Τη Συκιά της Χαλκιδικής, το χωριό που μεγάλωσε, τη χαρακτηρίζουν στην ευρύτερη περιοχή ως «Τέξας». Κι αυτό γιατί οι κάτοικοι του συγκεκριμένου κομματιού γης δεν μοιάζουν με τους συνηθισμένους. Έτσι και ο Πέτρος Μάλαμας, δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Άρα και η ζωή του δεν θα μπορούσε να είναι ανιαρή, συνηθισμένη, με εύκολες επιλογές, προφανή λάθη, ανέξοδα mea culpa.

Για τον Πέτρο Μάλαμα μου μίλησε με διθυραμβικά σχόλια ο κοινός μας φίλος, ζωγράφος και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, Μάριος Σπηλιόπουλος. Είχε πάει να τον απολαύσει σε μια από τις εμφανίσεις του στον Σταυρό του Νότου. Και ο Μάριος δεν είναι από εκείνους που έχει τον καλό λόγο να ρέει στο στόμα του.

Δεν έχασα χρόνο. Διάβασα διάφορες συνεντεύξεις του, προσπάθησα να αποκρυπτογραφήσω τον Πέτρο Μάλαμα μέσα από τα κομμάτια του Καναδέζα. Θέλησα να αφουγκραστώ την πρόκληση να μελοποιήσει στίχους του Άλκη Αλκαίου στο Οδηγίες προς Ναυτιλιμένους. Να νιώσω τη μενταλιτέ του στα Κοιτάσματα.

Ακολουθεί η κουβέντα μας, που πραγματοποιήθηκε ένα κρύο μεσημέρι στα τέλη του Ιανουαρίου.

Όπου Μάλαμας και μουσική

Μια από τις πρώτες του εικόνες που έχουν αποτυπωθεί στον σκληρό του δίσκο είναι η εξής. «Ο πατέρας μου μελετάει κλασική κιθάρα για να πάρει το δίπλωμα, εκεί στις αρχές του 1980. Με έχει ξαπλωμένο στα πόδια του κι έτσι το ένα αυτί μου εφάπτεται στην κοιλιά του και το άλλο στο πίσω μέρος της κιθάρας. Αυτόν τον ήχο τον φέρω μέσα μου ακόμη, ένιωθα μια γαλήνια ζεστασιά».

Ήταν πολύ ήσυχος ως παιδί. Ίσως και να παραήταν… «Μπορεί η μητέρα μου να μου έλεγε “κάτσε εκεί” κι εγώ θα καθόμουν μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Δεν ζητούσα τίποτε, δεν αναζητούσα την προσοχή. Είχα μια παράξενη ησυχία μέσα μου, τρομακτική, όπως λέει ο πατέρας μου, του προκαλούσα λίγο φόβο μήπως “έχει κάποιο πρόβλημα το παιδί”». Μου περιγράφει σκηνικά όπου οι δάσκαλοι τον έπιαναν συνεχώς αφηρημένο. «Μίσησα το σχολείο στην Γ’ Δημοτικού, όταν μια δασκάλα μου έδωσε ένα χαστούκι γιατί κοιτούσα αφηρημένος το παράθυρο» θυμάται.

Η εφηβεία του ήταν το ακριβώς αντίθετο. Έγινε ατίθασος, οι αταξίες ήταν στο ημερήσιο πρόγραμμα, συχνά το έσκαγε τα βράδια από το σπίτι και πήγαινε σε μπιλιαρδάδικα, όπου ήταν η «μασκότ», αφού κάπνιζε από τα 12…

Ο Πέτρος Μάλαμας και η γνωριμία του με το τραγούδι

Παράλληλα, όμως, άρχισε να παρατηρεί πως οι συνομήλικοί του άρχισαν να καταπιάνονται με διάφορες ασχολίες, είτε ήταν οι ξένες γλώσσες, είτε η μουσική, είτε ο αθλητισμός. «Αναρωτιόμουν με τι θα μπορούσα να ασχοληθώ. Από μικρό μου άρεσε να τραγουδάω. Στη Β’ Δημοτικού είχα γράψει μια έκθεση -μην φανταστείς ήταν δύο σειρές, βαριόμουν να γράψω, αλλά έχω ακόμη εκείνη την έκθεση είχε θέμα “Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;” κι εγώ έγραφα: “Εγώ όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω μαγνητόφωνο. Να γράφω στο δάσος ζώα, πουλιά και… ” έτσι τελειώνει, δεν την είχα ολοκληρώσει».

