Εδώ και πολύ καιρό γυρνούσε στο μυαλό μου να κάνω ένα θέμα για τη δισκογραφία στην Ελλάδα, ωστόσο, λίγο η αναβλητικότητα μου, λίγο ένας περίεργος ιός που έσκασε τους τελευταίους μήνες με το όνομα Coronavirus έμενε στον πάγο. Εν μέσω καλοκαιριού λοιπόν και Αύγουστου στην Αθήνα (γιατί όσοι πάνε Ιούλιο διακοπές ξέρουν και να τους εμπιστεύεστε) αποφάσισα να το βάλω μπρος, γιατί το χρωστούσα στον μουσικόφιλο εαυτό μου και στους πολλούς φίλους που εργάζονται στον χώρο. Πλεύρισα λοιπόν αρκετούς από αυτούς, για να μάθω από πρώτο χέρι τι στο διάολο έγινε τη χρονιά του κορονοϊού στην ελληνική δισκογραφία. Σήκωσα το τηλέφωνο λοιπόν και πήρα τον Ηλία Ασλάνογλου (που εκτός από φωνή των Alice in A Nightmare και Magic De Spell) είναι κι ένας από τους ανθρώπους που έχουν φάει με το κουτάλι τη συγκεκριμένη φάση (περνώντας από τη Sony και τη Heaven ανάμεσα σε άλλες δισκογραφικές), από τις μέρες του ιστορικού Happening, μέχρι και σήμερα, που σαν ιδιοκτήτης της Rocka Rolla φροντίζει να φτάνει καλή μουσική σε κάθε δισκάδικο (online ή φυσικό) της χώρας.  

Η δισκογραφία τον καιρό του lockdown

Η δισκογραφία κράτησε την περίοδο του κορονοϊου και μάλιστα παρότι υπήρχε lockdown. Καταφέραμε να έχουμε και κάποια best sellers όπως το νέο album των Villagers of Ioannina City, αυτό των Katatonia αλλά και τον Live δίσκο των Thievery Corporation. Μιλάμε για μια σχετική ισορροπία ανάμεσα σε βινύλιο και cd με την πλάστιγγα να γέρνει πότε από τη μια πλευρά και πότε από την άλλη, ανάλογα με το ηλικιακό κοινό που επηρέαζε το φυσικό format που αγόραζαν ως μουσικόφιλοι. Η κασέτα με το ζόρι να ξεπερνά το 1% των συνολικών πωλήσεων εδώ στην Ελλάδα, που έχουμε κυρίως παιδιά του βινυλίου και του cd! H πτώση των πωλήσεων μας δεν ξεπέρασε το 20%, ένα ποσοστό που κρίνεται ικανοποιητικό δεδομένων των συνθηκών γύρω μας“. 

Προσπαθώντας να θυμηθούμε τις κραταιές εποχές της μουσικής βιομηχανίας, μου είπε γελώντας ότι στην Ελλάδα: “δεν μιλάγαμε ποτέ για βιομηχανία, ούτε καν βιοτεχνία. Πιο πολύ ο όρος οικοτεχνία ταιριάζει στην κατάσταση που βιώνουν, όσοι ασχολούνται με το αντικείμενο“. 

