2 Ioυλίου 1961 φεύγει από τη ζωή ο Έρνεστ Χεμινγουέι. Τι είναι όμως αυτό που κάνει έναν άνθρωπο κανονικό, να γεννιέται προορισμένος να γίνει θρύλος; Πρότυπο και σημείο αναφοράς; Που του προσδίδει εκείνο το μεγαλείο, το ένθεο, το παθιασμένο, το εξωγήινο για τα δεδομένα της μετριότητας μας; Πώς ορίζεται η μεγαλοσύνη λοιπόν, του Έρνεστ Χεμενγουέι του εξωανθρώπινου σε ταλέντο, ζωή, ιδεολογία, αλλά και πάθη, ελαττώματα, εθισμούς, παραφορές; Και γιατί -γαμώτο- όλοι μας να ‘μαστε κομμένοι στην απλότητά μας και κάποιοι, όπως αυτός, να βουτιέται σε κανονικές θάλασσες της Καραϊβικής και σε άλλες όλο αλκοόλ – φυγής και να αναβαπτίζεται σε ιδιοφυία και εμείς να ήμαστε καταδικασμένοι σε αυτή την χωμάτινη μικρότητα; Γιατί αυτός; Γιατί; Τι κάνει το ξεχωριστό. «Ένας έξυπνος άνδρας ορισμένες φορές αναγκάζεται να μεθύσει προκειμένου να συναναστραφεί τους ηλιθίους» έλεγε, αφορίζοντας μας στην αιωνία πυρά της μη – ιδιοφυίας.
«Θυμήσου να βάλεις τον καιρό στα αναθεματισμένο το βιβλίο σου -ο καιρός είναι πολύ σημαντικός»
Ο καιρός! Πίσω, μπρος, να διπλώνεται και να τελειώνει! Πίσω. Εγώ, αυτόπτης μάρτυς στο σπίτι του Χέμινγουει στο Κι Γουεστ, στην άκρη του αμερικανικού κόσμου και μπροστά η αρχή της Κούβας και των μελαχρινών κατοίκων της Καραϊβικής. Πλακόστρωτα δρομάκια, λιακάδα, παραδείσια πλατύφυλλα φυτά, χρωματιστά πουκάμισα και εμπριμέ μαγιό, μικρές πορτούλες φτιαγμένες από πειρατές για να κρύβονται οι ίδιοι και η πολύτιμη λεία τους, παντού πούρα και φυσικά μπαρ. Ένα όμορφο σπίτι, με πολλά είδη λουλουδιών, παράθυρα στο μπλε της θάλασσες και τόση τακτοποίηση πια, που δεν ταιριάζει στα θηρία που έκρυβε μέσα του ο Χεμινγουέι. Δεν ταιριάζει για σπίτι του. Εκτός και αν υπολογίσεις το πόσο μακριά βρίσκεται, πόσο άκρη θεωρείται και πώς από δω ξεκινούσε με τον άλλο τιτάνα της αμερικανικής λογιότητας, τον Σκοτ Φίτζεραλντ και τον Τζον Πάσος, χαράματα, για κυνήγι, έχοντας μαζί τους φυσικά καραμπίνες, σφαίρες, ρούμι, κρασί και μπίρα
Φωτογραφίες του Έρνεστ Χέμινγουει λοιπόν. Αυτού που λάτρεψε τις ταυρομαχίες, ορίζοντας τες ως μεταφυσικές τελετουργίες, το κυνήγι, το ψάρεμα, την ανδρική παρέα, την γυναικεία φιγούρα, την περιπέτεια, τον κίνδυνο, που έψαξε για δίκιο και για αλήθεια, την δημοσιογραφία, τις λέξεις, τις ιστορίες των ανθρώπων και την μεγαλύτερη όλων Ιστορία τους, που ήταν ο ανταποκριτής στα πολεμικά μέτωπα του κόσμου, που έζησε τον πιο άγριο απ’ όλους, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που χάρισε την ψυχή του στους Επαναστάτες της Ισπανίας, που κατέγραψε την αθλιότητα ενάντια στον λαό μας στην εγκληματική καταστροφή της Σμύρνης και στην ανταλλαγή πλήθιων στην Θράκη, που έπεσε δυο φορές την ιδία μέρα με αεροπλάνο, που νοσηλεύτηκε με σφαίρες από πολέμους στα νοσοκομεία, που… που… που… έζησε κάποτε. Κλικ ο φακός λοιπόν και η φωτογραφία δείχνει αυτό το κάποτε του Έρνεστ Χέμινγουει. Και το γιατί έγινε, ήταν, υπάρχει ακόμα ως ένας και μοναδικός, μεγαλύτερος από την ίδια τη ζωή!
