Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι στα αλήθεια μας επιτρέπεται να γράψουμε για ανθρώπους που ό,τι λέξεις χρειαζόντουσαν για να ερμηνεύσουν τη ζωή, τις βρήκαν μόνοι τους. Τις διάλεξαν μία-μία σαν μικρά γυαλάκια, από παραλίες με βότσαλό. Τι νόημα έχει τώρα εμείς να ερμηνεύουμε, να φιλοσοφούμε και να ποντάρουμε σε όποια ψυχολογική φόρτιση βρισκόταν ή όχι ο ποιητής.

Αυτές τις σκέψεις έκανα μια μέρα σαν και αυτήν, που γεννήθηκε ο γεμάτος με στρογγυλές γωνίες Ντίνος Χριστιανόπουλος και με την ευκαιρία ξεσκόνισα κάμποσα ποιήματα του. Διέκρινα πιο καθαρά από ποτέ τη γοητεία του να μπορεί να είναι κανείς υπέροχα αγενής, σε μια κοινωνία μπουχτισμένη από προσποιητή ευγένεια. Η απενοχοποίηση του στίχου, η βαθιά τομή στη γλυκανάλατη και άκαυλη εκδοχή του έρωτα.

“Οι άνθρωποι με τη διαφορετικότητα στον έρωτα αγνοούμε ότι έχουν μια υπερευαισθησία. Όχι όλοι, γιατί υπάρχουν και τσογλάνια ελεεινά. Οι εξόριστοι και οι αποδιοπομπαίοι μπορούν να εκφράσουν καλύτερα αυτούς που τους εξόρισαν. Οι διαφορετικοί στον έρωτα μπορεί να εκφράσουν καλύτερα τον καθαυτό έρωτα.”.

Ο ποιητής που όταν δεν ψηφίζει λευκό, ακυρώνει την ψήφο του με στίχους του Καβάφη και που ενώ γράφει “Όταν σε φιλώ κάτι σκοτεινιάζει μέσα μου”, αγαπά τις ανοιχτόκαρδες μέρες, ισχυρίζεται ότι στα 86 του πια οι έρωτες έσβησαν από το μυαλό, αλλά ως μνήμη εξακολουθούν να υπάρχουν.

“Ο νεαρός που με πλησίασε
μου ‘κανε προπαγάνδα για τον Μάο
αλλ’ όταν φτάσαμε στο πιο λεπτό μας ζήτημα
ήταν ξεκάθαρος: «Είμαι του Μάο, βέβαια, αλλά
όταν εγώ γαμάω, θέλω λεφτά».
«Έτσι βουλιάξατε την επανάσταση»
του απάντησα πικρόχολα
κι εξαφανίστηκα.”

Για τον Χριστιανόπουλο, αν ο έρωτας δεν είχε δυσκολία, δεν θα ήταν έρωτας…

“Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωτα.
Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών
φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες
συσκότιση παραπόνων,
παρηγοριάς σπασμών.
Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας,
όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάκτητο κορμί”.

Δεν παρέλαβε ποτέ κανένα βραβείο που του απονεμήθηκε μιας και όπως λέει:

“Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ’ όπου κι αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο υπείροχον έμμεναι άλλων, που μας άφησαν οι αρχαίοι”.

Δεν θυμάται από πότε έχει να γράψει, παρόλα αυτά δεν τον στεναχωρεί πια. Η έμπνευση σαν να τελείωσε ξαφνικά, όμως πρόλαβαν να γραφτούν τα πάντα. Πρόλαβε να ομολογήσει ότι: “Θέλω να νοιώσω την στοργή σου όταν με πονάς” και να αναφωνήσει: “Παράξενα παιδιά. Προτιμούν να καυλώνουν εξ αποστάσεως παρά εξ επαφής”.

Έγραψε όλα αυτά που λέγονται από ανθρώπους σιωπηλούς, που η σκέψη τους κάνει κρότο…

“Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,
σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,
έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο,
κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι
για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.
Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσακισμένους.

Σιωπή. Σιωπή. Γυρνάει το κεφάλι του δεξιά, με κοιτάει, ανοίγει τα μάτια του, υγραίνονται, κοιτάει έπειτα στο ταβάνι, τα κλείνει ξανά. Υγραίνονται.”.

“‘Ελα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.
Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο,
να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος.

Βρήκες την εποχή να με ταράξεις στα δαγκάματα
και να μου κάνεις μελανιές σ’ όλο μου το κορμί.
Φοβάμαι μήπως φαίνονται απ’ τον ανοιχτό γιακά,
μήπως το καταλάβει η μητέρα,
μήπως το μυριστούν οι φίλοι,
και πώς να εμφανιστώ γυμνός στα μπάνια.
Δεν ξέρω πού ήσουνα ολόκληρο χειμώνα.”.