Κανείς από όσους μεγαλώνει εκτεθειμένος σε ένα οικογενειακό περιβάλλον γεμάτο μελωδίες, συγχορδίες και αρμονίες δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος. Γιατί να ισχύει το αντίθετο στην περίπτωση του Πέτρου; «O πατέρας μου ηχογραφούσε τις ιδέες και τις μελωδίες του. Υπάρχουν λοιπόν ντοκουμέντα με εμένα να είμαι μηνών και ακούγεται η φωνή της μητέρας μου να λέει “μην βρε σαλιώνεις το μικρόφωνο” (γέλια). Ακούω και τη φωνή μου, σε μια κασέτα τραγουδάω το θέμα της Λιλιπούπουλης, κάνοντας “πομ, πομ”. Ακόμη και τώρα, έτσι ηχογραφώ στην αρχή. Μετά τα “μεταγλωττίζω” με τους μουσικούς» λέει γελώντας.

Ήταν σε μια σχολική γιορτή που τραγούδησε δημόσια για πρώτη φορά. Τότε συνειδητοποίησε πως μπορεί να τραγουδάει και μάλιστα αρκετά καλά. «Κανείς άλλος στην τάξη μου δεν τραγουδούσε, πράγμα που μου φαινόταν πολύ περίεργο. Από τότε, όχι μόνο τραγουδούσα σε κάθε σχολική γιορτή, αλλά διάφορα παιδιά που έπαιζαν μουσικά όργανα, με ήθελαν για να τους συνοδεύω με τη φωνή μου. Έφτιαχναν συγκροτήματα ό, τι να ναι και εγώ πήγαινα και τραγουδούσα τα τραγούδια που ήθελαν. Από heavy metal μέχρι ελληνική ροκ».

Κάτι όμως τον ενοχλούσε. Ο μικρός Πέτρος Μάλαμας έπρεπε να μαθαίνει τα τραγούδια που ήθελαν να παίξουν οι άλλοι, αλλά εκείνος δεν τραγουδούσε εκείνα που ήθελε. Εν τω μεταξύ, είχε προηγηθεί το διαζύγιο των γονιών του και η μετακόμισή του μαζί με τη μητέρα του στην Καστοριά.

«Κάπου εκεί, στα 14 μου, άρχισα να ψάχνω για έναν δάσκαλο κιθάρας. Εκεί δεν υπήρχε καθηγητής σε ωδείο, αλλά μου είπαν πως υπάρχει ένας φοβερός κιθαρίστας που είχε επιστρέψει στην Καστοριά. Ήταν ο Φάνης Βελλίδης, ένας κιθαρίστας που ήταν στο Woodstock κι έχει παίξει με τον Eric Clapton. Είχε ζήσει μια πολυτάραχη ζωή και όταν πέθανε ο πατέρας του αποφάσισε στα 60 του, να επιστρέψει στην Καστοριά και να συνεχίσει να τρέχει το χασάπικο του πατέρα του».

Ο Φάνης ήταν αυτοδίδακτος. «Δεν είχε διδάξει ποτέ ξανά, για αυτό και εγώ συνηθίζω να λέω, “να πως δεν έμαθα μουσική”». Οι ιστορίες από τα πρώτα μαθήματα που του έκανε είναι πραγματικά αστείες. Έτσι όπως μου τον περιγράφει, μοιάζει με τον Μιγιάγκι, από το Karate Kid. Μόνο που δεν τον έβαζε να βάφει τοίχους ή να καθαρίζει παρμπρίζ. «Ακόμη τον φέρω μέσα μου κάθε φορά που προσπαθώ να παίξω ένα τραγούδι που έχει δύσκολη μουσική» μου εξομολογείται ο Πέτρος.