«Σε όλη μου τη ζωή κοίταζα τις λέξεις σαν να τις έβλεπα για πρώτη φορά»
Το πρώτο κλικ; Ασπρόμαυρη φωτογραφία βρέφους, με τα λευκά φορέματα για να μπερδεύονται τα φύλλα και δυο πυρακτωμένα μάτια να κοιτάνε το φακό και αυτά που μέλλεται να ‘ρθουν. Ο Έρνεστ Μίλερ Χεμινγουέι γεννιέται στις 21 Ιουλίου το 1899 στο Όουκ Παρκ του Ιλλινόις, κοντά στην πόλη του Σικάγο. Είναι ο πρώτος γιος και το δεύτερο από έξι όλα και όλα παιδιά του γιατρού Κλάρενς Έντμοντς Χέμινγουεϊ και της Γκρέις Χωλ, που είχε πριν παντρευτεί μια σύντομη καριέρα στην όπερα, μεγάλες γνώσεις μουσικής και φωνητικής. Ο πατέρας μεγάλωσε τα παιδιά του με αγάπη για τα σπορ, μεγάλες εκδρομές και διακοπές στις όχθες μιας μεγάλης λίμνης, που στάλθηκε πάντα το ονειρικό καταφύγιο του Έρνεστ, ως ο πιο κοντινός του εσωτερικός τόπος στον παράδεισο. “Ανοιχτές αυλές και στενά μυαλά”, ήταν η μικρή επαρχιώτικη πόλη για τον Έρνεστ, που ένιωθε να πιέζεται ασφυκτικά ανάμεσα στην θρησκόληπτη αμερικανική του γειτονιά.
Ήταν εξαιρετικός μαθητής στα φιλολογικά μαθήματα και ένας καλογυμνασμένος αθλητής επιδόσεων στα ομαδικά αθλήματα αλλά και στο μποξ. Φάνηκε σε εκείνο το νέο δείγμα της τέλειας αμερικανικής γενιάς που άρχισε να μεταλλάσει τους αγρότες της αποικίας, σε ψηλά και γεροδεμένα πλάσματα της αυτοκρατορίας που καλοζωίζονταν. Φυσικά έγραφε σε λογοτεχνικά περιοδικά του σχολείου του. Τελειώνοντας τη φοίτησή του, όλοι περίμεναν πως θα πήγαινε Κολέγιο, αλλά αυτός επιλεγεί την περιπετειώδη, όλο ξενύχτι και ένταση και φυσικά λέξεις, ζωή της δημοσιογραφίας. The Kansas City Star. Έφηβος σχεδόν, κυνήγι την είδηση, το ρεπορτάζ, το αποκλειστικό, ενώ μαθαίνει να πίνει σκληρά ποτά στα μπαρ, απ’ τους μεγαλύτερους δημοσιογράφους και να περιμένει την πρώτη έκδοση μισομεθυσμένος. Πολλές δεκαετίες αργότερα έγραψε πως εκεί, έμαθε τους καλύτερους λογοτεχνικούς κανόνες, ακολουθώντας πιστά τα μυστικά της δημοσιογραφικής λιτότητας. Μικρές προτάσεις, σύντομοι παράγραφοι, ενεργητικά ρήματα, ειλικρίνεια, όχι προσπάθεια εντυπωσιασμού, πρόλογος, κυρίως θέμα, επίλογος και α! μη τους κάνεις να βαρεθούν στην αρχή! Τους έχασες για πάντα…
«Αλλά τη ζωή δεν είναι δύσκολο να την κουμαντάρεις, όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις»
Έξι μήνες αργότερα ο Μεγάλος Πόλεμος αρχίζει να κατασπαράζει νεανικά σώματα. Ο Έρνεστ ύστερα από προτροπή του πατέρα του θέλει να καταταγεί στον στρατό. 18 μόλις ετών βλέπει την αίτηση του να απορρίπτεται. Αιτία; Μάλλον η ελαττωματική του όραση. Επιμένει. Τον Δεκέμβριο του 1917, γίνεται δεκτός ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού και τον Απρίλιο του 1918 αναχωρεί για το ιταλικό μέτωπο. Ένα σημειωματάριο πάντα μαζί του, προδίδει το μασίφ ταλέντο του δημοσιογράφου. Η ανάγκη του για περιπέτεια, η δίψα του για ζωή, το όραμα του για έναν ηρωισμό χαζοφτιαγμένου από παιδικά παιχνίδια στην αυλή ασφαλισμένων σπιτιών έρχονται αντιμέτωπα με την αγριότητα της αληθείας. Αποστολή του γίνεται η περισυλλογή πτωμάτων.
