Από τη Χαρά Φωτεινού.

Όποιος έχει ζήσει στην ελληνική περιφέρεια γνωρίζει από πρώτο χέρι τι σημαίνει ξενοφοβία, αντιπάθεια στο διαφορετικό, προκατάληψη, κουτσομπολιό, τοπικισμός. Επαρχιωτισμός. Αλλά και στις μεγαλουπόλεις, σε χαρακτήρες που έχουνε διαμορφωθεί αποκλειστικά εντός αστικού ιστού, ο επαρχιωτισμός είναι υπαρκτός. Αν στα χωριά συναντάμε ξεματιάσματα και θρησκοληψίες ενός πολύ κακώς ερμηνευμένου Χριστιανισμού, στις πόλεις κυριαρχούν τα ζώδια, οι καφετζούδες, τα μέντιουμ και οι χαρτορίχτρες. Είτε στο χωριό είτε στην πόλη, όμως, είσαι ό,τι δηλώσεις.

Ορδές ανθρώπων είναι έτοιμες να κατασπαράξουν όποιον δηλώσει, χωρίς πιστοποίηση, ότι ξέρει από θέατρο επειδή έμαθε μέσα στα θέατρα ή κινηματογράφο επειδή έμαθε μέσα στους κινηματογράφους. Μία σημαντική παρατήρηση για τον ελληνικό κινηματογράφο αφορά τη θέση και τον ρόλο της γυναίκας. Ένα κινηματογραφικό υλικό (κυρίως των δεκαετιών του ’60 – ’70, αλλά και πιο πριν και, φυσικά, μεταγενέστερα) που ψυχαγωγεί ακόμα χάρη στις εξαιρετικές ερμηνείες κορυφαίων ηθοποιών, αλλά εκφράζει τα συντηρητικότερα ένστικτα αυτής της κοινωνίας. Μία γούνα κάνει τη γυναίκα ευτυχισμένη, αλλά ο σύζυγος δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να την προσφέρει. Για αυτό η Γεωργία Βασιλειάδου ήθελε βιομηχάνους ή, έστω, αρχιτέκτονες για τις ανιψιές της. Δηλαδή εκφράζονται και αφομοιώνονται χυδαία νοήματα, που υποβαθμίζουν τη θέση της γυναίκας σε αξεσουάρ και λειτουργούν αρνητικά στη χειραφέτησή της.

 
Κι εδώ μιλάμε για έναν πατριαρχικά πλασμένο κόσμο, που αρχίζει τους διαχωρισμούς μόλις βγει το μωρό από την κοιλιά της μάνας, με ροζ και γαλάζια φορμάκια. Μας τυλίγουν σε πέπλα με προπαρασκευασμένα πρότυπα συμπεριφοράς, ομορφιάς, αντίληψης της ζωής. Πρότυπα που διαμορφώνονται ανάλογα από κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή, παράγωγα αυστηρά εξουσιαστικών, σεξιστικών και πατριαρχικών αντιλήψεων. Αν ένας άντρας αλλάζει συνεχώς ερωτικές συντρόφους, καμαρώνει. Όταν το κάνει μία κοπέλα, είναι τσούλα. Της στερούμε δηλαδή τη δυνατότητα της απόλαυσης και της έρευνας. Την αναγκάζουμε να θάψει τη χαρούμενη χορεύτρια μέσα της και την κάνουμε νευρωτική γιατρό ή δικηγόρο. Της επιβάλλουμε να είναι δυναμική, πρωταθλήτρια, μάνα, ερωμένη, τέλεια σε όλα. Αλλά η τελειότητα είναι διεισδυτική, επιθετική ψευδαίσθηση που δεν ταιριάζει στις γυναίκες. Στα μοναδικά πλάσματα που μπορούν να σταλάξουν στην ψυχή ενός παιδιού την αγάπη.


Στα θηλυκά κυριαρχεί μία ορμητική τάση που περιέχει την ανατροπή. Κι αυτή είναι η βάση της επανάστασης και είναι έμφυτη στη φύση τους. Όταν μία γυναίκα δεν γίνεται κακέκτυπο ανδρικών προτύπων σε ανδροκρατούμενες κοινωνίες, βοηθάει στην ολότητα της εξέλιξης της κοινωνίας που την φιλοξενεί: Υποστηρίζοντας την προσωπικότητά της, αναπτύσσει το έμφυτο αίσθημα της νίκης και της ανατροπής. Οπότε αληθινή γυναίκα δεν είναι εκείνη με το πρησμένο στήθος, τα χείλη και τα τακούνια. Αλλά όποια από μύχια ανάγκη δεν πηγαίνει ενάντια στην επαναστατική της φύση. Και μπαίνει ένα ερώτημα: Πόσες γυναίκες βλέπουμε γύρω μας με αυτά τα χαρακτηριστικά; Σίγουρα πολλές. Αλλά όχι όλες. Τι χρειάζεται να κάνουμε για να αλλάξει αυτό; Ας αρχίσουμε από τον εαυτό μας και την ατομική πρωτοβουλία για να εναντιωθούμε στον έμφυλο διαχωρισμό, στον σεξισμό, στην πατριαρχία, στον καθημερινό αθόρυβο και άτυπο βιασμό. Με τους βιαστές, σε αυτή την περίπτωση, να είναι τόσο άντρες όσο και οι ίδιες οι γυναίκες.