«Κιθαριστικά, σαν στιλ, δεν μοιάζω καθόλου με τον πατέρα μου. Θα αναρωτιόταν κανείς, “καλά, ο γιος του Σωκράτη Μάλαμα, κιθάρα δεν έμαθε;». Εύλογα, θεωρώ, μου έρχεται στο μυαλό να τον ρωτήσω αν ο Φάνης Βελλίδης λειτούργησε σαν πατρική φιγούρα για εκείνον, αφού τον πατέρα του δεν τον έβλεπε πλέον τόσο συχνά. «Βέβαια» μου λέει χωρίς να το σκεφτεί πολύ.

«Μοιάζω σε πολλά με τον πατέρα μου» μου εξηγεί, «αλλά διαφοροποιήθηκα πολύ από εκείνον, σε ό, τι αφορά το στιλ. Πέρα από τη χροιά, το άτσαλο παίξιμό μου δεν φανερώνει την καταγωγή. Ήταν και ο εγωισμός μου που έπαιξε ρόλο. Ήμουν στην εφηβεία, δεν ήθελα να μου δείχνει ο πατέρας μου. Μάθαινα από εκείνον “κλέβοντας”. Έβλεπα τι έκανε και προσπαθούσα μετά να το εφαρμόσω, φέρνοντας πιο πολύ στα μέτρα μου» μου λέει.

Ο Πέτρος Μάλαμας συναντά την Υποκριτική

Στην Καστοριά έμεινε μέχρι την Α’ Λυκείου, όταν και πρωτοστάτησε στις καταλήψεις, με αποτέλεσμα να μείνει από απουσίες. «Σκεφτόμουν να παρατήσω το σχολείο, δεν το ήθελα κιόλας. Για καλή μου τύχη εμφανίστηκε η καθηγήτρια της Ιστορίας, του μόνο μαθήματος που μου άρεσε και ήμουν καλός… Μου είπε, “δεν γίνεται να παρατήσεις το σχολείο, είσαι εξαιρετικό παιδί” και μου πρόετεινε να πάω στο νυχτερινό σχολείο. Με συγκίνησε που νοιαζόταν για μένα. Αλλά η Καστοριά ήταν μια μικρή πόλη και δεν άντεχα να είμαι άλλο εκεί».

Πήρε την απόφαση να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη και έπιασε δουλειά σε ένα στούντιο ηχογράφησης, όπου έκανε χαμαλίκια. Παράλληλα πήγαινε νυχτερινό στην Ικτίνου. «Τότε έκανα παρέα με ένα κορίτσι που το μοναδικό της όνειρο ήταν να περάσει στο Τμήμα Θεάτρου. Εγώ δεν είχα δει ποτέ θέατρο στη ζωή μου, ποιο θέατρο στην Καστοριά;».

Ο Πέτρος Μάλαμας δήλωσε όσες πιο πολλές σχολές μπορούσε στο μηχανογραφικό του, ανάμεσα σε αυτές και το Τμήμα Θεάτρου. Και πέρασε σε αυτό! «Απογοητεύτηκα όταν το έμαθα, αλλά τουλάχιστον μου εξασφάλιζε αναβολή από τον στρατό. Πήγα την πρώτη ημέρα και μας καλωσόρισε με μια σκληρή ομιλία ο Νικηφόρος Παπανδρέου, επικεφαλής της Σχολής. Μας εξέθεσε τις δυσκολίες του κλάδου, τις λύπες που είναι περισσότερες από τις χαρές…».

Τον επόμενο χρόνο, έχοντας εξασφαλίσει την αναβολή, δεν τον είδε κανείς εκεί γύρω. Ο Πέτρος Μάλαμας, όχι απλά δεν πατούσε το πόδι του στη σχολή, αλλά οι παρέες του δεν ήταν και οι ενδεδειγμένες.