Όσο περιμένει τις νέες κυκλοφορίες των Cabaret Voltaire, των Flaming Lips και των New Order αισιοδοξεί για το μέλλον, γιατί στη διάρκεια του Lockdown 10 φυσικά καταστήματα από όλη την Ελλάδα πλησίασαν τη Rocka Rolla για να προμηθευτούν δίσκους, ικανοποιώντας το κοινό των fans που συνεχίζουν να αγοράζουν μουσική σε φυσικό προϊόν με τους μεταλλάδες, τους οπαδούς του alternative rock αλλά και τους φίλους της jazz που χτίζουν ένα renewal κλίμα να έχουν τη μερίδα του λέοντος.  O έτερος Καππαδόκης, Aντώνης Βιλλιώτης, με εξίσου μακρά ιστορία στη μουσική αρθρογραφία (Περιοδικό Ποπ & Ροκ) και δισκογραφία (Sony, Feelgood Records) είναι πια υπεύθυνος της Hubsters και  κατά δήλωση του ίδιου αισθάνεται “πως ανήκει στους τυχερούς, που έκαναν το χόμπι τους επάγγελμα“. Το τέλος του καλοκαιριού του 2020 τον βρίσκει να περιμένει πως και πως ένα δίσκο: “Την άνοιξη του 2019 είχαμε κυκλοφορήσει για όλο το κόσμο τη συλλογή του Shigeru Umebayashi “Best Kept Secrets- Part 1″ , με ξεχωριστή επιτυχία. Το follow up (Part-2) είναι κάτι που ανυπομονώ να κυκλοφορήσουμε”.

Σε ελληνικό επίπεδο ο κορονοϊός έφερε ακόμη περισσότερη μιζέρια στο ήδη μίζερο τοπίο. Μια νέα αφορμή για λιγότερη επένδυση σε νέα ταλέντα, για λιγότερα χρήματα στο χώρο της παραγωγής. Έφερε όμως περισσότερη έμπνευση και όρεξη στους δημιουργούς, με αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις να γίνουμε μάρτυρες ευφάνταστων αποτελεσμάτων“. Ωστόσο κι αυτός αισιοδοξεί γιατί “οι μεγάλες αλυσίδες στο εξωτερικό αύξησαν κατακόρυφα τις online πωλήσεις τους, κάποιες μεγάλωσαν τις αποθήκες τους. Ας ελπίσουμε ότι κάτι θα έγινε και εδώ, αν και δεν υπάρχουν στοιχεία. “Αγορά” θεωρείται και η streaming κατανάλωση , οπότε και σε αυτό το κομμάτι υπήρξε σημαντική άνοδος“. 

Streaming vs φυσικό φορμάτ (βινύλια, cd, κασέτες)

Πάνω σε αυτό είχε πολλά ενδιαφέροντα να προσθέσει κι ο Δημήτρης Μπούρας, από την Ιnner Ear: “Το streaming θεωρώ πως έχει έρθει εδώ για να μείνει. Απλά τώρα με όλα αυτά που συμβαίνουν,  ίσως να έχει έρθει η ώρα να ξεκαθαρίσει το τοπίο, οι κανόνες, τα ποσοστά των καλλιτεχνών κλπ γιατί έχουμε να κάνουμε με αρκετά θολές διαδικασίες. Ένα πολύ ωραίο σχετικό άρθρο, αν ενδιαφέρει κάποιον, δημοσίευσε ο Damon Krukowski των Galaxie 500 πριν μερικές μέρες. Οι πωλήσεις των cd είναι πλέον σχεδόν αστείες και αυτή η πτώση όσο και να ανέβουν οι πωλήσεις βινυλίου, δεν πρόκειται να καλυφθεί ποτέ. Η κασέτα είναι μια έυκολη και φθηνή λύση για αρκετούς μουσικούς, ώστε να μπορούν να έχουν την δουλειά τους σε φυσική μορφή και να μπορούν αν έχουν και merchandise στις συναυλίες τους.

Καταλήξαμε ότι το βινύλιο δεν θα πεθάνει ποτέ. Κι αν δεν μπορούμε να ξέρουμε αν θα συνεχίστεί η ανοδική τάση στις πωλήσεις του, ωστόσο ακράδαντα πιστεύουμε κι οι δύο, ότι όπως δεν εξαφανίστηκε στα τέλη των 80s και στα 90s έτσι και τώρα θα επιβιώσει. Δουλεύοντας πυρετωδώς πάνω στην κυκλοφορία του Johnny Labelle XVIII, το φθινόπωρο, μοιάζει ενθουσιασμένος. Μου μιλά για την αδιανόητη φωνή του, ένα κράμα μεταξύ Scott Walker και Richard Hawley και την καταπληκτική παραγωγή του Βασίλη Ντοκάκη (No Clear Mind, ‘Μπλουμ’ της Nalyssa Green κλπ) και με έχει ψήσει ήδη να τον αγοράσω. 

