Αυτή είναι η ιστορία ενός πρίγκιπα που είχε βασίλειο τη σκηνή, υπηκόους το κοινό και σκήπτρα, θηραιούς, πορφύρα του, την πίστα, τους τεράστιους όλο βατ προβολείς, τους ικανούς να φωτίζουν τόσο πολύ την αλήθεια και να κρύβουν την ασχήμια, το ημίφως της πλατείας, την αυλαία, τις παγιέτες, τα μποά, τις αρτίστες με τα ψηλά τακούνια και τα σκιστά φορέματα. Αυτή είναι η ιστορία, ενός θεατρίνου που χειροκροτήθηκε πολύ, λατρεύτηκε, έζησε ανάμεσα σε ένα πολύχρωμο πλήθος καλλιτεχνών, χτίστηκε σε γαρδένιες θαυμαστών, μνημείο ζωντανό από αρώματα και τρυφερά πέταλα. Αυτή είναι η ιστορία ενός ειδώλου, που ξημερώματα, υποκλινόταν μες στο θόρυβο, τις φωνές, τα παλαμάκια και στην σιωπή, έβγαζε τις πούδρες και τα βαριά μεικ των ρόλων από το πρόσωπο, για να γυρίσει περνώντας από άδεια τραπέζια και σβηστές μαρκίζες, σπίτι. Αυτή είναι η ιστορία ενός ανθρώπου όλο πάθος, ταλέντο, έρωτες, γενναιοδωρία, γεμάτη ζωή, ινδαλματικές γυναίκες, μοιραίες στιγμές, ιερούς φίλους. Αυτή είναι η ιστορία του Γιώργου Μαρίνου, του μοναχικού καλλιτέχνη μες στο πολύβοο πλήθος, του μοναδικού σταρ που διέσχισε δεκαετίες στην νύχτα και στον χρόνο και ακύρωσε πανηγυρικά αυτό που λέμε: «ουδείς αναντικατάστατος».

Μια φορά και έναν ασπρόμαυρο καιρό, γεννήθηκε στο Βοτανικό, το 1939, 18 Ιουνίου, στον αστερισμό των Διδύμων, λίγο πριν έναν Μεγάλο Πόλεμο και έναν άγριο χωρισμό. Αυτό των γονιών του. Μαζί δεν τους θυμάται. Χώρισαν όταν εκείνος ήταν ενός έτους. Μεγάλωσε χαϊδεμένα, φιλημένα, όλο χατίρια και κανακέματα από την μάνα του τη Βασιλική. Μια γυναίκα γενναία, που τον ανέθρεψε να ‘ναι και ο ίδιος γενναίος, περήφανος, υπεύθυνος, τολμηρός και να μη δειλιάζει, να διεκδικεί το δίκιο του. Όπως εκείνη μεγάλωνε ένα παιδί μόνη, σε μια κοινωνία που οι γυναίκες ήταν του πατρός και ανδρός τους, έτσι και εκείνος, ωραίος και ηρωικός θα στέκονταν απέναντι στην εποχή των ψιθύρων, της κρυφής ερωτικής ζωής, του κραξίματος και των υπονοουμένων, ειλικρινής απέναντι στο κοινό και στην ίδια την Ελλάδα. Αργότερα όμως, όχι ακόμα.

