Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, το 2006 αποφάσισα να δώσω Πανελλήνιες, μαζί με ένα σκασμό κρίσεις άγχους και καθημερινές ματαιώσεις που μου τσάκιζαν τον τσαμπουκά, κάθε φορά που άφηνα το μυαλό μου πιο ελεύθερο, από όσο μου επέτρεπε το ανεκπαίδευτο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Και έδωσα και πέρασα και τελείωσα και για κάποιον ακόμη πιο ανεξήγητο λόγο, αποφάσισα να ξανακάνω την ίδια απόπειρα, με την ελπίδα να καταφέρω να τινάξω εντελώς αυτή τη φορά τα μυαλά μου στον αέρα.

Χρόνια αρκετά και από το δεύτερο εγχείρημα μου, αυτό που μπορώ να θυμηθώ με συγκινητική συνέπεια, είναι η αίσθηση του να διαβάζω στίχους του Μίλτου Σαχτούρη. Μπροστά στην τεράστια σε έκταση “Σονάτα” του Ρίτσου, οι ελάχιστες στροφές του Σαχτούρη με έκαναν να επισκέπτομαι τα βράδια τον κάτω κόσμο που έφτιαχνε και να κοιτώ τον ουρανό που έχτιζε. Από τα δεκαοχτώ έως τα εικοσιπέντε και από εκεί μέχρι τα τριάντα παρά κάτι, το σώμα μου αναριγά ακόμα, σε κάθε στροφή του “Ελεγκτή”. Αν αυτό δεν σας φαίνεται μελό, τον εαυτό που αντιπαθώ…

 “Ένας μπαξές γεμάτος αίμα/ είν’ ο ουρανός/ και λίγο χιόνι/ έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω/ τ’ αστέρια/ εγώ/ κληρονόμος πουλιών/ πρέπει/ έστω και με σπασμένα φτερά/ να πετάω”

Ο Μίλτος Σαχτούρης έκανε την περατζάδα του στη γη, για να μπορέσει να σκηνοθετήσει το απόκοσμο της, να της δώσει ελπίδα και να περάσει στην αιωνιότητα. Ήταν ποιητής, χωρίς να θελήσει ποτέ να είναι τίποτα περισσότερο. Παράτησε τη Νομική λίγο πριν το τέλος και παραδόθηκε στις λέξεις και στο παράλογο τους. Οι ποιητές ζουν σε μια περιοχή του ονείρου, που πολλές φορές δεν αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να αντέξει.

“Μη φεύγεις θηρίο / θηρίο με τα σιδερένια δόντια/ Θα σε φέρω σ’ άλλα λιμάνια/ να δεις τα βαπόρια/ πώς τρώνε/ τις άγκυρες/ που σπάζουν στα δυο τα κατάρτια/ κι οι σημαίες ξάφνου να βάφονται μαύρες./ Θα σου βρω πάλι τους ίδιους/ στρατιώτες/ αυτόν που χάθηκε παν τρία χρόνια/ με την τρύπα πάνω απ’ το μάτι/ κι αυτόν που χτυπούσε τη νύχτα/ τις πόρτες/ με κομμένο το χέρι”

Είναι ακατανόητος, χωρίς να νιώθεις ότι χάνεις κάτι από τη μαγεία των ποιημάτων του, αν σου ξεφύγει κάτι. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μη σου ξεφύγει.  Άλλωστε, όπως έχει πει ο ίδιος για τον εαυτό του, τα ποιήματα του τα οραματίστηκε στο καφενείο, καθώς περπατούσε, τα ονειρευόταν τα βράδια. Οι ερμηνείες οι δικές μου και οι δικές σου, είναι απλά προβολές μας πάνω στο αλλοπρόσαλλο της γραφής του. Δεν τον ενδιέφερε η ταύτιση του αναγνώστη με την ποίηση του. Ένας αντιήρωας, που αναζητά την αυθόρμητη συγκίνηση ανθρώπων που μπορούν να συνδεθούν με το συναίσθημα τους, ικανοί να μετακινηθούν εσωτερικά.

Η Κατοχή, ο Εμφύλιος και ο Εγγονόπουλος καθόρισαν τη γραφή του, η οποία προσωποποιούσε τα πάντα, ανάγοντας τον εφιάλτης της ιστορίας σε ατομικό βίωμα, απίστευτης έντασης.  

“Ένας κρύος αγέρας φύσηξε μέσ’ απ’ τα πρόσωπα του Μεγά-
λου Καθρέφτη μου. Τα πήρε ύστερα ο ήλιος κι ησύχασαν
Είναι μέσα στον καθρέφτη, ζωντανοί μαζί και νεκροί: Εγώ
ο Κάφκα, μια μεταβυζαντινή αγία κι ο Ντύλαν Τόμας.
Ο Ντύλαν Τόμας φούσκωσε, έβγαλε μια κραυγή κι έσκασε
με κρότο. Οι στίχοι του όμως μείναν ανέπαφοι, ωραίοι, μα-
ζί με τους δικούς μου αγκαλιάζονται. Ο Κάφκα έβγαλε μέσ’
απ’ τα μάτια του δυό ψάρια και δυό αναμμένα κάρβουνα.
Τα πέταξε κατ’ επάνου μας για να μας κάψει.
Η αγία όπως και άλλοτε είναι δεμένη πάνω στον τροχό που
γυρίζει. Τρέχουν τα αίματά της.
Στο τέλος τους παίρνει όλους ο διάβολος
και ησυχάζουν”
Ο Μεγάλος Καθρέφτης 

Το άγχος μιας ολόκληρης εποχής, εκφράζεται μέσα από τον κατακερματισμό της ανθρώπινης ύπαρξης, σε ένα έργο με εφιαλτικές εικόνες και σύμβολα. Ο Σαχτούρης, αντιλαμβάνεται το χρέος του να είσαι ποιητής. Αντιλαμβάνεται πως η αξία του, είναι στην ελάχιστη αναγνώριση όσων τον προσεγγίσουν. Ποιητές σαν αυτόν, βγαίνουν μια και έξω. Δεν έχουν μιμητές, δεν χωρούν αντικαταστάτες. Η φαντασία στην παραίσθηση, το μεγαλείο της οργής που χωρά στον έρωτα. Φεύγει τον Μάρτη του 2005, αν και δεν νομίζω να είχε κάποιο πρόβλημα με αυτό. Κανένας κόσμος δεν ήταν δικός του και όλοι του ανήκαν. Και αυτός που βρήκε και αυτούς που έφτιαξε…

“Πουλιά μαύρες σαΐτες της δύσκολης πίκρας
δεν ειν’ εύκολο ν’ αγαπήσετε τον ουρανό
πολύ μάθατε να λέτε πως είναι γαλάζιος
ξέρετε τις σπηλιές το δάσος τους βράχους του;
έτσι καθώς περνάτε φτερωτές σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τη σάρκα σας πάνω στα τζάμια του
κολλούν τα πούπουλά σας στην καρδιά του

Και σαν έρχεται η νύχτα με φόβο απ’ τα δέντρα
κοιτάτε τ’ άσπρο μαντίλι το φεγγάρι του
τη γυμνή παρθένα που ουρλιάζει στην αγκαλιά του
το στόμα της γριάς με τα σάπια τα δόντια του
τ’ άστρα με τα σπαθιά και με τους χρυσούς σπάγκους
την αστραπή τον κεραυνό τη βροχή του
τη μακριά ηδονή του γαλαξία του”
Ο ουρανός