Ένα χειμωνιάτικο πρωινό της Άνοιξης, εγώ και ο Δημήτρης Φραγκιόγλου ανταμώσαμε στο Μεταξουργείο, λίγο βρεγμένοι και πολύ χαμογελαστοί, τρυπώσαμε στο Κλωστήριον και εκεί, μεταξύ κλωστών και ζεστού καφέ, ξετυλίξαμε το κουβάρι της ζωής του. Από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και από εκεί στην Αθήνα και στην προσπάθεια του να περάσει την πόρτα του Πολυτεχνείου που τελικά δεν έγινε, χωρίς να αφήσει κανένα απωθημένο.

“Από τη στιγμή που δεν κατάφερα να περάσω, επανεξέτασα την επιθυμία μου να μπω στο Πολυτεχνείο και τελικά αποφάσισα και πήγα στο Οικονομικό. Εκεί, χωρίς να χάσω χρόνο μπήκα στη θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου. Μετά τις δύο πρώτες μου παραστάσεις, δέχτηκα επαγγελματικές προτάσεις και η περιπέτεια μου με το θέατρο ξεκίνησε“.
 
Έξω η βροχή καλά κρατεί, όμως ποιος νοιάζεται όταν το καλοκαίρι είναι τόσο κοντα; “Μια τόσο βροχερή μέρα θυμάμαι έπαιξα πρώτη φορά επαγγελματικά, στον Βόλο. Ήταν ένα έργο του Μπρεχτ που αντάμωνε την αγωνία της πρώτης φοράς, μαζί και με το άγχος του αν τελικά θα γίνει η παράσταση”. Τον ρωτώ αν θεωρεί ότι αυτή ήταν η πρώτη σημαντική στιγμή στην καριέρα του, ενώ στην πραγματικότητα θέλω να τον ρωτήσω, πώς γίνεται να μη σβήνει το χαμόγελο του καθώς μιλάει, κάνοντας την κουβέντα μας σαν μια φυσική συνέχεια μιας προηγούμενης, που όμως δεν έχει συμβεί.

Δεν ξεχωρίζω ποτέ τις στιγμές σε σημαντικές και ασήμαντες, μιας και πολλές φορές αυτό μπορεί να συνδεθεί με την επιτυχία ή την αποτυχία. Θεωρώ, ότι η πιο γενναία που απόφαση ήταν να ασχοληθώ με το θέατρο. Από εκεί και πέρα, όλα έχουν κάτι να μου μάθουν και πάντα περιμένω το καλύτερο που θα έρθει”.

Αναρωτιέμαι τι ανάγκες μπορεί να καλύπτει η Τέχνη στη ζωή του και προσπαθεί να εξηγήσει σε εμένα και στον εαυτό του, πώς γίνεται η απάντηση αυτή να αλλάζει κατά καιρούς. “Υπάρχει ένα κομμάτι από το έργο “Τέσσερις σκύλοι και ένα κόκκαλο” του John Patrick Shanley, που μιλά για μια ετοιμόγεννη αρκούδα. Μετά από μια δύσκολη γέννα, φέρνει στη ζωή εφτά αρκουδάκια. Αμέσως, αρχίζει να τα γλείφει όμως όταν έφτασε στο έβδομο, παθαίνει ανακοπή και πεθαίνει. Τα έξι αρκουδάκια έτρεξαν χαρούμενα στο δάσος, ενώ το έβδομο βγήκε Showbiz. Κάθε φορά, σκέφτομαι μήπως τελικά ισχύει αυτό στην περίπτωση μου, χωρίς να σημαίνει ότι έχω περάσει κάτι οικογενειακό που με έχει δυσκολέψει”.

Έχω κλείσει τις σημειώσεις μου, μιας και νιώθω ότι δεν μου χρειάζονται, μιας και η κουβέντα μας κυλά όπως το νερό στους δρόμους της Αθήνας αυτήν την Τετάρτη που κολλάει στην κίνηση από τους κλειστούς με πλακάτ δρόμους. “Το δυστύχημα είναι, ότι δεν διδαχθήκαμε τίποτα από την καθημερινότητα που βιώνουμε πλέον. Αντιθέτως, όσοι μπόρεσαν γαντζώθηκαν περισσότερο στις θέσεις τους, εμποδίζοντας ευκαιρίες σε νέες ιδέες και ανθρώπους. Μου προκαλεί θλίψη να παρατηρώ ανθρώπους που κάποτε μας ζάλιζαν με μεγαλοστομίες, περιφρονώντας και απαξιώνοντας, να επιστρέφουν εκεί που έφτυναν. Για ένα ξεροκόμματο έχουν μεταλλαχθεί!