Αυτή τη στιγμή της ιστορίας του, είναι συνέχεια στην αγκαλιά της μάνας του, την οποία λάτρεψε και λατρεύει και δεν την αποχωρίστηκε από κοντά του μέχρι το τέλος της. Τον πατέρα του, τον Αλέξανδρο, που παντρεύτηκε άλλες δύο φορές, τον συναντά, αμήχανα και φοβισμένα, στα δώδεκα του. Εκείνος, μόλις είχε γυρίσει από εξορία στη Μακρόνησο. Αριστερός, οργανωμένος, ατίθασος, να μη σκύβει ποτέ το κεφάλι χάριζε τα νιάτα του στην ιδεολογία, που ήταν ενοχοποιημένη περισσότερο και από τα φονικά. Ο πατέρας που μόλις συστήθηκαν τον θέλει μαζί του. «Θυμάμαι σπίτι του πατέρα μου, την σάλα πάντα κλειδωμένη για να μη μπω εγώ. Θυμάμαι, έμενα σε μια καρέκλα, ντυμένος με τα καλά μου, ακίνητος για να μη λερωθώ και μη λερώσω. Ώρες καθόμουν σε εκείνη την καρέκλα, που με έβαζαν ώσπου να γυρίσει ο πατέρας σπίτι. Σκεφτόμουνα τη μάνα μου, ήθελα να το σκάσω να πάω κοντά της. Όταν ο πατέρας μου ήταν εκεί, μπορούσα να σηκωθώ και εκείνος δεν ήξερε τίποτα. Ούτε εγώ του έλεγα. Η μάνα μου ερχόταν έξω απ τα κάγκελα στο σχολείο και με κοίταζε σπαράζοντας στο κλάμα». Θυμάται χρόνια αργότερα, ένα απόγευμα στο ηλιόλουστο σπίτι του στην Καλλιτεχνούπολη.

Κόβει την διήγηση. Στραγγαλίζει την μνήμη. Λέει κάτι αστείο μετά. Ξορκίζει κάθε τι σκοτεινό.

Στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, ο Γιώργος Μαρίνος, μπαίνει εσωτερικός μαθητής στην αυστηρή, εκείνη την εποχή, Λεόντειο. Πιο πριν πήγαινε σχολείο στου Παναγιωτόπουλου, όπου ήταν και συμμαθητής με τον Μιλτιάδη Έβερτ. Ο πατέρας του ήταν πολιτικός μηχανικός με γραφείο στο Περιστέρι, και έκανε όνειρα να σπουδάσει ο γιος του αρχιτέκτονας και να δουλέψουν παρέα. Το πανέμορφο αγόρι όμως, σαν σταρ των χολιγουντιανών ταινιών που έβλεπε με πάθος, είχε άλλα σχέδια. Ήθελε να ζήσει πολλές ζωές σε δίωρα, να τον χειροκροτούν, να τον λούζουν οι προβολείς, να λέει τα λόγια των μεγάλων συγγραφέων, να μην είναι ποτέ μόνος, άλλα να χει συντροφιά πολύτιμη τους ρόλους και το κοινό -έτσι πίστευε!  Και ενώ, από τον τρίτο, πια, γάμο του πατέρα του, -μακριά απ την διήγηση της κλειδωμένης σάλας- θα αποκτήσει έναν ετεροθαλή αδερφό, τον Τάσο, θα βρει σύμμαχο στα όνειρα του, την μάνα, πρώτη και αφοσιωμένη θαυμάστρια του.

Στα 16 του και άλλη μια παραδοχή θα βρει κοινωνό της, την κυρία Βασιλική. Η σεξουαλικότητα του. Σε αυτήν την υπέροχη σχέση που είχαν χτίσει οι δυο τους, μητέρα και γιος, δεν χωρούσαν κρυμμένες αλήθειες. Εκείνο το απόγευμα στο σπίτι του, που έφτασε μέχρι το ξημέρωμα, θα παραδεχτεί σε μένα, πως ναι, η μάνα του δεν χάρηκε κιόλας, άλλα στην ειλικρινή τους σχέση, εκείνη δεν επέτρεψε ούτε μια στιγμή να νιώσει διαφορετικός, να ‘χει τύψεις ή να υποκρίνεται. Από τότε όμως, ο Γιώργος, που τον περίμεναν παράφοροι έρωτες, μεγάλα πάθη, ασφυκτικά φλερτ, τρελοί θαυμαστές και που ρούφηξε τη ζωή με απόλαυση, ήξερε πως δε θα παντρευόταν ποτέ, αλλά ούτε και θα συζούσε με κάποιον άντρα. Δεν του άρεσε. Προτιμούσε την εξιδανίκευση, την ψευδαίσθηση, την ατμόσφαιρα μυστηρίου, έξαψης και προσμονής που δίνει η απόσταση.

