Τον Τζίμη Πανούση, τον είδα ένα καλοκαίρι στην Άνδρο και μετά τον είδα κάμποσα ακόμη στο νησί που μάλλον αγαπούσαμε και οι δυο πολύ. Φοβερά αδιάκριτη παρακολουθούσα να παίζει με την κόρη του μέσα σε έναν Αύγουστο που ίδρωνε στα κύματα, μιας άμμου που άχνιζε. Καθώς τον παρατηρούσα να γελάει συρρικνώνοντας τα χρόνια του για να την ανταμώσει, σκεφτόμουν όλους εκείνους τους στίχους, τα εξώφυλλα και τις δηλώσεις, που πολλές φορές κλήθηκαν να τραβήξουν τον μανδύα της σοβαροφάνειας, αποκαλύπτοντας μια Ελλάδα σεμνότυφη και κουραστικά βαρετή.

Έπειτα, στα σοκάκια του νησιού με τον Φοίβο Δεληβοριά κατηφορίζαμε παρέα και χώρια, αφήνοντας τα καλοκαιρινά μελτέμια να αποφασίσουν ποιος είναι το καλύτερο Γυφτάκι στην Πανεπιστήμιου. Όχι εύκολη απόφαση. Τουλάχιστον όχι τόσο όσο εκείνη που πήραμε εκείνο το βράδυ με έναν φίλο, πως δηλαδή “ο Μπελογιάννης ζει”, καλύτερα μέσα από τη δική του φωνή.

https://www.youtube.com/watch?v=JdjGY6-taN4

Άφιλτρο στόμα, άνοιγε και κανείς δεν είχε συγχωροχάρτι. Ούτε άνθρωπος, πόσο μάλλον θεός. Στις 19 Απρίλη του 1981, η αστυνομία θα συλλάβει τις Μουσικές Ταξιαρχίες, στην Καρδίτσα. Περιύβρισης κατά της αρχής και του κράτους, εξύβριση των θείων και ποιος χέστηκε. Μέχρι την κατάργηση της λογοκρισίας, το 1984, δεν σταματά να μοιράζει εγκεφαλικά. Τι άλλαξε μετά; Απολύτως τίποτα! Σημαίες, εικόνες, σφυροδρέπανα και Νταλάρας, τον ανεβοκατέβαζαν σε σκάλες δικαστηρίων.

Ο Τζίμης που ξεκίνησε από τα μπουλούκια, προσπάθησε να γίνει σκηνοθέτης ενώ του άρεσε να φωτογραφίζει, έφτασε τελικά να κάνει μουσική χωρίς να νιώσει ποτέ ότι της ανήκει. Του άρεσε ο κόσμος για αυτό και τον αντάμωνε σε μεγάλες εμφανίσεις, ώστε να μπορεί να υπάρξει το νταραβέρι που ήθελε μεταξύ τους.

“Νομίζω ότι όσο πιο πολλοί τόσο πιο καλά. Το ίδιο ισχύει και στο ερωτικό κομμάτι. Η μέθεξη της τέχνης σχετίζεται ευθέως με το σεξ και τον ερωτικό οργασμό. Ξέρετε, ήταν πάντοτε πεποίθησή μου πως με τον οργασμό αγγίζεις το θείο”.

Ο Τζίμης, πολεμούσε για όσα πίστευε παρακολουθώντας μια κοινωνία να αντέχει με 300 ευρώ, λίγη φούντα και χαρτζιλίκι από τη μάνα της. Δεν υπηρέτησε στον στρατό μιας και “αν ήταν να πάρω όπλο στα χέρια μου, θα το έκανα κανονικά: θα πήγαινα να πάρω την Κωνσταντινούπολη! Εγώ τους είπα ότι «αν πρόκειται να πάρω το όπλο στα χέρια μου, θα το κάνω για κάποιον λόγο – όχι για να κοροϊδεύω την κοινωνία». Για μένα ο στρατός δεν είχε καμία λογική, κανένα συναίσθημα, καμία αισθητική.

Όταν θα τον ρωτήσουν για την αριστερά θα πει: “Πιστεύω ότι υπάρχουν γνήσιοι αριστεροί. Έμαθα να ξεχωρίζω τους ανθρώπους σε ευαίσθητους και αναίσθητους· σε ανθρώπους που λένε «δεν πά’ να γαμηθούν όλα, εγώ θα κονομήσω» και σε αυτούς που νοιάζονται για τον διπλανό τους. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι δεξιοί και στη δεύτερη οι αριστεροί”.

Τον Τσίπρα, τον χαρακτήριζε Νταλαροειδές φαινόμενο, που στην αρχή σε εκνευρίζει και μετά τον λυπάσαι.

“Ο Τσίπρας γράφτηκε στην ΚΝΕ το ’89 όταν έπεφτε το τείχος του Βερολίνου. Αν έχεις τον θεό σου δηλαδή! Σκέψου τώρα χαρακτήρα ανθρώπου: να καταρρέει ο κομμουνισμός και αυτός να γράφεται στην ΚΝΕ”.

Δεν είναι λίγες οι φορές που του αποδόθηκαν οι χαρακτηρισμοί του ομοφοβικού και του σεξιστή.

“Κατ’ αρχάς είμαι ομοφυλόφιλος και το έχω δηλώσει. Απλώς η ομοφυλοφιλία μου κατέληξε σε λεσβιακή. Μου αρέσουν οι γυναίκες. Πολλές φορές μου συνιστούν να μη λέω για μαύρους, γκέι, να μην κάνω σεξιστικά σχόλια για τις γυναίκες. Τι σεξιστικά σχόλια, ρε καραγκιόζη; Υπάρχει μεγαλύτερος σεξισμός από το να έχεις μια γυναίκα άνεργη, να της στερείς την πρόσβαση στα απαραίτητα; Και σε πειράζει που εγώ θα πω «τι ωραίο κώλο που έχεις»”;

Ό,τι πιο κοντινό είχαμε σε Αριστοφανική περσόνα, ήταν ο Τζίμαρος και μας χαιρετά απόψε. Σε ευχαριστούμε για τα κοινωνικά και θρησκευτικά σοκ που χαλάλισες για πάρτη μας.

“Εκείνο που με συγκινεί στον Αριστοφάνη –εκτός από το έργο του– είναι ότι πέθανε εξόριστος στην Αίγινα κοιτάζοντας τον ναό της Αφαίας. Ενα τέτοιο τέλος θα ήθελα να έχω κι εγώ”.

 
 
* Οι παραπάνω δηλώσεις δόθηκαν σε συνέντευξη του Τζίμη Πανούση, στο monopoli.gr.