Μια μέρα μετά το μεγάλο κρύο, την Τσικνοπέμπτη συγκεκριμένα, κατέβηκα στο Κέντρο. Ήθελα να περάσω από την Ένωση Συντακτών. Είχε σταματήσει να χιονίζει, αλλά το θερμόμετρο του αυτοκινήτου έδειχνε  +4 βαθμούς Κελσίου. Το κτίριο της Ένωσης βρίσκεται στην οδό Ακαδημίας. Καθώς είχα να κατέβω στο Κέντρο μήνες, αποφάσισα να ανέβω τη Βουκουρεστίου, ξεκινώντας από την Σταδίου.

Η πρώτη στάση που έκανα ήταν για αγοράσω έναν φορτιστή για το κινητό μου. Στην συνέχεια «πήρα την ανηφόρα» αφήνοντας στο αριστερό μου χέρι το μέγαρο που στεγάζει το κατάστημα της Hermes στην Ελλάδα.

 

 

Μαγικό κτίριο, που “παντρεύει” το νεοκλασικό με το μοντέρνο και που στις βιτρίνες του πλασάρονται κομψοτεχνήματα πόθου. Ρίχνω μια ματιά, η οποία τραμπαλίζει ανάμεσα σε ενοχή και πόθο, αλλά καθώς δεν φορολογείται το βλέμμα (ακόμη) κοιτάζω για όχι περισσότερο από 3 δευτερόλεπτα (ο κατάλληλος τηλεοπτικός χρόνος που όταν μοντάρεις θέμα, πρέπει να κρατάς το πλάνο και μετά να «δίνεις» το επόμενο).

Στην συνέχεια του κτιρίου αρχίζει η στοά «Σπύρου Μήλιου». Το καφέ στο πεζόδρομο είναι γεμάτο κόσμο και ακριβώς απέναντι βλέπω την πρώτη ανθρωποφιγούρα που θυμίζει ότι προτού συναντήσω το θέατρο Παλλάς, υπάρχουν άνθρωποι που ζούνε «στους υπονόμους» της πόλης… Πιάνω το κινητό και φωτογραφίζω.
 


 

Η ανθρωπομορφή με κοιτάζει και για μια στιγμή, νομίζω ότι είμαι για εκείνη, ότι για μένα, ένα μεταξωτό μαντήλι πίσω από την βιτρίνα του Hermes. Πολύ παράξενο συναίσθημα… Δεν ξέρω για ποιο λόγο, αλλά δεν αφήνω χρήματα. Νομίζω ότι ντράπηκα…

Ανεβαίνω. Στην γωνία το κατάστημα “Kessaris”. Έχω φτάσει ήδη Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου. Στη μέση του πεζόδρομου, με γαργαλάει η μυρωδιά από κάστανα. Σηκώνω πάλι το κινητό, φωτογραφίζω… 



Η μυρωδιά ξυπνάει τις παιδικές μου μνήμες. Θυμάμαι πόσο όμορφα είναι να κάνεις βόλτα στο Κέντρο της πόλης. Συνεχίζω την άνοδο προς την Ακαδημίας…

Περικυκλώνομαι από Louis Vuiton, Prada, Versace, Dolce Gabbana… Και στη γωνία το μαγαζί του Πενθερουδάκη. Υπέροχα αντικείμενα στη βιτρίνα… Θυμάμαι με πόσο αγάπη μου χάρισε κάποτε η μαμά μου μια μπριγιαντένια βέρα, την οποία την είχε αγοράσει από εκεί. (Ξέρετε, παλιά, τότε που πληρώναμε τα πάντα σε δραχμές, η μαμά μου όταν ένιωσε περήφανη για μια επιτυχία μου, πήγε εκεί, αγόρασε, μου χάρισε… Παλιά…). Με πιάνουν τα γέλια, καθώς σήμερα το μόνο που μπορώ να αγοράσω από τον συγκεκριμένο δρόμο είναι μήλα από τον Γιώργο Πετρίδη.
 

 

Έτσι μου συστήθηκε ο πλανόδιος μανάβης στην οδό Βουκουρεστίου. Τα χρώματα πάνω στον πάγκο του, πιο «εκρηκτικά» από τα μεταξωτά μοτίβα των μεγάλων οίκων… Η καταγωγή του από την Κωνσταντινούπολη. Εργάζεται 40 χρόνια, μου λέει, 12 ώρες την μέρα, για κέρδος 10 ευρώ. «Θέλω να σας φωτογραφίσω», του λέω… «Ναι, αν μου δώσεις 2 ευρώ»! Τραβάω μερικές πόζες, πιάνω λίγο την κουβέντα, οι φράουλες μοιάζουν «κοσμήματα», τα μήλα είναι τόσο προκλητικά όμορφα, που νομίζω ότι είναι κανιβαλισμός αν δαγκώσω ένα… Πάω να φύγω. «Ε! Δεν μου έδωσες τα 2 ευρώ», μου λέει χαμογελώντας. Φυσικά και δίνω κατιτίς περισσότερο για το καλό. Το μοντέλο μου άλλωστε ήταν πολύ «υπάκουο».

Συνεχίζω. Νομίζω ότι οι πειρασμοί για μένα είναι περισσότεροι από εκείνους που βίωσε ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής. Με την άκρη του ματιού μου, πιο άκρη δεν γίνεται,  βλέπω μια βιτρίνα να ξεχειλίζει από ρολόγια “Franck Muller”.

 

 

Ο δρόμος, όμως, ο δρόμος ο ταυτισμένος με την χλιδή, αποκαλύπτει κάτι που αρχικά δεν κατάλαβα αν ήταν «πεταμένα ρούχα» για να τα διαλέξουν οι άστεγοι ή κάτι διαφορετικό. Μια κυρία είδε ότι κοντοστάθηκα και μου είπε: «Είναι μέρες εκεί, ακίνητη… Τι να σας πω… Ζει;». Πλησίασα με επιφύλαξη για να καταλάβω αν κάτω από το πορτοκαλί «σωρό» υπήρχε άνθρωπος… Ακίνητο ήταν το μόρφωμα αυτό που είδα… Δεν είδα χαρακτηριστικά. Προσπάθησα να νετάρω για να έχω ένα κοντινό πλάνο…
 



Κι ένα ακόμη, με τον δρόμο της «χλιδής» να προκαλεί για ακραίες αντιθέσεις…