Δεν ξέρω αν συνέβαινε μόνο σ’ εμένα, αλλά σ’ εμένα συνέβαινε οπωσδήποτε. Πάντα. (Βασικά, δώσε βάση:) ΠΑΝΤΑ. Το Πάσχα, σε αντίθεση με τα Χριστούγεννα, είχα ανάμεικτα συναισθήματα…
Λοιπόν, αν πρέπει να ‘χεις καταλάβει κάτι για μένα τόσο καιρό που τα λέμε, αυτό είναι το εξής: τα συναισθήματά μου συνήθως σημαίνουν φαγητό. Και η Πασχαλιά, όπως και τα Χριστούγεννα, συνεπάγετο μια πολύ καλή κατάσταση: γιορτινό τραπέζι, νόστιμο φαγάκι, και το καλύτερο απ’ όλα έρχεται το βράδυ. Εκεί που όλοι είχαν πια φύγει, εκεί που οι δικοί σου είχανε πάει για ύπνο, εκεί ακριβώς εσύ είχες γιορτινή νυχτερινή ταινία στην τηλεόραση κι ένα ψυγείο γεμάτο μ’ ο,τι περίσσεψε, φαγητά, αναψυκτικά, συν τα γλυκά που φέρανε μαζί οι καλεσμένοι. Τσιμπούσι λέμε! (Αστερίξ, πατώνεις;)
Ωστόσο, σε αντίθεση με τα Χριστούγεννα, η Πασχαλιά (κι εδώ έρχονται τα ανάμικτα συναισθήματά μου) συνεπάγετο επίσης μια πολύ χάλια κατάσταση. Ήταν η εκδίκηση του αρνιού που ερχόταν (κι ακόμα έρχεται) να στοιχειώσει τις μέρες μου, κι άκουγε στο λιτό όνομα:
Κρύο Αρνί Σάντουιτς
Άκου δω πώς έχει το πράγμα. Όταν πέρναγα τα μικράτα μου, είχαμε χοντρές αγελάδες, ΠΑΣΟΚ, Ολυμπιακούς, Μετρό και κατάλαβες. Παίρναμε λοιπόν αρνιά μπαμπάτσικα (μερικές φορές έβαζε κι ο παππούς απ’ το χωριό τη σύνταξη για να φέρει κι εκείνος ένα δεύτερο!), κι άρα περίσσευε πολύ. Και καθώς περίσσευε, η μάνα μου δεν το σκεφτόταν δεύτερη φορά. Μάστερ σεφ απ’ το Μέτσοβο, κι η φάση της σαν τηλεοπτική διαφήμιση:
Πρωινό τη Δευτέρα του Πάσχα; Κρύο σάντουιτς αρνί. Μάζωξη για μπύρες με φίλους στο σπίτι μες στη βδομάδα του Πάσχα; Δίσκος με κρύο σάντουιτς αρνί! Εκδρομούλα τη βδομάδα του Πάσχα; Σάντουιτς με κρύο αρνί για το δρόμο!!! Με νιώθεις; Ε, με νιώθεις, γιατί ξέρω ότι αυτή η γαστρονομική ανωμαλία δεν ήταν κάτι που το περνούσε μονάχα το δικό μας σπίτι. Γενικότερα η Ελληνίδα μάνα έχει κακή σχέση με το κρύο (εξ ου και σ’ αναγκάζει να φοράς μπουφάν ως το Μάιο στους 35 βαθμούς!), εκτός κι αν αυτό το κρύο είναι αρνί σε ψωμάκια. Η διαφορά της δικής μου ωστόσο από τις άλλες, είναι πως η μανούλα (μη μου θυμώνεις, την αλήθεια λέω!) ήταν της μίνιμαλ κουζίνας. Δηλαδή τούτο το σάντουιτς βάσανο που όλο αναφέρω, ήταν:
Ψωμάκι – Αρνάκι – Ψωμάκι
Ούτε μουστάρδες, ούτε τυριά, ούτε ζαρζαβατικά, ούτε αυγά, τίποτα. Άγριο, βλάχικο, αντρίκιο κρέας με ψωμί. Κι όχι ψωμί για τοστ, ψωμί χωριάτικο. Να τρίβεται! Να ‘χεις στο στόμα παγωμένο λίπος να κολλάει στα δόντια, κι από ψωμί, πιο πολύ να ‘χει φάει η μπλούζα παρά η αφεντιά σου. Κι αν έφτανες στο αμήν κι άρχιζες τα παράπονα, άρχιζε κι η μάνα κλασικό τροπάρι (το ‘κανε κι η δικιά σου;):
Δαγκωνιά. “Μμμμμ, πολύ νόστιμο! Βρε δεν σ’ αρέσει αυτό; Είναι υπέροχο!“. Κι αν ήσουν άμαθος και συνέχιζες να γκρινιάζεις, έβγαινε απ’ τη φαρέτρα η ατάκα βέλος που συνήθως όπλιζε για τις μπάμιες και τα φασολάκια: “Μα δεν σου αρέσει το κρύο αρνάκι σάντουιτς; Από πότε; Εγώ νόμιζα ότι είναι το αγαπημένο σου! Μικρός τρελαινόσουνα!“. Εν τω μεταξύ, δεν υπάρχει περίπτωση μικρός να έτρωγα αυτή την αηδία πιο εύκολα απ’ όσο την τρώω σήμερα – μικρός και μπέργκερ που μου δίνανε μ’ άρεσε μόνο για τη σως με τις πίκλες! Όμως ας πούμε ότι είναι έτσι. Ε, και; Τι πάει να πει αυτό; Μικρός γούσταρα επίσης να ρίχνω τα ρολόγια της οικογένειας μέσα σε νερό για να βλέπω τι ωραία που βουλιάζουν, δεν μου δίνεις όμως κάθε χρόνο το ρολόι σου να παίξω. Μόνο το αρνί μου δίνεις, για να τα παίξω!
Όμως, ως εδώ και μη παρέκει. Φτάνει! Φέτος ήταν η τελευταία φορά!
Ποτέ ξανά κρύο αρνί. Ποτέ ξανά ψωμί-λίπος-ψωμί. Την απόφασή μου την έχω πάρει. Θέλει νηστεία; Θέλει γιόγκα και περισυλλογή; Θέλει εκγύμναση όλο το χρόνο; Δεν ξέρω τι θέλει, μα ένα ξέρω: Δεν θα περισσέψει άλλη φορά αρνί το Πάσχα! Κυριακή όλο! Κι αν οι άλλοι δεν αντέχουν, μόνος μου! Μέχρι τότε ωστόσο…
Καραντίνα, χωρίς ντελίβερι (γιατί φοβόμαστε ν’ ανοίξουμε την πόρτα που ο ιός καραδοκεί απ’ έξω!), και κάθε μέρα τετ-α-τετ με τον εφιάλτη της πασχαλινής χαράς μου. “Τι είπες μάνα; Ναι, έρχομαι, τι τρώμε σήμερα;”
(Μάντεψε; Έχει δυο φέτες και στη μέση…)
Βενσερέμος φίλε ή φιλενάδα μου! Κι όταν θα τρώτε τα γεμιστά και τα μακαρόνια σας, αφήστε μια μπουκίτσα προς τιμήν του αγνώστου αγωνιστή που κείνη την ώρα παλεύει με παγωμένες ίνες αρνίλας. Και που όταν δεν είναι άγνωστος, τονε λένε Σταύρο Βούλγαρη…