Σχετικά τώρα, με τα όσα έφερε ο κορονοϊός στη δισκογραφία νομίζει ότι πιo ξεκάθαρα συμπεράσματα θα μπορέσουμε να βγάλουμε τους επόμενους μήνες.  Άπαντες όσοι ερωτήθηκαν από του λόγου μου, παραδέχθηκαν ότι το βινύλιο ζει και πάλι στιγμές ελεγχόμενης δόξας, διευρύνοντας με αυτόν τον τρόπο τον κλειστό κύκλο των συλλεκτών μουσικόφιλουν που αγοράζουν αποκλειστικά σχεδόν μουσική σε φυσικό φορμάτ. “Κάθε φορά που καταλήγω στο να πιστεύω πως ισχύει πλέον το πρώτο που αναφέρεις, πάντα κάτι γίνεται και το αναιρώ. Σίγουρα υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας αγοραστών, κυρίως 35 ετών και πάνω, αλλά τα τελευταία χρόνια είτε σε παζάρια βινυλίου είτε σε συναυλίες, το αγοραστικό κοινό έχει πληθύνει ξεκάθαρα και σε μεγάλο βαθμό, ενώ και οι μικρότερες ηλικίες φαίνονται περισσότερο εξοικειωμένες με το φυσικό φορμάτ σε σχέση με το κοινό μεταξύ 25 και 35 χρονών. Το ποσοστό των αγοραστών δεν έχει καμία  μα καμία σχέση με το παρελθόν, αλλά επουδενί δεν μπορούμε να πούμε πως δεν υπάρχει κοινό“, σχολίασε ο Δημήτρης. 

Τα τελευταία χρόνια, ευτυχώς αυξήθηκαν οι άνθρωποι που έδωσαν πολύ χρόνο κι ακόμη περισσότερη καύλα, στην κυκλοφορία albums Και μουσικών που γούσταραν κι ήθελαν να φτάσουν παντού, λειτουργώντας πολύ πιο επαγγελματικά μάλιστα από τις ονομαστές εταιρείες του χώρου. Πάρε τον Πάνο της Geheimnis Records: “Στο εξωτερικό λειτουργεί πολύ το streaming και οι digital πωλήσεις. Στο εσωτερικό (και στο πλαίσιο της ροκ μουσικής ευρύτερα) δεν υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα γιά τις digital πωλήσεις, που μάλλον παραμένουν χαμηλές λόγω του ότι ο κόσμος τα βρίσκει δωρεάν σχεδόν όλα στον κόσμο του ίντερνετ. Οι φυσικές πωλήσεις έχουν ανέβει σε σχέση με 10-15 χρόνια πίσω, αλλά και πάλι δεν νομίζω ότι υπερκαλύπτουν τον κόσμο του digital. Στο τέλος μάλλον, όλα θα είναι άϋλα (από το χρήμα έως την τέχνη) και τα φυσικά formats θα εξυπηρετούν μόνο την έμφυτη ανάγκη κάποιων λίγων για συλλογή αγαθών“.

