Σε άλλους αρέσουν με ρύζι. Σε άλλους αρέσουν με κιμά. Σε άλλους αρέσουν οι ντομάτες, σε άλλους οι πιπεριές, σε άλλους τα κολοκυθάκια (ειδικά το λουλούδι απ’ το κολοκύθι είναι άπαιχτο!) ενώ σε μερικούς γευστικά διαταραγμένους οι μελιτζάνες. Το θέμα ωστόσο είναι πως ΣΕ ΟΛΟΥΣ, ΑΡΕΣΟΥΝ. Σήμερα λοιπόν, θα κάνω κάτι που σπάνια κάνω. Θα γράψω χωρίς γκρίνια, θα σηκώσω τη μούρη απ’ το πάτωμα και θα αποθεώσω επιτέλους το πιο τιτανοτεράστιο φαγητό των διακοπών. Κυρίες και κύριοι… τα καθημερινά, τα γεμάτα μετριοφροσύνη, τα υπέροχα γεμιστά!
Σε αντίθεση με άλλα πιάτα που σπάνε ταμεία τα καλοκαίρια, τα γεμιστά έχουν τρία πολύ βαρβάτα, θετικά χαρακτηριστικά.
1ον: Είναι γνήσιοι απόγονοι της ελληνικής κουζίνας.
Οι γεμιστάρες που λες, υπάρχουν στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στον Λίβανο, στη Συρία και σε άλλα κράτη της “δυτικής ανατολής” αλλά κανένα απ’ τα υπόλοιπα κράτη δεν τα εντάσει στις χαρακτηριστικές, ντόπιες συνταγές του. Οπότε, αυτό το αριστούργημα το γεμάτο υγεία, ρύζι κι επανάσταση, έρχεται να κατοχυρωθεί ως κατεξοχήν πιάτο της μαμάς πατρίδας. Κι επειδή (ας μην κοροϊδευόμαστε) την Ελλαδάρα τη φέρνουμε στο νου μόνο άμα παίξει ψητό, κοντοσούβλι, κοκορέτσι κι ο,τι άλλο έχει αρκετή προσωπικότητα για να σε στείλει στο νοσοκομείο με νοκ άουτ, το να σκάει ανάμεσα στις ενέσεις χοληστερίνης μια πιατάρα που αποτελείται μονάχα από λαχανικά και ρύζι (ε, και λίγο κιμά για τους μερακλήδες!) είναι ωραία φάση.
2ον: Είναι οι καλύτεροι φίλοι της φέτας!
Έχει ξαναγραφτεί πως η φετάρα είναι ο σωτήρας κάθε απαράδεκτου φαγητού, όμως αυτό δεν σημαίνει πως εκείνη δεν προσέχει τις παρέες της. Και η καλύτερη παρέα για ένα μεγάλο (ή πολύ μεγάλο… ή ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟ) κομματάκι φέτα, είναι μια ντομάτα και μια πιπεριά. Υπάρχει και το σπανακόρυζο, ή το πεπόνι, αλλά μ’ αυτά θα καταπιαστώ σε άλλο κείμενο. Ντομάτα και πιπεριά ωστόσο, όποτε παίρνουν τη φέτα και πάνε για ρύζια και ρίγανες, καταλήγουν πάντα βουτηγμένες μέσα σε ζουμιά και σε λάδια. Αυτό θα πει παρέα, σου λέω!
Ωστόσο, το πιο μεγάλο μπόνους που έχει αυτή η φαγητάρα, είναι το 3ο. Δηλαδή:
3ον: Είναι και του σαλονιού, είναι και του… χωραφιού!
Στάνταρ θυμάσαι τα τρομερά γεμιστά που φτιάχνει η γιαγιά σου (αυτά που δεν παίζει να βρεις γυναίκα να στα φτιάχνει έτσι). Γιατί το γεμιστό, πάνω απ’ την πιπεριά, τον δυόσμο, τον μαϊντανό και ο,τι άλλο έχει μέσα, πρέπει να μυρίζει χωριό. Να σου θυμίζει κρύο νερό και ζεστό ψωμί, και φιλιά που σου σάλιωναν τα μάγουλα και σ’ έκαναν ρεζίλι στα υπόλοιπα παιδιά του χωριού που σε περίμεναν για μπάλα. Ναι. Αλλά.
Και ποικιλία έχουν, και βίγκαν γίνονται, και να τα στιλιζάρεις μπορείς, και γενικότερα μια χαρά γκουρμεδιά είναι, για σένα που σου πέφτει βαρύ το κλασικό φαΐ “της μαμάς”. Για σένα που τρως μόνο τα φαγητά που ΔΕΝ ξέρεις από πού αρχίζουν και πώς στην ευχή στέκονται όρθια. Διότι φίλε μου προβοκάτορα (ή προβοκατόρισσα), όπως γράφει και ο τίτλος τούτου εδώ του ύμνου, τα γεμιστά είναι κατά βάση για… αρχόντους!
Και για να δώσω ένα πιο ξεκάθαρο παράδειγμα, ο Γάλλοι πήραν μια παραδοσιακή συνταγή της επαρχίας τους, τη βάφτισαν “πιάτο”, ύστερα την είδαν να γίνεται ταινία, και τώρα σου ζητάνε της Παναγιάς τα μάτια για να στη μαγειρέψουν. Αν λοιπόν αυτή η ψυχαναγκαστική παρέλαση από “πατατάκια” ντομάτας, αγγουριού και μελιτζάνας που εμείς σήμερα την ξέρουμε ως “Ρατατούι” μπορεί να μπει στα καλύτερα σαλόνια, γιατί να μην μπορούν οι γεμιστάρες; Επειδή όλα ακούγονται καλύτερα στα γαλλικά;; Ή επειδή τα δικά μας τα φαγητά ΔΕΝ ΜΑΣ ΤΑ ΜΑΓΕΙΡΕΥΟΥΝΕ ΠΟΤΝΙΚΙΑ;;; (Σόρρυ Ρεμί, δεν εννοώ εσένα…).
Οπότε, το μόνο που μένει είναι κάποιος να σκεφτεί πως ήρθε η ώρα να γυρίσουμε κι εμείς μια ταινιάρα που θα τη λένε “Γεμιστά” και θα τα κάνει γνωστά σ’ όλο τον κόσμο. Ντάξει μπορεί να μην έχουμε μεγάλη παράδοση στο animation, αλλά έχουμε καλύτερο φαΐ! Και, σε αντίθεση με τον (τελικά συμπαθητικό) κριτικό κουζίνας του “Ρατατούι”, εμείς έχουμε αυθεντικά κακό τύπο για να κράξει αποθεώσει τα γεμιστά μας. Καλά δεν τα λέω, Έκτορα;