«Συνειδητοποίησα πως οι παρέες μου ασκούσαν μια πολύ κακή επιρροή πάνω μου. Συνειδητοποίησα, επίσης, πως αν πήγαινα στα μαθήματα της Σχολής θα ξέφευγα από όλα αυτά. Στην αρχή πήγαινα με το ζόρι και τελικά βρέθηκα σε μια “όαση”, ήμουν σε έναν θαυμαστό καινούργιο κόσμο. Το θέατρο έχει αυτό το παράδοξο που γράφει ο Σαίξπηρ, “σηκώνει ψηλά έναν καθρέφτη για να κοιτάζεται η φύση και να αναγνωρίζει ο καιρός την πραγματική του ηλικία”. Το θέατρο είναι ένας διάλογος με την κοινωνία, οπότε μπορείς να μαθαίνεις ιστορία από το θέατρο… Την ιστορία των ανθρώπων, όχι την επίσημη, κρατική ιστορία. Αυτό με συνεπήρε».

Στη συνέχεια ήρθαν οι εισαγωγικές εξετάσεις που οδήγησαν τον Πέτρο στην Υποκριτική. «Είχαν αλλάξει τα πάντα στη ζωή μου. Ήμουν με ανθρώπους που είχαν φιλοδοξίες, που είχαν όνειρα, που ήθελαν να γίνουν ηθοποιοί. Η μεγαλύτερη μαλακία ήταν πως η φίλη μου από το νυχτερινό δεν πέρασε τελικά».

Όμως και πάλι ένιωθε να τελματώνει. Δεν ήταν η πρώτη φορά, εννοείται ούτε η τελευταία… Υπήρχαν περίοδοι που έκανε κάποιους μήνες να εμφανιστεί στη Σχολή. Είχε δουλέψει στο μεσοδιάστημα ως αυτοφοράκιας στο Λούκι Λουκ -θρυλικό μπαρ της πόλης, ενώ περνούσε γυψοσανίδες σε σκυλάδικα της Θεσσαλονίκης και κομμωτήρια. «Ήρθε ο Δημήτρης Ναζίρης, ένας καθηγητής της Σχολής και μου ζήτησε να επιστρέψω. “Πόση αλητεία αντέχεις να ζήσεις” με ρώτησε. Με συγκίνησε αυτή του η στάση».

Όπως και στην πρώτη περίπτωση, με την καθηγήτρια Ιστορίας, έτσι και στη δεύτερη, ο Πέτρος επέστρεψε στη Σχολή. «Με συγκίνησε αυτό που έκανε. Απαιτεί κόπο να το κάνει αυτό ένας 60χρονος. Έτσι επέστρεψα και μάλιστα το είχα πάρει πιο ζεστά. Έκανα μπαλέτο, φωνητική…» μου λέει με ενθουσιασμό. Κάπως έτσι, έφτασε να παίξει στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.

Ήταν οι θεατρικές παρέες που τον συνάρπαζαν, ήταν το όλο δημιουργικό κλίμα που έδινε νόημα στην καθημερινότητά του. Ένας καθηγητής του του πρότεινε να παίξει σε ένα έργο που θα ανέβαινε στην Αθήνα. Για τον Πέτρο Μάλαμα η Θεσσαλονίκη είχε γίνει με τη σειρά της ανυπόφορη. Ήξερε τους πάντες και έβλεπε τις παλιές του παρέες να καταστρέφονται. Μια καινούργια αρχή στην Αθήνα θα ήταν ένα αναπάντεχο και καλοδεχούμενο δώρο.

«Κατέβηκα στην Αθήνα και έπαιξα έπαιξα στο Τέχνης, με πήραν και στο Εθνικό, αλλά και στον Κρατήρα με τον Γιάννη Λεοντάρη και την ομάδα Κανιγκούντα. Αλλά κάπου εκεί άρχισα να κακοφορμίζω» μου λέει, συνοδεύοντας τις λέξεις με τις ανάλογες γκριμάτσες. Τι είχε συμβεί πάλι;

«Κάναμε έναν έργο που με συγκλόνισε. Κάναμε επί μήνες πρόβες, ανέβηκε για λίγες εβδομάδες, πήγε άπατο και μετά αρχίσαμε να ασχολούμαστε με άλλο έργο. Ένιωθα σαν τον Σίσυφο, ανεβάζω μια πέτρα μέχρι πάνω και ξανά από το μηδέν».