Αρχές ’60. Δραματική σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη. 1962. «Κάθε σπίτι κρύβει λίγη αγάπη στη σιωπή. Μα ένα αγόρι, έχει την αγάπη για ντροπή». Οδός Ονείρων. Θέατρο Μετροπόλιταν. Στην θρυλική παράσταση ο Γιώργος Μαρίνος, ένα αγόρι ο ίδιος ακόμη, στέκεται απέναντι σε ένα κοινό απαιτητικό και τραγουδά στίχους και μελωδία του μυθικού Μάνου Χατζιδακι. Για κάθε σπίτι, κάθε κήπο, που έχει μια φωλιά για τα πουλιά και κάθε δρόμο που έχει μια καρδιά για τα παιδιά, αλλά μια γυναίκα, μοναχή να μιλά με την αυγή και να κοιτά τ’ αστέρια «που όλο πέφτουν σαν βροχή». Εκεί, ο Αλέξης Σολωμός, ο Μίνως Αργυράκης, ο Μανώλης Καστρινός και ο Δημήτρης Χορν, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Μάρω Κοντού, η Ζωή Φυτούση, ο Λάκης Παππάς, ο Γιώργος Κωνσταντίνου με έκτακτες εμφανίσεις τους. Ακόμα η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Νάνα Μούσχουρη, ο Ευγένιος Σπαθάρης και ο Καραγκιόζης του.

Ο νεαρός Γιώργος θαμπώνεται, θαυμάζει, σέβεται αλλά ούτε μια στιγμή δε θαμπώνει ο ίδιος, δεν χάνεται, δεν θυσιάζει τον δικό του αυτοσεβασμό. Λίγο σινεμά. Μια ταινία με την Κάτια Δανδουλάκη που πρωταγωνιστεί και πάει καλά, πολλές φιλίες και το δικό του εικονοστάσι θα φτιαχτεί με εικονίσματα του Χορν, της Λαμπέτη, της Αρώνη, του Χατζιδάκι, της Μαρινέλλας. Άσχετα από την φιλία και το θαυμασμό, τους μιμείται όλους κάνοντας τον Χορν να κλαίει από τα γέλια και λίγο αργότερα θα τους σατιρίσει στις πίστες των σόου του, ανελέητα.

Το μεγάλο χάρισμα έρχεται στο φως των προβολέων. Γεννά τον εαυτό του, φτιάχνει τη δική του τέχνη, δημιουργεί το δικό του είδος θεάματος, που βασιλεύει και δεν ξεπερνιέται ποτέ. Τραγούδι και υποκριτική, show-man, σάτιρα και μιμήσεις και υγρά από συγκίνηση τραγούδια και καινοτομίες, καυστικότητα, σαρκαστικότητα, κρίση και επίκριση για έναν άνθρωπο ηφαιστειώδη στη σκηνή, σπλαχνικού ταλέντου, καταιγιστικής, πυρωμένης παρουσίας. Εγένετω ο σταρ.

Είναι η εποχή της μπουάτ. «Ταβάνια» στην Πλάκα, με τραγούδια του Χατζιδάκι, νουβέλ βαγκ ύφος και νέους καλλιτέχνες. Ο κόσμος δεν γελάει με τα αστεία και όλο ψιθυρίζουν μόλις τραγουδά. Εκείνος δεν έχει μάθει να ντρέπεται για αυτό που είναι και απαιτεί να τον σεβαστούν όλοι, σαν άνθρωπο και καλλιτέχνη. Σε μια συνέντευξη του στα ΝΕΑ λέει την αλήθεια για την σεξουαλικότητα του. Στο Down Town, δεκαετίες αργότερα θα τονίσει: «Έπρεπε να πω ποιος είμαι. Είναι άγριοι οι άνθρωποι, όταν πίνουν και είναι νύχτα. Θα φώναζαν αργά ή γρήγορα για να κάνουν φιγούρα, η να αισθανθούν ανώτεροι, επειδή θα πλήρωναν 2.000 δραχμές. ‘Ρε ντιντί’, ‘μωρή συκιά’. Κράξιμο! Αποφάσισα ειλικρινής να σταθώ απέναντι τους και εκείνοι, το κοινό, στάθηκαν εξίσου λεβέντικα απέναντι μου».