Λίγες εβδομάδες μετά την άφιξή του στην Ιταλία, στις 8 Ιουλίου του 1918, ο Χέμινγουεϊ τραυματίστηκε από θραύσματα, ενώ μετέφερε εφόδια στους στρατιώτες και τελικά παρασημοφορήθηκε από το ιταλικό κράτος για την ανδρεία του. Περνάει μήνες σε ένα νοσοκομείο. Στην αρχή θέλουν να του ακρωτηριάσουν το πόδι. Μια όμορφη νοσοκόμα ξενυχτά δίπλα του και κάνει πλύσεις στο τραυματισμένο πόδι, προσπαθώντας να πείσει τους χειρουργούς να του δώσουν χρόνο και να μην τον αφήσουν μισό, τόσο νέο. Είναι η Agnes von Kurowsky. Η γυναίκα που θα γίνει το πρότυπο του για το μεταγενέστερο θρυλικό “Αποχαιρετισμό στα όπλα”. Η γυναίκα που θα ερωτευτεί με πάθος. Η γυναίκα που θα τον απορρίψει και θα τον βυθίσει στην κατάθλιψη. Επιστροφή στην Αμερική και στη δημοσιογραφία και περιπλάνηση ξανά και πολλές γυναίκες που προλαβαίνει να εγκαταλείψει πια αυτός πρώτος. Τέσσερις γάμοι. Αλλαγή τόπων.
«Να γράφεις μεθυσμένος. Να διορθώνεις ξεμέθυστος»
Γίνεται μέλος εκείνης της λεγομένης «χαμένης γενιάς» των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι. Σκοτ Φιτζέραλντ, Έζρα Πάουντ, Τζαίημς Τζόυς και Γερτρούδη Στάιν. Ελληνοτουρκικός πόλεμος. Το λογοτεχνικό του έργο ξεκινάει. Επιστρέφει στην Αμερική προκειμένου να γεννηθεί ο γιος του στην Πατρίδα, αλλά λίγους μήνες αργότερα επιστρέφει στο Παρίσι. Δεν τον χωράει ο τόπος! Απλά του πέφτει μεγαλύτερος! “Στον Καιρό μας”, “Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά”, “Άντρες χωρίς γυναίκες”, “Αποχαιρετισμός στα Όπλα”. Αναγνώριση. Επιτυχία. Δόξα. Πίσω στην Αμερική, αλλά χωρίς να είναι κιόλας. Key West της Φλόριντα. Είναι Αμερική αλλά στα όρια της, πάντα εκτός, πάντα κοντά στη φυγή. Το 1928 αποκτά άλλον έναν γιο τον Πάτρικ, ενώ τον ίδιο χρόνο η μοίρα που τον έχει προικίσει να είναι σπουδαίος, του χαράζει μια οδυνηρή συνέχεια και προικονομεί την τραγικότητα του τέλους. Ο πατέρας του Έρνεστ, εκείνος ο αθλητικός γιατρός, με τη βεβαιότητα της αιωνιότητας για τα παιδιά του, αυτοκτονεί. Είναι συντριμμένος από οικονομικά προβλήματα. Είναι συντριμμένος από μεγάλους πόνους αποτέλεσμα επιβαρυμένης υγείας.
Αγωνίστηκε όπως όλοι, με τη ζωή και έχασε! Διαλέγει να φύγει βίαια, αφήνοντας πένθος, θλίψη, ενοχές και ένα πρότυπο διαφυγής στα παιδιά του, που θα τα στοιχειώσει για πάντα. Αφρική. Δημοσιογραφία και λογοτεχνικά αριστουργήματα. Ο Ισπανικός Εμφύλιος. Και γάμοι, γεννήσεις, χωρισμοί. Ο Έρνεστ επιλεγεί να ζήσει στην Κούβα. Βίλα Φίνκα Βίχια, έξω από την Αβάνα. Είναι το πρώτο σπίτι που αγοράζει ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ, έναντι 18.500 δολαρίων. Εκεί σιωπάνουν οι φωνές των νεκρών του φίλων από τον Ισπανικό Εμφύλιο. Εκεί κατασταλάζει η βαρβαρότητα των σακατεμένων κορμιών του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Εκεί παύει να έρχεται στους εφιάλτες του ο πατέρας του, νεκρός αλλά κινούμενος, αίματα στα χεριά, ζητώντας του κάτι, τι; Τον Ιούλιο του 1940 ολοκληρώνει στην Κούβα το “Για ποιον Χτυπά η καμπάνα”, έχοντας για ήρωες του δυο υπαρκτούς φίλους του, που τέλειωσαν όπως στο βιβλίο. Παγκόσμια επιτυχία. Θρίαμβος λογοτεχνικός. Ε, και;
“Η ευτυχία σε έξυπνους ανθρώπους είναι το πιο σπάνιο πράγμα που ξέρω»
