Με την αστυνομική λογοτεχνία δεν τα πήγαινα ποτέ καλά, το ομολογώ. Αν και καταβρόχθιζα αστυνομικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές ψάχνοντας να βρω ποιος τον σκότωσε γαμώτο, τα βιβλία τα βαριόμουν! Το ομολογώ και αμαρτία δεν φέρω καμία. Μέχρι που κάποια στιγμή ένας φίλος καλός σε κάτι γενέθλια μου έφερε δώρο το Χάρτινο Φεγγάρι του Αντρέα Καμιλλέρι. Καμιά τριακοσαριά σελίδες ότι έπρεπε μου φάνηκες για συντροφιά στις καλοκαιρινές διακοπές μου που ακολουθούσαν.

Ακόμη τον δοξάζω γιατί μου έμαθε τον μπαμπά του αστυνομικού μεσογειακού μυθιστορήματος και τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο, αστυνομικό διευθυντή της φανταστικής πόλης Βιγκάτα της Σικελίας, ο οποίος δεν κωλώνει πουθενά και τα βάζει με μαφιόζους, δολοφόνους απαγωγείς και παρανόμους στο κέντρο της Ραγκούζα. Ένας από τους πρώτους δύστροπους, δαιμόνιους αντι-ήρωες που συνάντησα μπρος μου και λάτρεψα για τον ιδιοφυή τρόπο που ξεσκεπάζει τα εγκλήματα, ενώ αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη φύση καλύτερα από τον καθένα!

Ο Καμιλλέρι που λέτε ήταν ένας υπέροχος τύπος που μας άφησε σήμερα στα 93 του χρόνια. Βιοποριζόταν σαν θεατρικός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και καθηγητής ωσότου γύρω στα 55 γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα, Η ροή των πραγμάτων (Il corso delle cose). Ακολούθησαν περίπου 100 ακόμη βιβλία. Γνώρισε μια σχετική επιτυχία μετά τα 60 του χρόνια και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του τυπάρα.

Μανιώδης καπνιστής, λάτρης του γυναικείου φύλου, μοίραζε αποστάγματα σοφίας μέσα από τον τρόπο που αντιλαμβανόταν την καθημερινότητα. Έμεινε τυφλός προς το τέλος της ζωής του, μα δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει, ούτε να αποτελεί μια φωνή απέναντι σε όσους θέλανε να μας δυναστεύσουν! Σφοδρός πολέμιος του Ιταλού ακροδεξιού πολιτικού Σαλβίνι και των θέσεων του κατά των μεταναστών. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος: «Στα 93 μου, ευρισκόμενος σε απόσταση αναπνοής από τον θάνατο, αφήνω μια χώρα που δεν περίμενα. Και για το λόγο αυτό αισθάνομαι ότι απέτυχα ως Ιταλός πολίτης».

”Θα ήθελα να τελειώσω την καριέρα μου καθιστός σε μία πλατεία και να διηγούμαι ιστορίες, και στο τέλος να γυρίζω ανάμεσα στο κοινό με την κόπολα (σιτσιλιάνικη τραγιάσκα) στο χέρι.”

Ευχαριστούμε για τις ιστορίες κύριε Καμιλλέρι. Είμαστε σίγουροι πως θα σκαρώσεις πολλές ακόμη, εκεί ψηλά.