάνουν γιατί έχουν δει πως είναι να πολεμάς με το σκοτάδι και δεν θέλουν να επιτρέψουν σε άλλους να το ζήσουν αυτό. Δε μπορούν να βοηθήσουν εαυτούς, δε μπορούν να ζητήσουν βοήθεια και να εξηγήσουν τι είδους βοήθεια χρειάζονται, αλλά ξέρουν από πρώτο χέρι πώς να βοηθήσουν τους άλλους.

Ο Μάθιου Πέρι ήταν ένας φίλος όλων μας που χάθηκε. Έτσι έγραψαν κάπου στα social media. Πιστεύω πως ο Μάθιου Πέρι ήταν εμείς. Όχι απλώς φίλος μας, αλλά κομμάτι του εαυτού μας.

Ο Μάθιου Πέρι έγινε ο ψυχοθεραπευτής μας χωρίς να το ξέρουμε

Για χρόνια οι άνθρωποι μάθαμε να τρέχουμε μακριά από τον πόνο, την λύπη, να κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά τους, να τα καταχωνιάζουμε σε ντουλαπάκια της ψυχής μας. Μόνο που δεν ήταν ντουλαπάκια. Ήταν και είναι walk in closets, σαν αυτές τις μεγάλες που έχουν στο Χόλιγουντ με τα αστραφτερά παπούτσια και φορέματα. Μόνο που εδώ δεν αστράφτει κάτι.

Ο Τσάντλερ Μπινγκ, ο Μάθιου Πέρι, εγώ, εσύ, αυτός, αυτή, αυτοί, αυτό, όλα τα πλάσματα που φέρουν τη στάμπα του ανθρώπου, ένιωθαν τον πόνο και έψαχναν τη λύτρωση σε φενάκες, όχι στους άλλους ανθρώπους. Δεν είναι παρά τα τελευταία χρόνια που έχουμε κάνει μότο μας το «πήγαινε να δεις έναν ειδικό» και το λέμε περήφανα.

Γενιές ολόκληρες, από τη δική μου που είμαι 32 και πίσω, κουβαλάμε αβάσταχτα τραύματα που για χρόνια απορρίπταμε την ιδέα να μας τα φροντίσει ένας ψυχοθεραπευτής. Οι γονείς μας σε ακόμα χειρότερη κατάσταση, γιατί γι’ αυτούς ο χρόνος είναι πια στην αμείλικτη περίοδό του.

Ο Μάθιου Πέρι μέσα από τον ρόλο του Τσάντλερ στα Φιλαράκια ήταν η βαλβίδα που στρίβαμε για να φύγει λίγη πίεση, λίγος αέρας που μας μπούκωνε τα πνευμόνια.

«Θα καταπιούμε τα συναισθήματά μας και θα είμαστε για πάντα δυστυχισμένοι», έλεγε σε ένα επεισόδιο της 4ης σεζόν μιλώντας στην Κάθι, την κοπέλα του Τζόι Τριμπιάνι που είχε ερωτευτεί.

Αυτό μάθαμε να κάνουμε, να καταπίνουμε τα συναισθήματά μας και να δίνουμε τα ηνία στην αόρατη δυστυχία, στη δυστυχία που κινείται στη σκιά και μας ξεφεύγει. Και δεν την πολεμάμε ποτέ όπως πρέπει.

Πολλοί αναρωτιούνται πώς γίνεται ένας τύπος που γελάει, που κοιτάζει τις οδύνες του με χιούμορ, να βασανίζεται τόσο μέσα του; Να που γίνεται, να που μάθαμε ότι μάλλον αυτό είναι η μεγαλύτερη κραυγή για βοήθεια, παρά η εμφανής θλίψη.

Ο Μάθιου Πέρι παίρνει ένα κομμάτι του δικού μας εαυτού. Κι όταν τα βράδια, μετά τη δουλειά, γυρίζουμε στο σπίτι για να βάλουμε Φιλαράκια στο Netflix, δεν θα είναι πια ίδια η ανακούφισή μας. Θα ακούμε τη φωνή του και θα λέμε «Μάθιου, πρόσεχε το κομμάτι μας που σου δώσαμε εκεί μακριά που θα βρίσκεσαι»!