Τον Αύγουστο Κορτώ (και το συγγραφικό του έργο), τον ανακάλυψα εντελώς τυχαία νομίζοντας πως έχω στα χέρια μου έναν Γάλλο ή έναν Βέλγο συγγραφέα σε Ελληνική μετάφραση. Ήταν η εποχή που δεν το είχα και πολύ με τα ίντερνετς, ήμουν και (αρκετά) μικρός σε ηλικία οπότε η πληροφόρηση μου για τον κόσμο της λογοτεχνίας ήταν μηδαμινή. Ειδικά στο δικό μου σπίτι, όπου η πιο κοντινή σχέση με τη λογοτεχνία ήταν οι Κυριακές που ο πατέρας μου διάβαζε Ντέπυ Γκολεμά στο Φως.

Πρέπει να είχα αγοράσει τον “Γιο της Τζοκόντα” σε ένα από αυτά τα Bazaar βιβλίων που κυνηγούν όσοι δεν έχουν τη δυνατότητα να κατεβάζουν ολόκληρα ράφια από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία της Αθήνας για να ικανοποιήσουν την αναγνωστική τους μανία. Έχω την τάση να αγοράζω ό,τι να’ναι, αρκεί να με ψήσει ο τίτλος ή το storytelling (που λεν και στο χωριό μου) στο οπισθόφυλλο.

Με αυτά και με αυτά, πέρασαν τα χρόνια, η μία βιβλιοθήκη μου γέμισε, γέμισε και η δεύτερη με τον Αύγουστο Κορτώ να έχει περίοπτη (και μεγάλη) θέση και στις δύο. Το τελευταίο του πόνημα το θεωρώ ένα από τα αγαπημένα μου και σίγουρα αυτό με το καλύτερο χιούμορ. “Έρως ανίκατε μάσαν“.

Θα σας πω την αλήθεια. Έχω μια απέχθεια για τα λογοπαίγνια. Ε, αυτό νομίζω ότι είναι και το πιο μελανό σημείο αυτού του βιβλίου. Από την άλλη πλευρά όμως, όταν βλέπεις σχέδιο του απίθανου Αρκά στο εξώφυλλο, τα ξεχνάς όλα. 

Το βιβλίο αποτελείται από αυτοτελείς ιστορίες, το λες και συλλογή διηγημάτων, οι οποίες έχουν να κάνουν με το φαγητό, τη λαιμαργία και τις τραγελαφικές καταστάσεις που μπορεί να ζήσει κάποιος που σκέφτεται το φαγητό 25 ώρες την ημέρα (πόσο μάλλον όταν ζορίζεται να το αποβάλει κιόλας). Το χιούμορ είναι το κλασσικό χιούμορ Κορτώ, που με μια λέξη μπορεί να σε κάνει να φτύσεις τον καφέ που πίνεις και να κοπανιέσαι σαν βλαμμένος. Το έπαθα στο Ναύπλιο και κόντεψα να πνιγώ – ευτυχώς με έσωσε το κορίτσι.

Η γλώσσα του απλή, υπερβολικά απλή – δεν είναι καθόλου εύκολο – γεγονός που τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους Έλληνες συγγραφείς του σήμερα. Γιατί είναι αρκετά κατανοητή σε όλους και με την αμεσότητα που απαιτείται. Αμεσότητα που υπάρχει σε όλα του τα βιβλία ανεξάρτητα με το ύφος της ιστορίας. Είτε στην “Κατερίνα” που είναι μια άκρως συγκινητική ιστορία, είτε στον “Αφανισμό του Νίκου” (το αγαπημένο μου) που είναι ένα οδοιπορικό στην παλιά Αθήνα, είτε στο “Έρως ανίκατε μάσαν”.

Το νέο βιβλιο του Κορτώ είναι ένα ατελείωτο παραλήρημα που δε μπορείς να μη λατρέψεις. Θυμίζει παλιές εποχές ελληνικού χιούμορ και αυτοσαρκασμού που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε “αυτοτρολάρισμα” σε άπταιστα Ελληνικά. Ο πλέον πολυγραφότατος από τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, δεν κωλώνει να κάνει χιούμορ με τον εαυτό του και αυτό να το κάνει βιβλίο. Και το ελληνικό κοινό (που τόσο έχω κράξει) δε διστάζει να βάλει αυτό το βιβλίο στα πλέον ευπώλητα. Μπράβο του και μπράβο μας.