“Καλησπέρα και καλή βραδιά…

Σήμερα ο κατάλογος έχει ζουμερές μπριζολίτσες στα κάρβουνα από τον άρχοντα.

Καταρχήν, δεν χρειάζεται τα κοψίδια να είναι φρέσκα. Μπορείς να ρίξεις στη σχάρα και ό,τι απέμεινε αγάπη μου από σένα (ανάσα). Γράψε λάθος ρε Νικολάκη, από την Πρωτοχρονιά ήθελα να πω.

Βγάζεις το κρεατικό από το ψυγείο, το αφήνεις λίγο έξω να το φυσήξει o καθαρός βαρδάρης, ώστε να έρθει σε θερμοκρασία Θερμαϊκού. Τώρα που είπα Θερμαϊκός… Τι ξελογιάστρες βγάζει κι αυτός ο μπαγάσας; Τις χαζεύω όταν έρχονται από την πίσω πόρτα στο καμαρίνι και μου λένε “Κύριε Βασίλη, να βγάλουμε μια σέλφι μαζί;” κι ευθύς τους απαντάω με υπόκωφη φωνή “Μαναράκια όχι τώρα, με τέσσερις τυρόπιτες και δύο μπουγάτσες είμαι από το πρωί.

Προθερμαίνεις την ψησταριά σε δυνατή φωτιά (ανάσα). Όταν ακούω φωτιά μου έρχονται αναμνήσεις τρέλας…

Από την Τσικνοπέμπτη στον “Φαίδωνα”, μπουζουξίδικο στην Παλιά Γέφυρα της Χαλκίδας, το 1979. Όχι στο ύψος που είναι “Κουκλάκια Live”, πιο χαμηλά. Λίγο πριν βγω στην σκηνή, λοιπόν, για να απαγγείλω Στράτο Διονυσίου “Παράγκες και παλάτια”, αποφασίζω να ρίξω δύο αρνίσιες στην θράκα. Η φωτιά ξεφεύγει. Το κέντρο αρπάζει λίγο στις άκρες. Πάλι καλά να λες, που δεν άρπαξε και καμία λουλουδού. Μαλακία να χάναμε το μεροκάματο για δύο αρνίσιες χε, χε, χε (ανάσα μαζί με γέλιο, βήχει ελεεινά, προσπαθεί να ανασάνει, ξαναβήχει, σκύβει και φτύνει. Ανάσες γρήγορες. Σιγά σιγά σταθεροποιείται)…

Πριν ρίξεις το αλάτι στην πληγή και βάλεις στο πόνο μου πιπέρι, πρέπει να ταμπονάρεις και λίγο το κρέας. Μόλις το ταμπονάρεις, λοιπόν, ρίξε έξτρα μυρωδικά. Πράμα πολύ, ε. Μπάνιο να τις κάνεις στα μυρωδικά. Σαν τα μυρωδικά που με γέμιζε ο Λαρισσαίος ο αγρότης στο ιστορικό κέντρο “Καλύβα”, το 1988, όταν τραγουδούσα το “Μη χαθείς (ανάσα) μη χαθειιιιιιιιίς”…

Σηκώνεις μανίκια το λοιπόν, βάζεις ποδιά αντρική και Σαλονικιώτικη και αρχινάς το ψήσιμο. Ξεκινάς τα γυρίσματα και από τις δύο όψεις και γύρισε, σου λέω γύρισεεεεεεε, (ανάσα) σπάει η φωνή μου σίδερα, πόσο θα σαβουρώσω σημέρα χα χα χα το θυμάστε ρε μπαγάσηδες;

Ώπα, μην το παρακάνεις όμως με τα γυρίσματα. Μην χάσει και το ζωντανό τους χυμούς του. 

Τσίμπα λίγο για να δεις αν έχει γίνει και προετοίμασε το κατάλληλο έδαφος για να βγει, σε ένα μπωλ να κλειστεί και τζατζίκι να πιεί στην υγειά του…

Τέλος με το ψήσιμο. Δωσ’ μου ένα τσιγάρο δανεικό τώρα, βάλε ένα κρασί να ξεχαστούμε, σβήστην θράκα μην καεί κανείς και φέρε τις μπριζόλες να φαγωθούνε.

Δοκιμάζεις να δεις αν σου πέτυχαν. Πωω, άστο Νικολάκη. Τις έκαψα γαμώ το κέρατό μου. Ποια με καταράστηκε, τις μπριζόλες να μην πετυχαίνω”;