Πάω να νοσταλγήσω παλιές και ίσως καλύτερες εποχές, όμως με προλαβαίνει. Είναι παγίδα η νοσταλγία και δεν τα πάω καλά μαζί της, νιώθω ότι μας καθηλώνει. Άσε που είναι εντελώς σχετική. Ποτέ δεν ήταν οι δρόμοι στρωμένοι με ροδοπέταλα. Η διαφορά είναι ότι πιο παλιά οι σχέσεις και οι δουλειές ήταν πιο ανθρώπινες. Δεν υπήρχε η σημερινή μεθοδικότητα που εμποδίζει τον τρόπο σκέψης, για λίγη παραπάνω ακροαματικότητα”.

Είναι περήφανος για πράγματα που έχει κατακτήσει στην πορεία του. Με ενδιαφέρει η διαχρονικότητα. Ένα τέτοιο παράδειγμα, είναι ότι σύστησα με την ομάδα μου “Χρυσοθήρες” στο ελληνικό κοινό το έργο του Durang Christopher. Δουλειές που δεν προβλήθηκαν ιδιαίτερα, όμως έβαλαν το λιθαράκι τους στο θέατρο. Πλέον, υπάρχει αυτή η μετάφραση και παίχτηκε στη χώρα μας αυτός ο συγγραφέας. Είναι κομμάτι της διαδρομής του θεάτρου. Παρόλα αυτά, σε κάποια πιθανή απόρριψη του έργου μου, σκέφτομαι ότι εγώ δεν έκανα κάτι καλά. Χωρίς να απαξιώνω τον εαυτό μου, ξέρω ότι ειδικά όταν χρειάζεσαι βοήθεια για την επίτευξη αυτού που έχεις στο μυαλό σου, αν δεν πείσεις τον άλλον κάπου φταις. Αν δεν το σκεφτείς αυτό, κινδυνεύεις σύντομα να σου φταίνε όλοι και όλα”.

 
Κάπως συμφωνώ και κάπως διαφωνώ. Μιλάμε για αυτό και κάπως έτσι, καταλήγουμε στην πολιτική. Το αγαπημένο μου κομμάτι όταν ανακαλύπτω έναν άνθρωπο. Η θέαση της κοινωνίας από τη δική του σκοπιά, ο ρόλος του ενεργού πολίτη. Είμαι άνθρωπος με πολιτική θέση και που εντελώς συνειδητά πλέον, αποφάσισα να απέχω από τους πολιτικούς μηχανισμούς. Παλαιότερα είχα ασχοληθεί ενεργά, κατεβαίνοντας με ανεξάρτητο ψηφοδέλτιο στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Μάλιστα, πέρασα και από το διοικητικό συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου, εκπροσωπώντας το Σωματείο, βιώνοντας τελικά μια πολύ άσχημη εμπειρία. Νιώθω ότι με χρησιμοποίησαν και με πέταξαν, όταν πια δεν με χρειαζόντουσαν, σαν κάποιον χαζό που δεν καταλάβαινε“.

Έχει αυτήν την πίκρα που έχουμε όλοι όσοι κατά καιρούς πιστέψαμε σε μια αλλαγή. Παρόλα αυτά, εκείνος δεν το ένιωσε αυτό με την υποτιθέμενη αλλαγή που θα έφερνε η νέα κυβέρνηση. “Δεν πίστεψα ποτέ ότι θα αλλάξει πραγματικά κάτι. Άνθρωποι που διαλαλούσαν τη νέα εποχή τους ήξερα από πριν, γνώριζα καλά τα όρια τους και ότι δεν θα καταφέρουν να τα ξεπεράσουν. Δυστυχώς, ο κόσμος πλέον κλείστηκε εντελώς στο καβούκι του. Κανένας δεν πείθει κανέναν, δίνοντας χώρο στο παιχνίδι που παίζει ο φασισμός και η βία, εξαιτίας της προηγούμενης ανικανότητας μας”.
 

Έχει πια μεσημεριάσει και ο χρόνος τον πιέζει μιας και πρέπει να είναι πανέτοιμος για το Σάββατο και την εμφάνιση του στο Gazarte. Μέσα σε πολλά εισαγωγικά, ο Χλαπάτσας πάντα θα με καταδιώκει. Έτσι, αποφάσισα να γράψω το έργο “Οι 100 ρόλοι που δεν πρόλαβα να παίξω”. Πρόκειται για ένα προσωπικό παιχνίδι, που διαπραγματεύεται την αποδοχή και την απόρριψη, το πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ τον εαυτό σου και πώς ο κόσμος. Είμαι χαρούμενος και ταυτόχρονα περίεργος, για το πώς θα είναι η παρουσία μου στα πλαίσια ενός Stand Up Festival”.

Ο Δημήτρης Φραγκιόγλου είναι κάθε ρόλος από αυτούς που δεν πρόλαβε να παίξει για την ώρα και χαμογελά όπως εκείνοι οι άνθρωποι που παίζουν το παιχνίδι της ζωής, με χιούμορ και αισιοδοξία.