Κοιτώντας όσα ζήσαμε λίγους μήνες πριν, μου λέει: “κατά την διάρκεια της καραντίνας υπήρχε αυξημένη κίνηση, αλλά αφενός τα προβλήματα των ταχυδρομείων (δραματικά μεγάλοι χρόνοι παράδοσης και έλλειψη εξυπηρέτησης γιά πολλές χώρες) μείωσαν κάποια στιγμή τις πωλήσεις σε διεθνές επίπεδο, αφετέρου όσο βγαίναμε από τη σκληρή καραντίνα το ενδιαφέρον περιοριζόταν, σαν να έπαθε ξαφνικά ο περισσότερος κόσμος μιά μαζική κατάθλιψη και κούραση. Παράλληλα μεσολαβεί γιά τα Ελληνικά δεδομένα και το καλοκαίρι και ούτως ή άλλως η κίνηση πέφτει, αλλά υπάρχει ένα γενικότερο “μούδιασμα”…

Το heavy metal που αντιστέκεται

Αντίστοιχα κι ο χεβιμεταλλάς φίλος Άκης Κοσμίδης που έστησε την Rock of Angels Records κι όπως μου είπε: “Η ROAR! Rock Of Angels Records, ξεκίνησε από την αγάπη για το heavy metal κι εξελίχθηκε σε μία πολύ σοβαρή επιχείρηση που έχει δημιουργήσει και θέσεις εργασίας. Η αλήθεια είναι ότι ήταν πολύ δύσκολο, λόγω της κατάστασης που βρίσκεται η μουσική βιομηχανία, όμως έχουμε καταφέρει να την φτάσουμε σ’ ένα επίπεδο ίσο με πολλά γνωστά ευρωπαϊκά labels”.

Παρόλα αυτά, δεν είναι δυνατόν να βιοποριστείς πουλώντας μόνο «heavy metal δίσκους», για αυτό και πολλές δισκογραφικές του είδους, ανάμεσα τους κι η ROAR παρέχει μια γκάμα υπηρεσιών, καθώς ο τρόπος λειτουργίας των σύγχρονων εταιριών, έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια.  

Σκεφτόμενος τα τεκταινόμενα στη δισκογραφική φάση, ήταν αρκούντως διαφωτιστικός: “Οι τεράστιες πωλήσεις του παρελθόντος, που τα γκρουπ κάποιες φορές πουλούσαν εκατομμύρια αντίτυπα, δεν υπάρχουν σήμερα ή συμβαίνουν πάρα πολύ σπάνια. Η αγορά του φυσικού προϊόντος έχει συρρικνωθεί, οπότε αυτοί που αγοράζουν CD και βινύλια, εκτός από μουσικόφιλοι, είναι λίγο-πολύ και συλλέκτες. Οι καθ’ αυτού συλλέκτες, βέβαια, είναι και μουσικόφιλοι”.

Εν μέσω περήφανων σχολίων για την τελευταία κυκλοφορία του Δημήτρη Λιαπάκη και της παρέας του, το Metal Division των Mystic Prophecy σταθήκαμε στον τρόπο της λεειτουργίας των δισκογραφικών εταιριών σήμερα. Βλέπεις, με τα νέα μέσα, τα social media και όλα τα εργαλεία που προσφέρει το internet, έχει προστεθεί μία νέα γκάμα υπηρεσιών και δυνατοτήτων που μπορούν να προσφέρουν στα γκρουπ για την προώθηση των προϊόντων τους (δηλαδή των cds, βινυλίων, κασετών και streaming albums). Άλλωστε, τα κλασικά δισκοπωλεία σήμερα, πρέπει να επιβιώσουν σ’ ένα δύσκολο περιβάλλον, καθώς η μουσική σήμερα είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμη στα γνωστά internet portals, όπως και μέσα από τα internet shops. 

Όλοι εμείς που συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως μόνο η μουσική θα σώσει τον κόσμο, έχουμε χαρεί μιας και η δισκογραφία εν μέσω κορονοϊού, Lockdown κι όλων των στραβών που βρήκαν την ανθρωπότητα το τελευταίο διάστημα μας άντεξε και δεν εξαφανίστηκε. Αντίθετα, είναι έτοιμη να αντεπιτεθεί και να φέρει μουσική σε όσα περισσότερα πικάπ επί γης, γίνεται!