Ο Δημήτρης Σουλελές, περσόνα – σύμβολο του styling και γκουρού της εμφάνισης των υπέροχων ανθρώπων της εποχής, θυμάται: «Ο Γιώργος είναι στην Μέδουσα, όπου για 18 χρόνια θα γράψει ιστορία. Θα ζήσει θριάμβους και λατρεία, όσο ελάχιστοι στον κόσμο. Κι όμως, ένα βράδυ, ένας θαμώνας, πήγε να τον ξεφωνίσει άτολμα. Ο Γιώργος σταμάτησε το τραγούδι. Έπεσε μια σιωπή, ανατριχιαστική. Πολύ ευγενικά του ζήτησε να αποχωρήσει από το μαγαζί, να μην πληρώσει τίποτα, απλά να πάρει, εκείνη τη στιγμή την παρέα του και να φύγει. Μέσα στην σιωπή και με δεκάδες βλέμματα πάνω του ο άνθρωπος σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Ένα χειροκρότημα, άνευ προηγούμενου, λες και γκρέμισε την αίθουσα. Σηκώθηκαν όρθιοι προς την μεριά του Γιώργου. Εκείνος συνέχισε το τραγούδι του.»

Πρωτοπόρος, στέκεται κόντρα στην εποχή. Στα διπλανά από την Μέδουσα μαγαζιά ακούγονται τα Λιανοτράγουδα από τον Νταλάρα, η Μοσχολιού συγκινεί με το «Πρωτομαγιά με το σουγιά», ο Πάνος Τζαβέλας ξεσηκώνει με το «Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά», η Κωχ κάνει μόδα τα ταγάρια και η Δανάη μεταφράζει Νερούντα και τραγουδά Κάντο Χενεράλ. Στο απόλυτο σουξέ «Ζαβαρακατρανέμια» ο Γιώργος Μαρίνος σαρκάζει, σατιρίζει, ράβει κοστούμια, χορεύει με μπαλέτα, πασπαλίζει με χρυσόσκονη την πίστα και αντιτάσσει: «Κοκκινοσκουφίτσα χλωμή καρδίτσα, ορφανή και μόνη, κρυώνει. Ο λύκος ουρλιάζει! Αυτήν την πειράζει. Η Κοκκινοσκουφίτσα νευριάζει. Τον λύκο αρπάζει και τον βιάζει. Το δέρμα του γδέρνει, την γούνα του παίρνει και κάνει μανσό και μαντό».

Ο συγγραφέας, ουσιαστικά αντικομφορμιστής διανοούμενος, μοναδικός στην επίσης αυτοεφεύρεση της έκφρασης του και καλλιτέχνης Θάνος Αλεξανδρής, θυμάται από τα χρόνια της συνεργασίας του με τον Γιώργο Μαρίνο: «Όλη η αστική τάξη της Αθήνας, μαζί με διανοούμενους και φοιτητές, όλοι μαζί συνωστίζονταν κάθε βράδυ να απολαύσουν έναν πραγματικό θεό. Συνεργάστηκα μαζί του για δύο συνεχόμενες χρονιές. Οι ουρές από την πλατεία κάτω στην Πλάκα, για το κοινό που ήθελε να δει τον Μαρίνο, έφταναν μέχρι τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ακόμα και με χιονοθύελλες ο κόσμος δεν έφευγε. Κάποιες φορές στις πρεμιέρες, χρειάστηκε ακόμη και η παρέμβαση της αστυνομίας για να συνεχιστεί η κυκλοφορία και να αποφευχθούν οι εντάσεις.