Πνίγεται στο αλκοόλ. Βυθίζεται σε θάλασσες μεθυσμένων σκιών. Παρέες μόνο για να πίνει. Μέρη μόνο για να πίνει. Αφορμές για να πίνει. Η χαρά, η θλίψη, το γράψιμο, η γιορτή, το πένθος. Όλα. Γεμίζουν το ποτήρι του. Και το ξεχειλίζει άλλος ένας πόλεμος. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος. Την Άνοιξη του 1944, ο Χέμινγουεϊ αποφάσισε τελικά να ταξιδέψει στην Ευρώπη για τη δημοσιογραφική κάλυψη του πολέμου, με πρώτο σταθμό το Λονδίνο. Για άλλη μια φορά χωρίζει και για άλλη μια, το 1946, παντρεύεται και επιστρέφει στην Αμερική. Όλα πια, δείχνουν να μην έχουν σημασία. Ούτε το ότι η αμερικανική κριτική τον αμφιβηστεί, τον αποδομεί, τον γελοιοποιεί. Τα θηρία μέσα του γιγαντώνονται. Πιστεύει πως η CIA θέλει να τον σκοτώσει και τον παρακολουθεί. Παντού σκιές και κίνδυνος. Παράνοια! Και όμως. Δεκαετίες μετά τον θάνατό του, κρυμμένα αρχεία της CIA αποδεικνύουν πως πράγματι κάποιος ήταν πάντα πίσω του, κρυμμένος στα σκοτάδια, να ψάχνει τη ζωή, το έργο του, κάθε του δημοσίευση, να αναζητά στα κρυμμένα μηνύματα τον κομμουνιστή, τον αντικαθεστωτικό, τον κατάσκοπο.
1951. “Ο Γέρος και η Θάλασσα”. Δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Life. Όσοι τον αμφισβήτησαν, φωνάζουν πιο δυνατά τις ιαχές της αποθέωσής του, μπας και ξεχαστούν όσα είπαν και έγραψαν. Ένα μικρό διαμάντι λόγου! Βραβείο Πούλιτζερ και το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1954. Άλλο ένα ταξίδι στην Ισπανία και αργότερα στην Αφρική. Εκεί παθαίνει δυο αεροπορικά ατυχήματα, σε μια διαδρομή κανονικά μιας μέρας που δεν του επιτρέπουν τελικά να βρεθεί στην απονομή του Νόμπελ. Τα ταξίδια τελειώνουν! Δεν έχει πια άγνωστα τοπία προς εξερεύνηση, ούτε πολέμους να ζήσει, παρ’ εκτός από αυτούς μέσα του. Κατάθλιψη βαριάς μορφής. Παρανοϊκές εμμονές. H CIA πίσω από τις κουρτίνες, μέσα στο μπάνιο του, στην άκρη του διαδρόμου. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Κούβα που λάτρεψε. “Ketchum”. Το δικό του Άινταχο. Λίγο πριν τον επίλογο, κανείς λογοτέχνης δε θα ‘βαζε τον ηρώα του να περάσει τόσα. Θα τον αγαπούσε. Θα τον δικαίωνε. Θα τον αξίωνε, να πεθάνει σε ένα πεδίο μάχης ή σε ένα κυνήγι στην Αφρική, σε μια αναμέτρηση με το μεγαλύτερο θήραμα που υπήρξε ποτέ. Ο Θεός πάλι, δεν δείχνει να συμμερίζεται την συγγραφική ηθική. Κλινική Mayo. 15 θεραπείες με ηλεκτροσόκ. Του κάνουν κακό. Χάνει τη μνήμη του. Ξεχνάει ποιος ήταν και ποιους αγάπησε. Ένα συναίσθημα επικρατεί στην ύπαρξη του. Τρόμος!
«Μη ρωτάς για ποιον χτυπάει η καμπάνα. Χτυπάει για σένα»
Τελευταία λήψη: Στις 2 Ιουλίου, λίγες ημέρες πριν τα εξηκοστά δεύτερα γενέθλιά του, η σφαίρα βρίσκει άλλη μια φορά στόχο. Θήραμα για τον παθιασμένο κυνηγό είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Εκείνος ο εαυτός που και ο ίδιος, ακόμα, δύσκολα φαίνεται να αντέχει τη μεγαλοσύνη του. Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκροταφείο του Ketchum. Φαντάσματα εκεί γύρω, οι μεθυσμένοι νεκροί από χρόνια φίλοι του, η Χαμένη Γενιά του Παρισιού, εκεί στη θρυλική Μονμάρτη, με τα ποτά τους, που ‘ζησε για να τους δει να φεύγουν πριν από τον ίδιο, αιώνια πότες και οι αυτόχειρες συγγενείς του, ένας ένας: η αδελφή του Ούρσουλα, ο αδελφός του Λέστερ, η πανέμορφη εγγονή του Μαργκό. Για ποιον αλήθεια, χτυπάει η καμπάνα, στο τέλος;
*Το κείμενο είχε δημοσιευτεί στο newpost.gr στις 2 Ιουλιου του 2013