Τον πείραζε που στο θέατρο δεν μένει μια παράσταση ως ντοκουμέντο, όπως στο σινεμά, για παράδειγμα. «Ξεκίνησε και ένα σερί ρόλων σε βίαια έργα… Τίτος Ανδρόνικος, Άμλετ, Ερινύες να σε κυνηγάνε, το φάντασμα του πατέρα σου, μια ταλαιπωρία, να δολοφονήσεις τη μάνα σου, αίμα, αίμα, φρίκη, απόγνωση… Πήγαινα εκεί, δούλευα σαν σκυλί και μετά έφευγα να ακούσω κανένα ρεμπέτικο. Ήθελα μουσική, Βαμβακάρη, τα πράγματα είναι απλά. Γράφεις ένα τραγούδι και μένει για πάντα».

Ένα μεσημέρι του Ιανουαρίου με μαγιό και ο Γιώργος Λάνθιμος

Εκεί κάπου, τον Ιανουάριο του 2011, ο Πέτρος Μάλαμας βρέθηκε στο σετ ενός διαφημιστικού σποτ με σκηνοθέτη τον Γιώργο Λάνθιμο. Όταν του ζητάω να μου διηγηθεί πώς συνέβη, εκείνος χαμογελάει και σχολιάζει: «Τώρα είναι ο καιρός να εξαργυρώσω αυτό το credit μου, έτσι;». Επιμένω να μου πει την ιστορία.

«Με διάλεξε ο Γιώργος Λάνθιμος για να πίνω μπύρα σε ένα διαφημιστικό σποτ. Δεν σου κάνω για τύπος που μπορεί να πίνει μπύρα; Κάποτε, σε μια διαφημιστική, τους είχα πει: “Τράπεζες και ασφάλειες δεν κάνω. Αν είναι για ποτά, κάτι τέτοιο, που θα έχει πλάκα, είμαι μέσα”.

»Όταν με πήραν τηλέφωνο για να με ρωτήσουν αν θα έκανα για μπύρα, ειδικά με ατάκα «Ζήσε τον μύθο σου στην Ελλάδα», πώς να τους το αρνηθώ; Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν τέτοια εποχή -υποτίθεται βέβαια πως ήταν καλοκαίρι και εμείς ήμασταν με κοντομάνικα. Είχε απίστευτο κρύο, ήμουν άρρωστος για τρεις εβδομάδες μετά από αυτό.

«Ερχόταν ο Λάνθιμος με γούνινο μπουφάν και μου έλεγε, “είσαι εντάξει;”. Εγώ του απαντούσα, “Τι εντάξει; Είσαι καλά; Έχω γίνει μπλε από το κρύο. Μου απλώνουν αντηλιακό για να μην φαίνομαι μπλε”. Έβλεπα τα κοριτσάκια που φορούσαν φουστανάκια και μαγιό και σκεφτόμουν, “μιλάω κι εγώ…”! Βέβαια, εκείνες ήταν όρθιες και χόρευαν.

»Εγώ καθιστός, έπινα το νεροζούμι που είχε μέσα -δεν έπρεπε να το πιούμε, έκανα πως έπινα μια γουλιά και μετά το έφτυνα. Ο Γιώργος ήταν εξαιρετικός στη συνεργασία, ευγενικός, με πολύ φροντίδα και δεν έπρεπε να του μιλήσω έτσι άσχημα τότε, αλλά δεν ήξερα τι τροπή θα πάρουν τα πράγματα (γέλια). Έπρεπε να δείξω σθένος ηθοποιού, πως τα αντέχω όλα. Κλώτσησα εκείνη την ευκαιρία για διεθνή καριέρα στο σινεμά».