Θυμάμαι γενική δοκιμή, με όλη τη καλλιτεχνική και πνευματική Αθήνα στα τραπέζια. Και όλη η Εκάλη και η Κηφισιά στα πρώτα τραπέζια με πολιτικούς και υπουργούς καθισμένους στα σκαλοπάτια. Εγώ στρατευμένος τότε στο Ε.Κ.Κ.Ε. δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου μαζεμένους τόσους πλούσιους! Με τους άλλους καλλιτέχνες που ήμασταν στο πρόγραμμα και που δεν ήταν επίσης της άρχουσας τάξης, να σκεφτείτε, την ώρα που περνούσαμε από τα άδεια τραπέζια, όταν τελειώναμε, βλέπαμε παρατημένα από πελάτες πουρμπουάρ, ίσα με δυο νυχτοκάματα μας, και είχαμε ένα πόθο να τα αδράξουμε, αλλά η ποιότητα μας το απαγόρευε! Μαρίνος, Μαρίνα, Ζαννίνου αργότερα, Μπονάτσος, Σοφία Χρήστου ο συγγραφέας Παναγιώτης Μέντης και άλλοι πολλοί αποτελούσαμε το καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Η ατμόσφαιρα στη ΜΕΔΟΥΣΑ κατανυκτική, σχεδόν εκκλησία και ο Μαρίνος να ερμηνεύει “Σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα” και απο κάτω όλη η ελίτ ερωτευμένη με τον Γιώργο να σαρκάζεται, να κλαίει, να προκαλεί γέλια μέχρι δακρύων.

Ήταν η πρώτη φορά που μετά από μια συγκεκριμένη ώρα υπήρχε απαγορευτικό για την προσέλευση των θαμώνων και ήταν αυτός που έβγαλε έντυπο με το πρόγραμμα του μαγαζιού. Είχε αρχές και κανόνες ο Γιώργος απαράβατους. Απαγόρευε στους καλλιτέχνες να έχουν επαφή με τους θαμώνες κατά τη διάρκεια του προγράμματος. Επίσης ήθελε σεβασμό και όχι να δίνει την ψυχή του στην σκηνή κι ο άλλος από κάτω να τρώει μπριζόλα. Ένα βράδυ, ερμήνευε το «Ηθοποιός σημαίνει φως» και ακούστηκε ο ήχος από φελλό σαμπάνιας για να πιεί ο πλούσιος! Απεχώρησε αγανακτισμένος απ τη σκηνή! Ο σερβιτόρος απαρηγόρητος, το κοινό θορυβημένο και απογοητευμένο, ο Γιώργος ανένδοτος. Επίσης επέτρεπε ο πελάτης να πετάει από το τραπέζι τις γαρδένιες, αλλά δια νόμου απαγορευόταν η κοπέλα να ανέβει στην πίστα και να προσφέρει τα πανέρια στους καλλιτέχνες. Του ‘κανε μάλλον σκυλάδικο και υποτιμητικό για τους ηθοποιούς».

Ο Θάνος Αλεξανδρής τρυφερά θυμάται πως ο Γιώργος Μαρίνος είναι πολύ προληπτικός. «Όταν κατά τη διάρκεια πρόβας τόλμησα να περάσω από μια ανοιχτή σκάλα» λέει γελώντας σήμερα, «το θεώρησε γρουσουζιά και έβαλε τις φωνές, ενώ όταν έμαθε το ζώδιο μου, θυμωμένος, είπε ότι αν το ήξερε δεν θα υπέγραφε συμβόλαιο»!

Ο Δημήτρης Σουλελές θυμάται πως στα προγράμματά του έκανε χιούμορ με την ηλικία των σταρ. «Έλεγε ανάμεσα σε άλλα για την Μαρινέλλα που λάτρευε, πως περίπου την εποχή των Ετρούσκων χάθηκε η ηλικία της! Εκείνη γέλαγε μέχρι δακρύων. Μόνο η Βουγιουκλάκη, που δέχονταν κάθε αστείο του, όταν έκανε πλάκα με την ηλικία της γινόταν έξαλλη! Πώς να διηγηθείς την επαφή, την αλληλοεπίδραση που έχει με το κοινό! Αργότερα πολύ, θα συστηθεί πάλι, σε ένα νέο κοινό, αυτό της τηλεόρασης με το CIAO ANT1.

