Ο Στιβ Κούγκαν έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια σάτιρα που προστέθηκε πρόσφατα στο Netflix για τους ζάμπλουτους επιχειρηματίες στο χώρο της μόδας που φωτογραφίζονται με διάσημα μοντέλα σε λαμπερά πάρτι ενώ αναγκάζουν γυναίκες στην Ασία να δουλεύουν νυχθημερόν για 0,18€ το μπλουζάκι.

Το Greed μπορείς εύκολα να το δεις και ως mockumentary για το μεγιστάνα της μόδας που φαλήρισε τον όμιλο Arcadia, Φίλιπ Γκριν (αν έχεις επισκεφθεί κατάστημα Topshop έχεις ψωνίσει ρούχα του). Μιλάει για την ηθική αθλιότητα των ανθρώπων που θέλουν να σε στίψουν για να βγάλουν κέρδος από τον ιδρώτα σου. Όταν δεν ξέρεις πόσα έχεις και πληρώνεις την Μπιγιόνσε για να τραγουδήσει στα πάρτι σου δεν σε νοιάζει πόσα βγάζει ούτε η πωλήτρια σου ούτε η φασονατζού σου.

Ο Sir Richard “Greedy” McCreadie θέλει να οργανώσει στη Μύκονο ένα πάρτι για τα 60α γενέθλια του με λιοντάρια σε ρωμαϊκή αρένα και πρόσφυγες ντυμένους σκλάβους. Θέλει να ξεπλύνει την κακή δημοσιότητα γύρω από το όνομά του επειδή τον έπιασαν να μην πληρώνει φόρους. Δεν είναι γεμάτη συμβολισμούς η ταινία. Είναι γεμάτη αλήθειες. Ίσως, ο Κούγκαν διάλεξε να το προσεγγίσει όλο το πανηγύρι ως καρικατούρα, ίσως, έτσι φέρονται αυτοί οι ανήθικοι εκατομμυριούχοι στην πραγματικότητα.

Περιφέρεται με την μασέλα/ πορσελάνινα δόντια του με μαύρισμα που φωνάζει “έχω λεφτά αλλά καθόλου γούστο και είμαι σχεδόν Eurotrash” κι ένα άσπρο λινό πουκάμισο που είναι καταδικασμένο να γεμίσει αίμα.

H Άιλα Φίσερ είναι η πρώην σύζυγός του. Δεν έχουν πάρει διαζύγιο γιατί δεν θέλει προφανώς ο Ρίτσαρντ να μοιράσει στα δύο την περιουσία που έκανε από τις φοροδιαφυγές. Η (σχεδόν αγνώριστη) Σίρλεϊ Χέντερσον υποδύεται την ηλικιωμένη μητέρα του. Η Σάρα Σολεμάνι είναι η βοηθός του και την βρίζει από το πρωί ως το βράδυ, ο Ντέιβιντ Μίτσελ είναι ο δημοσιογράφος που κλήθηκε να γράψει την αυτοβιογραφία του, επί πληρωμή. Κι ο υπέροχος Άσα Μπάτερφιλντ του Sex Education είναι ο γιος του που λατρεύει το μύθο του Οιδίποδα. Καταπληκτικό καστ.

Όλοι συμμετέχουν σε ένα καρναβάλι ματαιοδοξίας. Είναι βαθιά δυστυχισμένοι και ματαιωμένοι. Εκτός από τον πρωταγωνιστή μας. Δεν ξέρει τι σημαίνει καταπιεσμένη απόγνωση και δεν τον αφορά κιόλας πώς αισθάνονται οι συγγενείς του ή οι άνθρωποι που πληρώνει. Είναι αντιπαθητικός ρόλος και το ξέρουμε από το πρώτο κοντινό στην αστραφτερή μασέλα του.

Κάνει ταξίδια στη Σρι Λάνκα για να εκμεταλλευτεί –σε εξευτελιστικό βαθμό- συνανθρώπους του που τον έχουν ανάγκη για να καταφέρουν να επιβιώσουν. Είναι βάναυσα άνανδρος. Και τα ουρλιαχτά του σε όποιον σταθεί εμπόδιο στο κέρδος του το επιβεβαιώνουν. Ο Μάικλ Γουιντερμπότομ του έδωσε σαφείς οδηγίες, τον ξέρει καλά τον Στιβ Κούγκαν και από το The Trip.

Ξέρω ότι αγαπάτε τα ρούχα του Shein. Καταλαβαίνω και τους λόγους. Και δεν είναι μόνο το Shein, όλα τα γνωστά μαγαζιά των μεγάλων πεζοδρόμων παγκοσμίως λειτουργούν επειδή εκατομμύρια γυναίκες δουλεύουν σε sweatshops με απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, με μισθούς εξαθλίωσης, εξαντλητικά ωράρια, απλήρωτες υπερωρίες, χωρίς άδεια, και η λέξη αναρρωτική τους είναι άγνωστη. Κάποιες αναγκάζονται να φορούν πάνες για να μην πηγαίνουν τουαλέτα και χάνουν χρόνο. Φυσικά, απολύονται χωρίς εξηγήσεις και εννοείται κάθονται γιατί η ανεργία ισοδυναμεί με θάνατο σχεδόν. Το μεροκάματο τους είναι 5€. Δουλεύουν πάνω από 60 ώρες την εβδομάδα. Είναι σκλάβες.

Ο Δημήτριος του Greed

Ο Μανώλης Εμμανουήλ, ο μοναδικός Έλληνας στη συγκεκριμένη ταινία, υποδύεται τον Δημήτριο, τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου στο οποίο ο Sir Richard McCreadie (Στιβ Κούγκαν) οργανώνει το πάρτι των γενεθλίων του. Ο Δημήτριος έρχεται σε δύσκολη θέση, όταν ο McCreadie του ζητά να διώξει από την παραλία τους μετανάστες από τη Συρία που έχουν κατασκηνώσει εκεί γιατί του χαλάνε το «ντεκόρ» και το θέαμα θα ενοχλήσει τους διάσημους προσκεκλημένους του.

Ο Μανώλης σημειώνει: «Πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία, δομημένη στο στυλ αρχαίας τραγωδίας (ύβρις που κάποια στιγμή πληρώνεται), η οποία καυτηριάζει διάφορα καίρια ζητήματα, όπως το τίμημα του fast fashion (για να πάρουμε ένα μπλουζάκι 5 ευρώ, σε κάποια χώρα της Ασίας ή της Αφρικής εργάτες έχουν δουλέψει άπειρες ώρες σε απάνθρωπες συνθήκες και με εξευτελιστικούς μισθούς), καθώς και το μεταναστευτικό. Ο Μάικλ Γουιντερμπότομ είναι ένας έντονα πολιτικοποιημένος άνθρωπος και με τις ταινίες του πάντα θέλει να αφυπνίσει και να ευαισθητοποιήσει».