Το σοκ και η επιστροφή στη Θεσσαλονίκη

Τότε ήταν που συγκινήθηκε με μια συλλογή ποιημάτων του Γκάτσου, την Παγωμένη Θεατρίνα. «Άρχισα να γράφω τη μουσική χωρίς να γνωρίζω αν έχουν μελοποιηθεί, γιατί δεν ήθελα να επηρεαστώ ακούγοντας τη μελοποίησή τους». Παράλληλα, έριξε μαύρη πέτρα στο θέατρο, δέκα ημέρες πριν την πρεμιέρα του έργου. «Πήγα με κλάματα στα μάτια και τους είπα, “παιδιά δεν μπορώ να συνεχίσω να το κάνω αυτό. Συγγνώμη”. Δεν είχε ξαναγίνει να φεύγει κάποιος από μια παράσταση λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα».

Έκανε ένα πάρτι στο σπίτι του, είπε στους καλεσμένους του να πάρουν φεύγοντας ό, τι τους αρέσει, φόρτωσε στο αμαξάκι του κιθάρες, δίσκους και βιβλία για να ανέβει στη Θεσσαλονίκη και να φοιτήσει στη Σχολή Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης. Είχα γράψει ήδη μουσική πάνω στην Παγωμένη Θεατρίνα του Γκάτσου, η οποία δεν κυκλοφόρησε -δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου, άλλωστε. Την κατέθεσα, έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις πέρασα σε μια ειδικότητα παράξενη που λέγεται Ποιητική, που σημαίνει την τέχνη της Μελοποιίας στο Δημοτικό Τραγούδι».

Ωστόσο, οι απαιτήσεις της Σχολής στην κλασική μουσική δεν επέτρεψαν στον Πέτρο να τελειώσει τη Σχολή, παρόλο που εκεί γνώρισε έναν άνθρωπο τον οποίον θαυμάζει ακόμη, τον Ηλία Παπαδόπουλο, καθηγητή της σχολής, έναν οραματιστή Πόντιο λυράρη. «Καθόμουν εκεί σαν ντουγάνι και δεν καταλάβαινα κανέναν εκτός του Ηλία Παπαδόπουλου. Αντιλήφθηκα πως μου λείπουν τα θεμέλια».

Συκιά – Βανκούβερ – Θεσσαλονίκη

Ο Πέτρος επέστρεψε στη Συκιά κι απομονώθηκε εκεί για έναν χειμώνα. Οι τάσεις φυγής που εμφανίζονται συχνά πυκνά στη ζωή του του χαρίζουν εμπειρίες που μεταμορφώνει σε στίχους, σε μελωδίες, σε εικόνες. «Ψάχνω για συγκινήσεις. Η συγκίνηση έχει μέσα τη λέξη κίνηση. Με γοητεύει και η εικόνα του Μικρού Πρίγκιπα, που είναι μόνος του σε έναν πλανήτη και αν περάσει κάποιος κομήτης πιάνεται στην ουρά του, απλά για να φύγει, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Στη συνέχεια κάθομαι και αναρωτιέμαι, “Γιατί έφυγα;”».

Στον Καναδά πήγε πριν από μια 10ετία περίπου. Είχε διαβάσει για τα κινηματογραφικά στούντιο εκεί και την ανάπτυξή τους και μέσα σε ένα βράδυ πήρε την απόφαση να πάει εκεί. Όταν ήμουν εκεί διάβαζα πολύ περισσότερα νέα για την Ελλάδα από ό, τι όταν βρισκόμουν στη χώρα. Είμαστε
Με πήρε μια εταιρία casting, η οποία δεν έψαχνε κατ’ ανάγκη για ηθοποιούς. Πήρε μέρος σε κάποιες ταινίες. «Έπαιξα σε μια ταινία Μορμόνων με χριστιανικό θέμα. Στο μπούγιο, ξέρεις» μου λέει.

Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην δούλευε στο λιμάνι. «Σκληρή δουλειά, δούλευα ακατάπαυστα και έκανα κι άλλες περιστασιακές δουλειές. Η μόνη διασκέδαση που είχαν εκεί ήταν να πηγαίνεις το Σάββατο σε ένα καζίνο ή σε ένα στριπτιτζάδικο για να δεις κάποια πορνοστάρ να σου κουνιέται. Ζωή ήταν αυτή; Θα μπορούσα να δουλεύω το ίδιο σκληρά και στην Ελλάδα… Τι προοπτική είχα εκεί; Κι έτσι αποφάσισα να γυρίσω».

