“To whom it may concern…”. Ένας στερεότυπος τρόπος εισαγωγής σε αγγλόφωνη αλληλογραφία προκειμένου να προκαλέσει το ενδιαφέρον στον αναγιγνώσκοντα μια επιστολή. Με αυτή την έννοια, θέλω να πω και σε σας, τους εργενολεβέντες, δύο-τρία πραγματάκια που αφορούν το φαγητό.  

Υπάρχουν, λοιπόν, μερικές φυλές ανθρώπων (πάντα μιλάμε για εργένηδες) οι οποίες αυτοπροσδιορίζονται ανάλογα με το τι θα φάνε και το πώς θα το φάνε. Στη μια φυλή ανήκει ο ψαγμένος τύπος που ξέρει τι του γίνεται από υλικά, ξέρει πώς να τα χειριστεί και εκτός των άλλων γουστάρει όλη αυτή την διαδικασία και ενασχόληση φτάνοντας στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Στη δεύτερη φυλή ανήκουν τύποι οι οποίοι αντιμετωπίζουν το φαγητό σαν ένα αναγκαίο “πρέπει”. Πρέπει να αναπνεύσω για να μην σκάσω, πρέπει να κάνω κακά μου για να μην τα κάνω επάνω μου, πρέπει κάποια στιγμή να φάω για να μην πεθάνω από την πείνα κόκ.

Πάει, λοιπόν, σε κάποιο, συνήθως συμφοριασμένο μαγέρικο, παίρνει μια τεράστια μερίδα παστιτσάρα, μέσα σε ένα από εκείνα τα ακατανόμαστα γαλακτερά μπολ, στο οποίο ο μάγερας μαζί με την παστιτσάρα στριμώχνει όσο πιλάφι ή πατάτες φούρνου χωρούν για γαρνιτούρα (τρομάρα του). Έτσι, γιατί είναι γαλαντόμος… Λες και το φαΐ αν δεν ζυγίζει ένα-ενάμιση κιλό δεν είναι εντάξει, όταν με 500-600 γραμμάρια τροφής έχεις χορτάσει οπωσδήποτε (να έχεις χορτάσει λέμε, όχι να έχεις τουμπανιαστεί).

Υπάρχει και μια τρίτη φυλή σιτιζομένων όπου σε αυτή ανήκουν πιο cool τύποι. Δεν τρελαίνονται για σούπερ υλικά και παράξενα μαγειρέματα, αλλά δεν θα καλύψουν κιόλας την ανάγκη τους για φαγητό με ότι λάχει ή με ότι λιγδιάρικο και σκεπασμένο με λιωμένη γκούντα πέμπτης διαλογής κυκλοφορεί. Αυτοί είναι οι “άνθρωποί μου”, σε αυτή τη φυλή νοιώθω πως ανήκω και εγώ. Όπως σε όλα τα πράγματα, έτσι και σε αυτό, το σωστό βρίσκεται κάπου στη μέση. Η μαγεία του πράγματος είναι ότι, πέρα από ένα ολοκληρωμένο και επιτυχημένο καλό μαγείρεμα, που πρέπει να έχεις τις γνώσεις για να το κάνεις, είναι να έχεις κατά το δυνατόν τον τρόπο με δυο- τρία υλικά που έχεις στο σπίτι σου να φτιάξεις κάτι που θα το ευχαριστηθείς χωρίς να είσαι ο σούπερ-ντούπερ σεφ.

Άνοιξε το ψυγείο σου, πιάσε δυο ντομάτες, κόψε ένα κρεμμύδι φέτες, κόψε ότι λαχανικό έχεις σε κυβάκια, λίγο σκόρδο, καρύκευσε, κάνε μια σαλτσούλα, σπάσε στο τέλος λίγη φέτα, ρίξε το παρασκεύασμα σε ένα πιάτο και πλακώσου στην “παπάρα’” ή κάνε μια βρασιά ζυμαρικά και ρίχτα στο τηγάνι με το σαλτσικό για ένα λεπτό και είσαι έτοιμος. Τόσο απλά και τόσο νόστιμα!

Σε αυτό πνεύμα, αγαπητά μέλη της φυλής μου, θα σας μεταφέρω τον τρόπο με τον οποίο με μια κονσέρβα τόνου μπορούμε να φτιάξουμε ένα νόστιμο έδεσμα και να πιούμε ευχάριστα κι ένα δροσερό ποτήρι κρασί. Τα υλικά αυτά νομίζω ότι λίγο πολύ υπάρχουν στο σπίτι χωρίς να χρειάζεται να πας για ψώνια:

  • 1 κονσέρβα τόνου σε ελαιόλαδο
  • Λίγη πιπεριά καυτερή ψιλοκομμένη (αν θες)
  • 2 κρεμμυδάκια φρέσκα ψιλοκομμένα
  • Λίγη κάπαρη χοντροκομμένη
  • Λίγο θυμάρι
  • 2 κ.σ. μαγιονέζα
  • Χυμό λεμονιού (όσο θες)
  • Λίγο κόκκινο πιπέρι τριμμένο
  • Τριμμένη μοτσαρέλα ή άλλο τυρί που λιώνει
  • Ελαιόλαδο
  • 3-4 καλές φέτες ψωμί χωριάτικο ή τσιαπάτα
     

Εκτέλεση

Στραγγίζουμε τον τόνο από το περισσότερο λάδι (όχι όλο) και σε ένα μπολ τον τρίβουμε σε μέτρια κομμάτια. Ρίχνουμε στο μπολ την καυτερή πιπεριά, το ψιλοκομμένο φρέσκο κρεμμύδι, την κάπαρη, το θυμάρι, το χυμό λεμονιού, το κόκκινο πιπέρι για άρωμα, προσθέτουμε και την μαγιονέζα για να νοστιμίσει και να αποκτήσει συνοχή το μείγμα.

Περνάμε τις φέτες του ψωμιού με λίγο ελαιόλαδο και τις περνάμε από το γκριλ να πάρουν λίγο χρώμα. Τις βγάζουμε και απλώνουμε το μείγμα στις φέτες και από πάνω ρίχνουμε την τριμμένη μοτσαρέλα. Φουρνίζουμε για δύο-τρία λεπτά να γκρατιναριστεί το τυρί και σερβίρουμε. Και για να μη ξεχνιόμαστε: ένα ποτήρι δροσερό λευκό κρασί είναι ταμάμ!