«Δεν είμαι καλός στην τηλεόραση» μας έλεγε, «δεν έχει επαφή, δεν ακούς ανάσες, δεν τους βλέπεις πως αντιδρούν, δεν σου δίνουν πίσω! Δεν είμαι καλός». Είχε δε μια ομορφιά! Και ήταν απ τους πρώτους που έκανε έρευνες αγοράς, πως θα άρεσε να ντυθεί στο κοινό. Τι θα ήταν  φιλικό και τι πολύ προκλητικό; Έπαιρνε όλα τα ξένα περιοδικά, τα κοίταζα εγώ ξεχώριζα τι θα του πήγαινε. Βλέπαμε στο Hommo Vogue ένα κοστούμι σε νέα γραμμή; Το βρίσκαμε και το φορούσε, πάντα υπέρκομψος και με σεβασμό για το κοινό που θα πήγαινε να τον δει και έπρεπε να το τιμήσει και με το ντύσιμο του».

Πολυεπίπεδος, ανοιχτός, φιλικός άνθρωπος πιστεύει πάντα, στα άστρα και συχνά τα κοιτάει μόνος του και βλέπει χαρακτήρες, ζωές, ανθρώπους! Του έμαθε να αναγνωρίζει την επιρροή των πλανητών η Βίκυ Παγιατάκη, με την οποία, λέγεται, πως είχαν μια έντονη σχέση. Ο Μιχάλης Ρέππας θυμάται, πως κάποτε άκουγε ζώδια και ωροσκοπία και κορόιδευε! Του λέει ο Μαρίνος μια μέρα, που ‘χε κοιτάξει τα άστρα του, « θα αλλάξεις σπίτι σε 5 μήνες». «Για να δεις τι χαζά είναι αυτά» του λέει ο Ρέππας «τώρα πήγα σπίτι, το ‘χω πληρωμένο, το αγάπησα με το που το είδα και συνεχίζω να το αγαπώ». «Καλά, καλά θα δούμε», στεκόταν συγκαταβατικός ο Μαρίνος. Σε 5 μήνες, έγινε μεγάλος σεισμός και πάει το σπίτι. Ο Μαρίνος επιβεβαιώθηκε και ο Ρέππας πίστεψε στα άστρα!

Τα χρόνια του θριάμβου στην Μέδουσα, ο Μαρίνος ανακαλύπτει ταλέντα, βάζει τους όρους στο θέαμα, επιστρατεύει ενδυματολόγους, χορογράφους και είναι ο πρώτος που στην επικοινωνία καθιερώνει τις γιγαντοαφίσες. Κάπου εκεί μπαίνει εμβληματική στη ζωή του, η Κατιάννα Μπαλανίκα. Την θαύμαζε, την πρόσεχε, την λάτρευε. Δημόσια εκείνη ήταν πιο εκδηλωτική, εκείνος πιο κρατημένος. Η σχέση τους γίνεται το αγαπημένο θέμα της πόλης. Καιρό μετά, εκείνη η κούκλα θα γνωρίσει τον πανέμορφο και γοητευτικότατο Στιβ Κακέτση. Θα είναι ένας έρωτας όπως αυτοί, οι ιδανικοί, οι «για πάντα» που δείχνουν οι ταινίες. Θα παντρευτούν ξαφνικά και θα φύγουν μαζί στην Αμερική.