Με έναν τόνο απολογισμού όλων των εμπειριών του, μου λέει πως με την απόφαση να πάει στον Καναδά είχε πιάσει πάτο. «Τότε το πήρα απόφαση: “Όλο το έργο το κουβαλάς στο κεφάλι σου. Όπου και να πας είναι κόλαση, αν είσαι κολασμένος”. Δεν είναι πως έχω κατακτήσει κάτι, αλλά βλέπω τις αποτυχίες μου και προσπαθώ να τις περιγράφω ποιητικά» λέει χαμογελώντας.

Έπρεπε να στήσει τη ζωή του από την αρχή. Βρήκε μια πρωινή δουλειά και δειλά δειλά άρχισε να γράφει τραγούδια. Έπρεπε να διανύσει αυτήν την τεράστια απόσταση για να γίνει πλέον ίσως αυτό που δεν ήθελε ενδόμυχα, λόγω της βαριάς σκιάς του πατέρα του, Σωκράτη Μάλαμα: Τραγουδοποιός. Ίσως αυτό να είναι και ένα αυθαίρετο συμπέρασμα, δικό μου.

Ο πατέρας του, ο Σωκράτης Μάλαμας έχει πάει να τον ακούσει. Κάθε φορά που πηγαίνει, αγχώνεται πολύ. «Έχουμε αρκετά βίαιη σχέση πάνω στα τραγούδια που φτιάχνω» μου λέει και εξηγεί: «Κανείς, πέρα από τον πατέρα μου δεν μου μιλάει πιο άσχημα για αυτά. Ίσως εγώ μιλάω στον εαυτό μου πιο άσχημα, μάλλον για να με προετοιμάσω για την κριτική του».

Οι δισκογραφικές του δουλειές του Πέτρου Μάλαμα «κουβαλούν» τα βιώματα, τις φοβίες, τις ιδέες του. Σχεδόν κάθε λέξη του από αυτή του συζήτηση μπορεί να βρεθεί στα τραγούδια της Καναδέζας, του Οδηγίες προς Ναυτιλλομένους, στα Κοιτάσματα. Το ξεκάθαρό του στίγμα στο χάρτη του σύγρονου ελληνικού τραγουδιού φανερώνει μια υποσχόμενη δυναμική.

Ο Πέτρος Μάλαμας απέσπασε κολακευτικές κριτικές για τις τελευταίες του εμφανίσεις στον Σταυρό του Νότου. Ωστόσο και πάλι δεν θεωρεί πως πάνω στη σκηνή είναι ο εαυτός του 100%. «Είμαι άβολος άνθρωπος, πουθενά δεν αισθάνομαι πως είμαι αυτός που θέλω να είμαι. Η ψυχοθεραπεία με έχει βοηθήσει πολύ τα τελευταία χρόνια. Όπως με έχει βοηθήσει και ο έρωτας, το κορίτσι μου που με φροντίζει και με στηρίζει σε όλες τις δυσκολίες, οι φίλοι μου… Έχω μιλήσει άσχημα σε ανθρώπους, έχω φερθεί παράξενα, το ξέρω και μετανιώνω. Μου αρέσει η συντριπτική ειλικρίνεια. Αλλά δεν μου αρέσει όταν εμπλέκεται ο θυμός, σημαίνει πως υπάρχει κάποιο ξέσπασμα».

Βολικά δεν νιώθει πουθενά, μου λέει. «Θέλω να βρω την πληρότητα που είχα όταν ήμουν παιδάκι». Σαν ένας Μικρός Πρίγκιπας στα 40 του.

Το επόμενο Live του Πέτρου Μάλαμα στην Αθήνα είναι την 1η Μαρτίου, στο 1/3 που παίζουμε στο Αρτζεντίνα (Κωλέττη 40).

Φωτογραφίες: ApoGreen