Αν, όπως πολλοί ισχυρίζονται, η Αριστερά στην Ελλάδα κηδεύτηκε χθες βράδυ μετά την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη ως προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, ενός υποψηφίου που από την πρώτη στιγμή κατάφερε να περιβληθεί με την ιδιότητα του μεσσία, τότε ας αναρωτηθούμε αν το κηδειόχαρτο το κόλλησε σε μια κολόνα έξω από την Κουμουνδούρου η προηγούμενη ηγεσία.

Η στρατηγική της ανάθεσης, την οποία με συνέπεια υπηρέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας από το 2012, όταν μπήκε σε τροχιά εξουσίας, χρειάζεται μεσσίες. Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, γεννιούνται πολύ πιο εύκολα από όσο πιστεύουμε. Για την ακρίβεια, γεννιούνται τόσο εύκολα όσο εμείς (έχουμε ανάγκη να) το πιστεύουμε.

Στην ανάγκη του να αποποιηθεί ευθύνες, να συμπλεύσει με ένα ρεύμα δίχως να ρισκάρει και στη συνέχεια να διατηρεί αλώβητη την αξίωση να σταθεί και να νιώσει ηθικά ανώτερο και να απολαύσει την πτώση του άλλοτε ήρωά του, το κοινωνικό σώμα επενδύει συστηματικά τα χαρακτηριστικά του μεσσία σε ένα πρόσωπο, το οποίο με τη σειρά του επιβεβαιώνει με τις πράξεις του αυτά τα χαρακτηριστικά. Δεν είναι τόσο μονοδιάστατος όσο περιγράφεται ο μηχανισμός, αλλά σε γενικές γραμμές το μοτίβο κάπως έτσι λειτουργεί.

Η πλειοψηφία που τον στήριξε προσδοκά να τον δει στην εξουσία σαν μια φαρσική επούλωση του τραύματος του 2015.

Για να είμαστε όμως και δίκαιοι, ίσως μόνο με αυτή τη στρατηγική θα εμποδιζόταν το σενάριο της «αριστερής παρένθεσης» και θα δημιουργούνταν οι συνθήκες ώστε η ανάγκη για αξιοπρέπεια σε μια περίοδο ταπείνωσης και εξαθλίωσης να έβρισκε πλειοψηφούσα κοινοβουλευτική έκφραση και έπειτα να οδηγούσε στο κομβικό Δημοψήφισμα του 2015.

Πέρα όμως από την ανάθεση, δεν μπορεί κάποιος να παραβλέψει ότι ο Τσίπρας συνέβαλλε καθοριστικά στη μετατροπή ενός κινηματικού συνασπισμού σε προσωποκεντρικό κόμμα μέσα από μια σειρά κινήσεων και παραλείψεων και το οποίο πάσχει σε επίπεδο δομών και οργάνωσης σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί να αναρριχηθεί στην ηγεσία του ένας υποψήφιος που μέχρι πριν 10 μέρες δεν ήταν καν μέλος του και δίχως να παραβιάσει μια αράδα από το καταστατικό του. Στο κάτω-κάτω, αν στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει κάπου σε κάποιο ράφι μια σφαίρα όπου φυλάσσεται το πνεύμα της «πραγματικής» Αριστεράς, τότε πώς αξιολογείται η θέση του πρώην προέδρου, ο οποίος θα μπορούσε με μία και μόνο τοποθέτηση να τη διαφυλάξει από τα χέρια του Κασσελάκη· δεν την έκανε ποτέ.

Ο Κασσελάκης δεν έφερε το τέλος της Αριστεράς. Αν αυτό συνέβη, ευθύνες έχουν και τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στην περίοδο της διακυβέρνησης, αλλά και στην τετραετία μιας διαχειριστικού τύπου αντιπολίτευσης, όταν απέναντι σε μια συστηματική, εξωφρενική και μελετημένη διαστρέβλωση της πραγματικότητας προς όφελος της κυβέρνησης Μητσοτάκη, βολεύονταν όλοι με τουϊτερική συνθηματολογία και διανοητική τεμπελιά.

Ούτε φυσικά ο Κασσελάκης θα γίνει ο μεσσίας του προοδευτικού χώρου. Θα ήταν υπέροχο αν βάδιζε πάνω στην θάλασσα της εργασιακής επισφάλειας, αν περνούσε 40 μέρες στην έρημο που πεθαίνει κάθε προοπτική σε αυτή τη χώρα και νικούσε το Διάβολο, αν εμφανιζόταν στο γάμο της Κανά και το ζευγάρι ήταν ΛΟΑΤΚΙ άτομα, ή αν σταυρωνόταν για να μας σώσει από τις ανισότητες που γεννά ο καπιταλισμός. Αυτή τη στιγμή, περισσότερο βιώνει ένα παράδοξο: από τη μία, ένα μεγάλο μέρους του εκλογικού πυρήνα του του κόμματος τον θεωρεί «πειρατή» και από την άλλη η πλειοψηφία που τον στήριξε προσδοκά να τον δει στην εξουσία σαν μια φαρσική επούλωση του τραύματος του 2015.

Ο Κασσελάκης μέχρι τώρα είναι ένα meme. Επιδέχεται τόσες ερμηνείες όσα και τα μάτια που τον κοιτούν. Δεν έχουν όλες την ίδια βαρύτητα. Κάποιες είναι πιο σοβαρές από κάποιες άλλες. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με τα meme, όλες οι ερμηνείες χάνονται και ανακατεύονται καθώς σκρολάρουμε στην οθόνη, αυτή τη μικρή ιδιωτική φούσκα που έχει μετατραπεί σε πεδίο σύγκρουσης συμβολισμών.

Ο Κασσελάκης μέχρι τώρα είναι ένα meme.

Σε ένα από τα διηγήματα της υπέροχης «Η εγκυκλοπαίδεια των Νεκρών» ο Ντανίλο Κις περιγράφει πώς το πλήθος υποδεχόταν τους πολυπληθείς αυτόκλητους μεσσίες κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια:

«Περίμεναν, λοιπόν, να αποκαλυφθεί και αυτός, να πει επιτέλους τι τον έφερε εδώ, γιατί όλη αυτή η φλυαρία, όλες αυτές οι θολές και χωρίς νόημα αοριστίες. Γι’ αυτό έκαναν υπομονή και τον άκουγαν, ελπίζοντας ότι τουλάχιστον στο τέλος θα ενισχύσει το σκοτεινό του λόγο με κάποια φακίρικη επίδειξη, με κάποιο θαύμα».

Πόσο καλά μπορεί να πάει αυτό; Φανταστείτε το μέσα σε ένα πλαίσιο διαρκούς συντηρητικοποίησης και σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί ο αντιδραστικός λόγος και η ακροδεξιά κάνει πάρτι.

Φανταστείτε το δηλαδή σαν ένα βίντεο που ανεβαίνει στο TikTok του 2023.