Πίσω τους, ο Γιώργος Μαρίνος κυλιέται στα πατώματα. Σε ανθρώπους που πίστευε πως το ήξεραν και δεν το εμπόδιζαν έκοψε για καιρό ακόμη και την καλημέρα. Με το καιρό η Κατιάννα Μπαλανίκα  πήρε πάλι στη ζωή του το πρωταγωνιστικό ρόλο κι ας είχε αλλάξει η διανομή. Στη κρεβατοκάμαρα του, μια μεγάλη φωτογραφία της είναι η πρώτη εικόνα που αντικρίζει όποτε ξυπνά και η τελευταία κάθε βράδυ. Όταν η πολύτιμη μητέρα του φεύγει από τη ζωή, η οδύνη του είναι σπαρακτική. Σε έναν μη συνειδητοποιημένο συμβολισμό θα κάνει το δωμάτιο της μάνας του, χώρο της Κατιάννας, όποτε πηγαίνει να τον επισκεφθεί, να μένει και να νιώθει σπίτι της. Και είναι αυτή τους η σχέση πάνω από ορισμούς και ταμπέλες, πέρα απ τον χρόνο και με ένα αόρατο σχοινί να τους συνδέει καρμικά, όπως θα έλεγε και ο ίδιος ο Μαρίνος. «Και εν πάση περίπτωση, πάντα μου άρεσαν οι μελαχρινές», αστειεύεται ένα βράδυ, χαλαρώνοντας σε ένα από τα τελευταία σόου του, στον Μικρό Βοτανικό.

Θέατρο ξανά. “Ξανθιά Φράουλα” και τεράστια επιτυχία. “Δεσποινίς Μαργαρίτα” και ύμνοι από τους κριτικούς του θεάτρου. Αυλαίες και χειροκροτήματα. Πάλι στην άκρη του χρόνου, κοιτάει το κτήμα του, την θάλασσα πέρα μακριά. «Δε θέλησα να φυτέψω ούτε ένα δένδρο στη ζωή μου. Δεν θέλω ίχνη πίσω μου. Και τα σκυλιά μου, αν ένα ένα αρχίσουν να φεύγουν, δεν θα πάρω άλλα. Δεν θέλω να μείνουν πίσω χωρίς την προσοχή μου», λέει με σκιές μελαγχολίας βαθιάς, που αμέσως φροντίζει να κρύψει πίσω από εκείνα τα πλατιά, λαμπερά, όλο φλερτ χαμόγελα του. Μεγάλος φιλόζωος, ακτιβιστής για τα δικαιώματα των ζώων, πριν υπάρξει καν κίνημα στη χώρα, θεωρεί φυσικό πράγμα και αναπόσπαστο της ανθρωπιάς, την προσοχή, την προστασία, την αγάπη για τα ζώα. Στο σπίτι του, στο μεγάλο κτήμα γύρω έδινε στοργή και φροντίδα σε 33 αδεσποτάκια που ήταν πάντα οι ψυχές για να μοιράζεται όλα τα ανιδιοτελή αισθήματα και την πίστη. Ένα ένα έφυγαν.

Τηρώντας την απόφαση του δεν ήθελε άλλο. Φίλοι του έφεραν τρία νέα αδέσποτα που έψαχναν κάποιον να αγαπήσουν και να αφοσιωθούν. Τα κράτησε. Εκείνος πια, με τα τελευταία σκυλιά, σε ένα τεράστιο σπίτι, κάποτε γεμάτο ανθρώπους και όλο πάρτι. Θέλει να μείνει μόνος. Δεν έχει όρεξη να μιλά. Ως και το μεγάλο, άνετο δωμάτιο του αφήνει και ζει σε έναν από τους ξενώνες του, πιάνοντας λίγο χώρο στον κόσμο. Εκεί, ένα βράδυ θα εισβάλλουν οι ληστές με τις κουκούλες. Θα τον οδηγήσουν, γνωρίζοντας λεπτομέρειες στο χρηματοκιβώτιο. Με το πιστόλι στον κρόταφο θα τον βάλουν να δώσει ότι είχε μέσα και θα τον αφήσουν ξυπόλητο, στο τέλος των 60 σκαλιών της εισόδου. Τώρα δεν θέλει ακόμη πιο πολύ τους ανθρώπους.

