Κάθε πράγμα στη ζωή εξελίσσεται. Και το καλό και το κακό. Και το ευπρόσδεκτο και το απωθητικό, το «μακριά από μας». Στα social media η τακτική της αποφυγής μιας επικοινωνίας με κάποιον, ιδίως σε ερωτικό επίπεδο, ξεκίνησε από το «δεν ανοίγω την ειδοποίηση της συνομιλίας» πριν πάει στο «Διαβάστηκε». Σε αυτή την περίπτωση δεν ήξερες και τι σου έχει γράψει ο άλλος, αλλά ήθελες να το αποφύγεις ακόμα κι αν σου έλεγε ότι ένας μακρινός συγγενής σου από την Αμερική σου άφησε περιουσία κάτι εκατομμύρια.

Μετά ήρθε το «Διαβάστηκε». Εκεί είχες τα κότσια και το θράσος να διαβάσεις τι σου έστειλε ο άλλος και απλά να μην απαντήσεις, αφήνοντας τον να αναρωτιέται ή να συνεχίσει να στέλνει μόνος του για να τον βάλει ο Κοντοπίδης δε κάποιο βίντεο.

Μετά το «Διαβάστηκε», ήρθε το «βλέπω από τη μπάρα της ειδοποίησης τι μου έχεις γράψει, το ξέρουμε και οι δύο πως το έχω δει, αλλά ας προσποιηθούμε πως δεν το έχω διαβάσει».

Κι εκεί που η ψυχολογία σου έχει συμφιλιωθεί με αυτές τις καταστάσεις και μαθαίνει να παίρνει το μήνυμα της απόρριψης, έρχεται μια νέα μάστιγα που είναι γεμάτη στα mixed signals.

Και το όνομα αυτής «Διαβάστηκε, αλλά σχολιάζω και τα stories σου». Είναι αυτή η φάση που μιλάς με ένα άτομο – στην δική μου περίπτωση με μια κοπέλα (ή με πολλές κοπέλες) – κάποια στιγμή παίρνεις την απόφαση να της προτείνεις να βγείτε κι από κει που ως τότε σου απαντούσε σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, περνάνε κάτι ώρες και απάντηση μηδέν. Και πέφτεις για ύπνο, ξυπνάς το πρωί ελπίζοντας για μια απάντηση και καταλήγεις να δεις ένα «Διαβάστηκε».

Ρίχνεις ψευδαίσθηση στο μέσα σου πως το επεξεργάζεται, το σκέφτεται και θα σου απαντήσει, αλλά περνάνε 10 μέρες και, μάλλον, δε θα σου απαντήσει. Οπότε ξενερώνεις, το αφήνεις να τελειώσει και πας παρακάτω. Και κάποια στιγμή σου κάνει ριάξιον και σχόλιο σε story σου. Δεν δίνεις σημασία. Πατάς μια καρδούλα και τέλος. Και σου ξανακάνει μετά από μερικές μέρες σχόλιο. Και ξανά σχόλιο. Και ξανά σχόλιο.

Κι όσο κάνει τα σχόλια, 5 γραμμές πιο πάνω υπάρχει αυτό το αναπάντητο ερώτημα, ένα ερωτηματικό να με το συμπάθιο, ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Κι αναρωτιέσαι αν πρέπει να πεις κάτι ή θα συνεχίσεις να κάνεις σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Ή, σκέφτεσαι αφελώς, μήπως μετάνιωσε και θέλει να της πεις ξανά να βγείτε. Κι είσαι τόσο αφελής που τελικά το ξαναπάς προς τα εκεί για να συμβεί ακριβώς το ίδιο. Όλη η γειτονιά έχει βγει στα μπαλκόνια και σε χειροκροτάει.

Λογικά το επόμενο στάδιο μετά από αυτό θα είναι να σου λέει κάποια ή κάποιος «έλα να πάμε για ποτό», θα απαντάς «ναι» και μετά θα εξαφανίζεται και θα είναι πιο ghosting κι από το ghosting.