Όλα ξεκίνησαν πριν από καμιά δεκαριά χρόνια περίπου.
 
Σπίτι της γιαγιάς της Λένης. Ο αδελφός μου με τον πατέρα μου σαβουριάζουν με χαμόγελο. Ο πατσάς ετοιμάζεται να μπει και στο δικό μου πιάτο, όμως την ύστατη στιγμή, προλαβαίνω, βγαίνω έξω και ρίχνω το πρώτο μίνι-ξέρασμα. 

Μα γιατί ρε Νίκο δεν τρως πατσά; Υπάρχει καλύτερο πράγμα απ’ τα ποδαράκια, τις  γουρουνοκεφαλές, τις κοιλιές και τα σκορδοστούμπια;, ούρλιαζε -σαν άλλος δόκτωρ Λέκτερ- ο αδελφός μου, ρουφώντας τη σούπα και γλύφοντας τα ποδαράκια…

Να μην στα πολυλογώ, το ξεπαρθένιασμά μου με τον πατσά δεν ήρθε ποτέ, καθώς σιχαίνομαι όχι απλά να φάω, αλλά δεν αντέχω ούτε να δοκιμάσω αυτό το πράγμα (γιατί πράγμα είναι!). Και δεν είμαι ούτε βίγκαν, ούτε βετζετέριαν, και αν με ξεβγάλει η θάλασσα σε κάνα ξερονήσι (όπως στο Lost, χωρίς πρώτες ύλες) τότε σίγουρα θ’ άρχισω να λιγουρεύομαι τους γύρω μου.
 
ΠΡΟΣΟΧΗ! ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΣΚΛΗΡΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ!
 

 
Γιατί σιχαίνομαι τον πατσά;
 
Επειδή μιλάμε ουσιαστικά, για ένα μείγμα απ’ ότι φαί έχει ξεμείνει. Έχει ξεμείνει λίγο ποδαράκι “ρίξε μάστορα”. Έχει ξεμείνει γουρουνοκεφαλή “μην αργείς μάστορα”. Έχει ξεμείνει λίγο κοιλιά “μάστορα… γίναμε”. Και όλα αυτά, όχι σερβιρισμένα με κάνα μακαρόνι ή καμιά πατάτα, αλλά με το χειρότερο συνοδευτικό έβερ. Την σούπα, διάολε!
 
Παρένθεση: Εφόσον ό,τι κρέας δεν τρώγεται απ’ τους περισσότερους εσύ το κάνεις πατσά, γιατί με την ίδια λογική δεν βάζεις και τα φασολάκια μιας εβδομάδας, να τα μπερδέψεις με τις φλούδες της πατάτας και στο τέλος να τα συνοδέψεις με λίγο ρυζόγαλο; Ε; Τέλειο, ε;

Και το χειρότερο; Ότι οι φανατικοί το τρώνε για πρωϊνό, του στυλ: “ας φάω μια κοιλιά με σκόρδο στις 9 το πρωί για να πάω στη δουλειά”. Κάτι τέτοια κάνετε και μετά δίνετε πάτημα στους βίγκαν για να μας στην λένε! Και να έχουν και δίκιο.

ΠΡΟΣΟΧΗ! ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΣΚΛΗΡΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ!
 

Εντάξει, τώρα θα μου πεις ότι και οι μπάμιες είναι μίζερες, όμως εκείνες είναι τίμιες και σέβονται αυτόν που τις σιχαίνεται. Τι εννοώ; ΔΕΝ ΜΥΡΙΖΟΥΝ. Ο πατσάς μυρίζει. Και θα μυρίζει για καμιά εβδομάδα μετά. Και η κουζίνα δεν θα ‘ναι ποτέ ξανά η ίδια. Γιατί ο πατσάς έχει σκόρδο, έχει ξύδι, έχει άπειρο κρεμμύδι, και γενικότερα έχει ό,τι χρειάζεται για να καταστρέψει την ατμόσφαιρα του χώρου.
 
Γιατρεύει το στομάχι, λένε… Είναι για μερακλήδες, λένε… Έχει θρεπτικά στοιχεία, λένε… 
 

Προσωπικά πιστεύω, ότι η αποκορύφωση της σιχαμάρας είναι η στιγμή που γδέρνεις τα ποδαράκια. Έχω αντέξει αποκεφαλισμό κότας, έχω κρατήσει σούβλα όταν δούλευα σερβιτόρος για να περάσουν από μέσα το αρνί, αλλά αυτό με το ποδαράκια μου ‘χει μείνει παιδικό τραύμα. Αλλά ίσως να έφταιγε και η φράση: “Θα γδάρω τα ποδαράκια και μετά ΘΑ ΤΑ ΦΑΩ ΧΩΡΙΣ ΕΛΕΟΣ“.
 
Σε χωριό μεγάλωσα, έχουν δει πολλά τα μάτια μου, ωστόσο όταν στο τραπέζι υπάρχει πατσάς τότε εγώ είμαι περιττός. 
 
Είμαστε πολλοί! Είμαστε ανεξάρτητοι! Και δεν μας αρέσει ο ψιλοκομμένος, ο χοντροκομμένος, η μαγειρίτσα, η πηχτή και όσα παρακλάδια έχει ο πατσάς.
 
ΠΡΟΣΟΧΗ! ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΚΛΗΡΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ!
 
 
Εννοείται ότι περιμένω στα σχόλια να μοιραστείς δικές σου εμπειρίες με πατσά, είτε γουστάρεις αλλά είτε όχι. Ελπίζω πως όχι. heart