Ο Στέφαν Τσβάιχ, είναι αυτό που λέμε “από τους μεγάλους”. Τον αγαπούν οι γονείς μας, τον θαυμάζουμε εμείς και το πιθανότερο είναι να τον καψουρευτούν τα παιδιά μας. Με έναν μαγικό τρόπο, κατάφερνε όχι μόνο να βρίσκεται, αλλά να υπάρχει σε δύο κόσμους! Αυτόν του πριν το 1914, την μπελ επόκ, και εκείνον του Μεσοπολέμου, των νέων συνόρων και της ναζιστικής απειλής.

Ήταν διάσημος σε ολόκληρο τον κόσμο. Το όνομα του ήταν παγκοσμίως γνωστό όσο ελάχιστων άλλων, με το κοινό να μην αγαπάει µόνο ένα, αλλά τα περισσότερα έργα του. Ένα κοινό που δεν του έμεινε πιστό ένα χρόνο, αλλά δεκαετίες.

Η “Σκακιστική Νουβέλα”, είναι ένα κομψοτέχνημα. Λίγες σελίδες για μια ιστορία βασανιστική, χωρίς ίχνος κατάθλιψης. Το τελευταίο αυτό αριστούργημα του μεγάλου Αυστριακού συγγραφέα, μοιάζει μια εξομολόγηση πριν το μοιραίο τέλος.

Βρισκόμαστε πάνω σε ένα πλοίο που σάλπαρε από τη Νέα Υόρκη προς το Μπουένος Άιρες και το Ρίο. Ευρωπαίοι επιβάτες αναζητούν μια νέα πατρίδα, στην Αργεντινή ή τη Βραζιλία, ενώ στην Ευρώπη κορυφώνεται η επέλαση του Χίτλερ. Ο ανώνυμος αφηγητής, ταξιδεύει μαζί με τη γυναίκα και έναν φίλο του. Κάποια στιγμή μαθαίνει ότι μαζί τους συνταξιδεύει ο παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι, ο Σέρβος Μίρκο Τσέντοβιτς. Αμέσως θα γοητευτεί από τα όσα τον πληροφορεί ο φίλος του για τη ζωή και την προσωπικότητα του παγκόσμιου πρωταθλητή. Ο Τσέντοβιτς είναι μια μεγαλοφυΐα του σκακιού, αλλά και ένας εντελώς ακαλλιέργητος και άξεστος άνθρωπος. Μια μηχανή που σκέφτεται λογικά, αλλά που δεν μπορεί να γράψει σωστά ούτε μια πρόταση.

Ο αφηγητής, προσπαθεί μάταια να έρθει πιο κοντά στον Τσέντοβιτς. Όταν θα βρει σύμμαχο τον Ιρλανδό έμπορο με παρορμητικό χαρακτήρα, θα καταφέρει να τραβήξει τον πρωταθλητή με δέλεαρ το χρήμα. Μια σκακιστική επίδειξη ξεκινά, με τον πρωταθλητή να παίζει μόνος εναντίον όλων των φίλων του σκακιού, που βρίσκονται στο πλοίο. Η διαφορά επιπέδου ανάμεσα σε εκείνον και όλους τους άλλους είναι ξεκάθαρη. Ο Τσέντοβιτς νικάει ασταμάτητα και μαζεύει το χρήμα, αντιμετωπίζοντας τους “αντιπάλους” του με μεγάλη υπεροψία.

“Κανένα πράγμα στον κόσμο δεν καταπιέζει τόσο φρικτά την ανθρώπινη ψυχή όσο το απόλυτο Μηδέν”

Μέχρι που, λίγο πριν χαθεί και η τελευταία παρτίδα, εμφανίζεται ένας άγνωστος, που μοιάζει βαθύς γνώστης του παιχνιδιού, με την παρέμβαση του οποίου η παρτίδα οδηγείται σε ισοπαλία. Η αναπάντεχη αυτή “νίκη” πολώνει τα πράγματα, και παρά την απροθυμία του ξένου, κλείνεται ένα ακόμη ραντεβού για την επόμενη μέρα. Ο παγκόσμιος πρωταθλητής εναντίον του αγνώστου. Ο αφηγητής αναλαμβάνει να πείσει τον ξένο, δρ. Μπ., να παραβρεθεί στη συνάντηση και να αντιμετωπίσει τον Τσέντοβιτς. Στο μεταξύ όμως θα βρεθεί να ακούει την παράξενη και εντελώς ιδιαίτερη ιστορία του, που εξηγεί και τη σχέση του με το σκάκι.

“Αλλά ακόμα και οι σκέψεις, όσο άυλες κι αν φαίνονται, έχουν ανάγκη από ένα στήριγμα, ειδεμή αρχίζουν να στροβιλίζονται και να περιστρέφονται δίχως νόημα γύρω από τον εαυτό τους. Ούτε κι αυτές δεν μπορούν ν’ αντέξουν το Τίποτα”.

Η κατάληξη της σύγκρουσης μεταξύ των δύο σκακιστικών μεγαλοφυών είναι απρόβλεπτη. Η “Σκακιστική νουβέλα”, γραμμένη με απλότητα και θαυμάσια ψυχολογική οξυδέρκεια, διαβάζεται σαν να γράφτηκε μόλις χθες. Προσφέρεται για πολλαπλές σκέψεις και αναγνώσεις σχετικά με τις δυνατότητες της ανθρώπινης διάνοιας, τον απόλυτο χαρακτήρα της τέχνης και την κτηνωδία της μονομερούς ανάπτυξης της προσωπικότητας.

Ωστόσο, η στιγμή στην οποία εξελίσσεται δεν μπορεί να περάσει ασχολίαστη. Ο Σέρβος, που ενδιαφέρεται μονάχα για την αποτελεσματικότητα και τη νίκη, απολίτιστος και απόμακρος κατά τα άλλα, βρίσκεται αντιμέτωπος με τον άνθρωπο που καταφεύγει στη λογική του παιχνιδιού προκειμένου να μην χάσει τα λογικά του, τον άνθρωπο που έχει ήδη συντριβεί από τη βία και τα ψυχολογικά βασανιστήρια. Πολλοί είδαν σε αυτή την αναμέτρηση μια αλληγορία του ωμού πραγματισμού των Ναζί και των λεπτεπίλεπτων εμμονών της βιεννέζικης υπερπολιτισμένης κοινωνίας.

Το 1942, ο Τσβάιχ αυτοκτόνησε μαζί με τη γυναίκα του στη Βραζιλία. Η δραματική κορύφωση μιας ζωής που είχε όλον τον συμβολισμό για το τέλος του παλιού κόσμου και των παλαιών αξιών. Ίσως και εμείς να βιώνουμε με έναν άλλον τρόπο τη ραγισμένη ισορροπία ανάμεσα σε δύο κόσμους. Μπορεί να μη ζήσαμε ένα “1914” και να το έχουμε σύνορο, ρήγμα και αφετηρία, αλλά έχουμε πολλά, μικρά και λιγότερα μικρά “1914”, για να μας υπενθυμίζουν ότι και οι δικές μας γενιές βιώνουν τη βίαιη μετατόπιση ή την ιλιγγιώδη διολίσθηση.