Το παζλ ενός πολύπλοκου μυαλού και μιας όλο αποχρώσεις ζωής, συμπληρώνεται! Δεν ήταν ποτέ του της επίδειξης και της ματαιοδοξίας. Δεν ήταν κοσμικός. Στα ανάκτορα τον καλούσαν και δεν πήγαινε. Είχε λίγους ανθρώπους πάντα κοντά του και τους ήταν προσηλωμένος. Έχασε πράγματα από την ζωή του με την καλογερίστικη, σχεδόν, αφοσίωση του στην δουλειά. Όλα τα είχε στα πόδια του και αυτός ήταν ταμένος στην τέχνη του. Όταν αποσύρθηκε, ένιωσε τον κόσμο να αλλάζει. Σαν άνθρωπος ο Γιώργος, λένε στενοί φίλοι του, δεν ανοίγει, ποτέ, όλο το βιβλίο αλλά μερικές παραγράφους σου δείχνει από την σελίδα! Είχε προτάσεις και αρνιόταν. Πήρε απόφαση την απομόνωση του και δεν υποχωρούσε. Σα να μην ήθελε να συμμετέχει. Να μιλάει. Με έναν αρνητισμό στον εαυτό του και ένα άφημα στις φοβίες του. Σα να είχε εχθρό τον παλιό του εαυτό!

Κάπνιζε πολύ, δεν έτρωγε καλά. Φοβότανε, πια την νύχτα, που την αφέντευε παλιά. Τον τρόμαζε το σκοτάδι και περίμενε την αυγή για να αφεθεί στον ύπνο.  Ήρθε όλο αυτό από μέσα του, ηφαιστειώδες, δυνατό και έσκασε στην καρδιά του. Έμφραγμα. Νοσηλεία στο Υγεία. Λίγες μέρες μετά στο Σπίτι του Ηθοποιού. Τώρα σε ιδιωτικό κέντρο αποκατάστασης, είναι πιο ευχαριστημένος, πιο ήρεμος. 40 χρόνια έζησε στο σπίτι του, στο άνδρο του, στο δικό του καταφύγιο και ορμητήριο, μα τώρα δε θέλει να γυρίσει. Δεν του λείπουν οι ανεκτίμητης αξίας πίνακες, τα βιβλία του, τα αντικείμενα. Μόνο τα σκυλιά του θέλει να μπορέσει να έχει κοντά του. Μόνο αυτά.

Είναι συνέχεια κοντά του ο Σταμάτης Φασουλής. Η Φόνσου, η Κάτια Δανδουλάκη, φυσικά ο Δημήτρης Σουλελές, οι φίλοι της ζωής είναι δίπλα του. Και ο πρίγκιπας, ο θεατρίνος, το είδωλο, ο γενναίος άνθρωπος ξεκουράζεται λίγο ακόμα, ξέροντας πως έχοντας τα πολλά δεν αρκέστηκε ποτέ στα σκέτο αρκετά. Με μια ιδανική και ιδεατή υπόκρουση, σε απόχρωση της φωνής του και του Χορν, η ζωή ενός σπουδαίου συνεχίζεται καλώντας «έλα στο φως, παίζω θα δεις. Είμαι σοφός μην απορείς, έλα στο φως, παίζω θα δεις. Ηθοποιός, ό,τι κι αν πεις είναι καημός πολύ πικρός και στεναγμός πολύ βαθύς. Πιες το κρασί, στάλα χρυσή απ’ τη ψυχή, ως την ψυχή». Και σε αυτήν την υπόκλιση όλο το κοινό σκύβει το κεφάλι!

Κύριε Γιώργο Μαρίνο θερμά σας ευχαριστούμε.


*Το κείμενο αυτό γράφτηκε το Ιούνιο του 2014 από την Αλεξάνδρα Τσόλκα για το Provocateur και αποτελεί εμπλουτισμένη εκδοχή ενός άρθρου της για τον Γιώργο Μαρίνο που είχε δημοσιευτεί αρχικά στο περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ».