Αν υπάρχει ένα είδος που το δόξασε ο ελληνικός κινηματογράφος του ’90, αυτό είναι το καλτ. Δράκουλες στα Εξάρχεια, Φτηνά Τσιγάρα και στην κορυφή οι “γυναίκες” του Σταύρου Τσιώλη. Οι γυναίκες που “μην κλαίτε”. Κι ύστερα οι γυναίκες που “ας περιμένουν”.

Κι επειδή φέτος (από 13 Δεκέμβρη, για την ακρίβεια) οι γυναίκες του Τσιώλη θα “περάσουν από δω” στην τρίτη ταινία της πιο επικής καλτ τριλογίας του ελληνικού σινεμά, αποφάσισα να συναντήσω τον κύριο Σταύρο στα Εξάρχεια και να του ζητήσω να μου πει τελικά, αν θα μας περιμένουν, αν θα περάσουν, τι θα κάνουν οι γυναίκες με την πάρτη μας. Κι αυτός με κέρασε πρώτα καφέ, κι ύστερα με κέρασε μια απολαυστική κουβέντα. Όμως ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή…

Ήταν πάντα τριλογία οι “Γυναίκες” σας;

Γέλασε. “Τριλογία;”  μου κάνει. “Άκου. Ο τίτλος Παρακαλώ Γυναίκες, Μην Κλαίτε, βγήκε στην τύχη. Η λεγόταν Κλέφτες του Έρωτος. Όμως ο διευθυντής φωτογραφίας, ο Βασίλης ο Καψούρος (Θεός σχωρέσ’ τον) είχε διαβάσει ένα βιβλίο, το Παρακαλώ Λύκοι, Μην Κλαίτε. Έρχεται λοιπόν και λέει: “Να τίτλος!”. Του λέμε: “Βρε είσαι τρελός; Τι να πούμε, λύκοι;” Χαμογέλασε και λέει: “Να πείτε γυναίκες”. Το πήραμε γι’ αστείο τότε, αλλά το λέγαμε μεταξύ μας. Και το λέγαμε, και το λέγαμε, και τελικά… κατοχυρώθηκε!”

“Ύστερα η δεύτερη ταινία. Ας Περιμένουν οι Γυναίκες. Αυτή τη λέγανε Ιστορικό Συνέδριο της Βόλβης. Ήμασταν όμως ένα βράδυ στο ξενοδοχείο στη Βόλβη και τρώγαμε. Λέει ο παραγωγός, ο Βασίλης ο Κατσούφης: “Όλα μια χαρά βρε Σταύρο, όμως αυτός ο τίτλος… Παραπέμπει σε ιστορική ταινία, ρε παιδί μου. Μήπως να τον αλλάξουμε;”. “Να τον αλλάξετε, ναι” συμφωνεί η κόρη του. “Να πείτε κάτι για τις καημένες τις γυναίκες τους. Όλο αντρικές ταινίες, κι αυτά τα ρεμάλια κάνουν διακοπές και οι γυναίκες τους περιμένουν…”. Ε, πετάγεται τότε ο Ζουγανέλης και φωνάζει: “Ας περιμένουν οι γυναίκες τους!”. Βρήκε όνομα κι η δεύτερη”.

“Όσο για την τωρινή ταινία, εδώ να δεις απάτη! Έρχεται ένας φίλος και μου λέει: “Έχεις 13 χρόνια να κάνεις ταινία. Τι γίνεται, περιμένεις να πεθάνεις;” Τι να του πω; “Ε, 77 χρόνων έφτασα, τι θες να κάνω;” του απαντάω. Μου λέει: “Να κάνεις μια ταινία καινούρια. Έχω μια φοβερή ιδέα. Να ‘χει ο τίτλος τη λέξη γυναίκες ώστε να την παρουσιάσουμε ως τριλογία. Θα φέρει πολλά εισιτήρια”. Απάτη λοιπόν, κι ο τρίτος ο τίτλος”. Έβαλε τα γέλια.

Καλοπροαίρετη απάτη όμως…

“Το αποκαλύπτω με μια αθωότητα” μου κάνει ντροπαλά. “Ελπίζω να μη θυμώσουν μαζί μου. Τελικά και οι τίτλοι είναι υλικό της ταινίας, είναι κι αυτοί μέρος της αγωνίας να εκφραστεί η ψυχή του έργου. Και νομίζω πως τελικά, και στις τρεις ταινίες οι τίτλοι το κατάφεραν”.

“Θα μου πεις βέβαια, Παρακαλώ Γυναίκες, Μην Κλαίτε… πού κολλάνε οι αγιογράφοι, οι απατεώνες; Όμως υπάρχει εδώ μια ιστορία, μια σύμπτωση. Τελειώσαμε την ταινία, κάναμε το μοντάζ, βγήκε στις αίθουσες, και την 3η μέρα προβολών ο Χρήστος ξεψύχησε. Στα 36 του. Και μου στείλανε διάφορα κορίτσια μήνυμα λέγοντας: “Ήξερε ο Χρήστος ότι θα φύγει και γι’ αυτό τον ήθελε τον τίτλο έτσι. Σαν τελευταία χάρη: Παρακαλώ γυναίκες, μην κλαίτε για μένα…”. Ξέρω κι εγώ…”.

Η φετινή ταινία ωστόσο έχει όντως “γυναίκες που περνάνε”, έτσι δεν είναι;

“Όλες μου οι ταινίες, πάντα πατάνε πάνω σε δύο άντρες. Κι εδώ πάλι, δύο άντρες έχουμε. Είναι δυο τύποι – ο Τζούμας κι ο Λίτσης -, που πάνε για μεροκάματο να φυλάνε τσίλιες σ’ ένα σπίτι που χτίζει παράνομο δωμάτιο. Ξέρεις, μην περάσει κάνας πολεοδόμος. Πολεοδόμοι φυσικά δεν περνάνε. Γυναίκες περνάνε! Περνάνε και λένε τον πόνο, την πληγή τους, θέλουν κάπου να μιλήσουν αλλά το κάπου αυτό να είναι άγνωστο. Να μην κοστίζει. Έτσι λοιπόν, αυτοί οι δύο δέχονται με κατάπληξη “το μεγάλο θαύμα και το μεγάλο αίνιγμα της ζωής” όπως έλεγε για τη γυναίκα ο Βακαλόπουλος”.

Τι τύποι είναι;

Έβαλε ξανά τα γέλια. “Ερείπια είναι” μου λέει. “Ο Τζούμας πέρασε από ένα κομμάτι διανόησης. Σπούδασε. Αλλά ο πατέρας του είχε κάτι δενδρύλλια στην Καλαμάτα, του τα κόψανε κάποια στιγμή κι ο γιος δεν μπόρεσε να σπουδάσει. Έκανε δυο χρόνια στο πανεπιστήμιο και τέλος. Ο άλλος, ο Λίτσης, είναι τελείως αγράμματος. Έχει μια τάση όμως προς την ποίηση. Τη λαϊκή ποίηση. Μικρός ήθελε να λέει ποιήματα: στην 28η, στην 25η Μαρτίου. Στο τέλος φτιάχνει ένα ποιηματάκι”.

 

Μέσα απ΄τις γυναίκες μπόρεσε κι αυτός να καταφέρει το απωθημένο του, ε;

“Αυτό έγινε, ναι. Συμβαίνει δε και το εξής: φοβάται τρομερά ο Λίτσης. Ότι θα περάσει πολεοδόμος και θα πάνε φυλακή. Όλο την κοπανάει, όλο λέει να φύγει μη βρει μπελά… Το βράδυ όμως, που τελείωσε πια το δωμάτιο, του λέει του Τζούμα: “Εγώ θα ξανά ‘ρθω αύριο. Μπορεί να μας χρειάζονται ξανά, εγώ θα έρθω”. Γιατί όμως θέλει να έρθει; Γιατί αλλιώς η μαγική μέρα που ζει θα σταματήσει βίαια. Και τη θέλει πια, τη χρειάζεται. Τώρα δεν φοβάται τίποτα, θέλει μόνο να επικοινωνήσει ξανά με τις γυναίκες”.

Οπότε θα ξαναπάει…

“Δεν ξέρω τι θα κάνει. Μπορεί και να μην πάει. Εκεί που τον αφήνω εγώ, θέλει πολύ  να πάει. Τι θα κάνει δεν ξέρω… Εγώ τους ήρωες τους αφήνω ήσυχους μετά την ταινία. Κάθε ταινία στο τέλος αφήνει μια υπόσχεση. Ας τη συνεχίσει ο θεατής, ας κουβεντιάσει με τους άλλους θεατές για τη συνέχεια”.

“Καταλαβαίνεις λοιπόν, δεν θα μπορούσα ποτέ εγώ να γράψω τη συνέχεια για τίποτα. Ούτε για το Ας Περιμένουν οι Γυναίκες, ας πούμε” μου κάνει με νόημα.

Παρόλα αυτά, θα μπορούσε να γυριστεί “Ας Περιμένουν οι Γυναίκες” σήμερα;

“Όχι. Το Σύριζα δεν μπορείς εύκολα να το σατιρίσεις, δεν έχει την πλάκα του ΠΑΣΟΚ, δεν είναι γραφικό. Περιμένουμε τώρα το Μητσοτάκη. Ελπίζω ότι αυτός θα είναι περισσότερο επιθεώρηση. Άρα κάποιο τυχερό παιδί μετά από κάποια χρόνια, αν το Σύριζα γίνει αρκετά ΠΑΣΟΚ κι ο Μητσοτάκης επιθεώρηση, θα γυρίσει το νούμερο 2”.

“Πρέπει να γεμίσει η ζωή με πράγματα για να σατιρίσεις. Όταν έλεγε ο Μπουλάς “ψήφισε η μάνα μου Νέα Δημοκρατία;” ήταν τραγικό. Ήταν στ’ αλήθεια δράμα για ένα ΠΑΣΟΚόσκυλο να ψηφίσουν οι δικοί του ΝΔ. Τώρα, δεν τρέχει και τίποτα”.

 

Πόσο αληθινές ήταν τότε αυτές οι καταστάσεις;

“Θα σου πω το εξής. Δεν μου πήρε ποτέ σενάριο κάτω από 6 μήνες δουλειά. Ποτέ κάτω από 6. Αυτό το ‘γραψα σε 20 μέρες!”

“Κι αυτό επειδή είμαι τεμπέλης” συμπλήρωσε γελώντας. “Θα μπορούσα να το γράψω και σε 15 μέρες. Που πάει να πει πως ήταν έτοιμο να βγει. Υπήρχε ήδη. Έτυχε να το ανακαλύψω εγώ. Τυχερός – άτυχος”.

Άτυχος γιατί;

“Να σου πω. Ετοιμάζομαι του χρόνου, αν είμαι ζωντανός φυσικά…” χαμογελάει πλατιά, “να γυρίσω Το Χιόνι. Με τρώει 50 χρόνια, αλλά δεν τολμούσα. Τώρα πια δεν έχω κάτι να χάσω. Ένα τραγούδι είσαι, που χρόνια μ’ εκδικείσαι γιατί δεν έχεις ξεχαστεί,  που λέει κι ο Βαρδής. Θα το κάνω λοιπόν. Όμως φοβάμαι πως ο,τι και να κάνω, και το Χιόνι να κάνω, τα παιδιά θα πάνε περιμένοντας να δουν ένα καινούριο Ας Περιμένουν οι Γυναίκες”.

Ε, όλοι οι μεγάλοι σκηνοθέτες αυτό το πρόβλημα δεν είχαν;

Μ’ έκοψε με το χέρι.

“Μεγάλος σε ηλικία, ναι. Μεγάλος σε αξία, ε μη λες υπερβολές! Μια που είπες όμως για μεγάλους σκηνοθέτες, με χαρά άκουσα χθες στην τηλεόραση ότι ο Λάνθιμος βγήκε σε 4 αίθουσες κι έκανε 600.000 εισιτήρια. Ευκαιρία να σου πω λοιπόν τη μεγάλη μου ευχή. Ο Γιώργος είναι ένα παιδί σαν όλα τ’ άλλα. Πολλά παιδιά έχουν ταλέντο ισάξιο. Όμως ο Γιώργος δεν έκανε πίσω ποτέ! Διαφημίσεις, πόνο, αγωνία, απογοήτευση, μάζεψε μια ομάδα με σπουδαία παιδιά, μοντέρ, οπερατέρ, και κάποια στιγμή τα κατάφεραν! Σήμερα κατακτούν τον παγκόσμιο κινηματογράφο”.

“Τουλάχιστον 10 παιδιά αναγνωρίζω ακόμα με πολύ ταλέντο στην Ελλάδα. Θέλω να τους πω λοιπόν να μην τα παρατήσουν. Έρχεται ο καιρός που θα κάνει το θαύμα του ο ελληνικός κινηματογράφος, όπως το ‘κανε ο Πολωνικός, ο Ρουμάνικος, ο Ουγγρικός, ο Μεξικάνικος…”.

Να πούμε και Ιταλία; Και Ισπανία; Και οι μεγάλες χώρες την Ευρώπης σε “απλές φόρμες” βασίζονται, όχι σε υπερπαραγωγές. Μ’ αυτές κάνουν επιτυχία. Εμείς γιατί όχι;

Αυτό ακριβώς. Έρχεται η ώρα μας γιατί περάσαμε κι ένα μεγάλο πόνο τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό θα εκφραστεί κάποια στιγμή. Με δράμα αλλά και με κωμωδία. Θα εκφραστεί”.

“Κι αν μπορώ να δώσω μια συμβουλή ακόμα” είπε κι άρχισε πάλι να ντρέπεται, “είναι αυτή: Αυτό που έχεις μέσα σου, να το εκφράσεις. Με ο,τι έχεις στα χέρια σου. Δεν έχεις τέλεια υλικά; Δεν έχεις άψογα σκηνικά; Δεν είναι όλα όπως τα θες; Δεν πειράζει! Με όσα μέσα έχεις. Το ταλέντο σου το έχουμε ανάγκη! Όπως είπε κι ο Πεταλούδας: Απ’ τη στιγμή που εμείς, μπορέσαμε να υπάρχουμε, τα παιδιά δεν έχουν δικαίωμα ν’ απογοητεύονται“.

Και κάτι για το τέλος: Θα μας περιμένουν οι γυναίκες κύριε Τσιώλη;

“Αγόρι μου, στη δημιουργία το ανώτερο ον είναι η γυναίκα. Γεννάει τη ζωή, συντηρεί τη ζωή – οι άντρες τι κάνουμε; Σφαζόμαστε! Πόλεμοι, χαμός, αποκεφαλισμοί. Δεν πιστεύω πως μια γυναίκα θα το ‘κανε ποτέ αυτό. Η γυναίκα υποφέρει, βιάζεται, σκοτώνεται, δεν θα μπορούσε να βιάζει και να σκοτώνει. Έλεγε ο Ταρκόφσκι: Μόνο η γυναίκα μπορεί ν’ αγαπήσει και να προσφερθεί. Βλέπεις στα μάτια μιας γυναίκας την αγάπη, την ανάγκη που σε έχει, το πώς συμπληρώνεις τη ζωή της. Δεν στο κρύβει”.

“Οπότε ναι, οι γυναίκες θα μας περιμένουν. Η ερώτηση είναι όμως, αξίζουμε να μας περιμένουν;”

 

Το “Γυναίκες που περάσατε από δω” κάνει πρεμιέρα στο σινεμά στις 13 Δεκεμβρίου. Και μετά απ’ όλα αυτά, έχω έναν επιπλέον λόγο να το δω…