Ας είμαστε τίμιοι! Αυτό είναι ένα υποκειμενικό κείμενο για έναν αντικειμενικά υπέροχο ποιητή. Για στίχους που διάβαζα μικρή για να με συγκινήσουν μεγαλύτερη, για οράματα που έμοιαζαν αθάνατα και μας στοιχειώνουν μπροστά το τέλος μιας νέας εποχής.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, είχε έναν πατέρα γιατρό που όποτε του το ζητούσε, του αγόραζε παιδικά βιβλία του Ελευθερουδάκη και του Δημητράκου. Ήταν ένας ανορθόγραφος καλός μαθητής σε κάποιο σχολείο της Θεσσαλονίκης, που έκανε κέφι πολύ να γράφει εκθέσεις και ποιήματα, τα οποία και τον ξελάσπωναν όταν ήθελαν να τον αποβάλλουν. Ζητωκραύγαζε κάθε Κυριακή για τον ΠΑΟΚ, μέχρι να γνωρίσει τον Απόλλωνα και από εκεί να στραφεί σε πιο μικρές ομάδες, που πάντα αδικούνται…

Λάτρευε τον Κάλβο, για τα ασύλληπτα που έλεγε, ενώ είχε ενστάσεις για τον Καβάφη μιας και θεωρούσε ότι κολάκευε τον κόσμο διότι έβλεπε σε αυτόν την απήχηση που μπορεί να έχει ο κόσμος σε αυτόν. Υποκλινόταν στον Γκιγιόμ Απολινέρ, του άρεσε ο Φρανσίς Ζαμ, καθώς είχε διαβάσει σε μετάφραση και τον είχε συγκλονίσει ο Ουόλτ Ουίτμαν.

Σαν φοιτητής ιατρικής, κάνει μεταμοσχεύσεις ιδεών και δεν κάθεται φρόνιμος. Φυλακίζεται το 1948, για να βάλει μυαλό. Ένα χρόνο μετά, θα καταδικαστεί σε θάνατο. Τα κομμουνιστικά μυαλά, έδειχναν πιο όμορφα στο απόσπασμα. Το 1951, απελευθερώθηκε με τη γενική αμνηστία, όμως αλήθεια, φυλακίζονται ποτέ οι άνθρωποι αυτοί;

Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, εντάχθηκε στην πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού, καθιερώθηκε όμως στη γενική εκτίμηση ως ο μοναδικός αριστερός ποιητής, ο οποίος δεν αναμασούσε τα άρθρα του “Ριζοσπάστη”. Τολμούσε να βρεθεί απέναντι στους συντρόφους του πάλαι ποτέ ΚΚΕ εσωτερικού, με τους οποίους μοιραζόταν τις ίδιες θέσεις: “Και με διέγραψαν οι άνθρωποι αυτοί που, μετά από τριάντα πέντε, σαράντα χρόνια θα ήταν στο ΚΚΕ εσωτερικού, οι οποίοι ήταν και καθοδηγητές μου”.

“Αξίζει όχι μόνο γιατί είχε μεγάλο ταλέντο αλλά και τα μάτια του ανοιχτά ώστε να μην αναμασά κομματικές ρετσέτες που είχαν υποδείξει οι κομματικοί του φίλοι”
Ντίνος Χριστιανόπουλος

Η λογοτεχνική Αριστερά ήταν εικόνισμα ιδεολογικής ορθοδοξίας για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, για αυτό μπορούσε να ξεχωρίσει τα θετικά και τα αρνητικά της.

“Ενώ η Αριστερά έδειχνε ότι ήταν μια δύναμη προοδευτική, δημιουργική, ήταν αντιδραστική στον πνευματικό τομέα. Έμενε σε πρότυπα του ’40-’45. Και δεν μπορούσε να συλλάβει τη μελλοντική φωνή των γεγονότων”.

Δεν αποδέχτηκε ποτέ τον τίτλο που του είχαν προσδώσει ως “ποιητής της ήττας”, ακόμη και αν τα οράματα του για την Αριστερά διαψεύθηκαν. Δεν ήταν η ποίηση της ήττας, αλλά μια αγωνία για την εποχή. Χαρακτηριστικά θα πει:

“Κατά καιρούς με έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη. Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί “ποίησης της ήττας” και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει κι η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει”

Έχω ερωτευτεί χιλιάδες φορές τον Ρίτσο και έχω συγκινηθεί με τον Σαχτούρη, όμως δεν έχω διαβάσει άλλον Έλληνα ποιητή με τόσο στρατευμένο πολιτικό βίο, που να διοχετεύει τόσο λίγα στοιχεία της ιδεολογικής του ταυτότητας, στο ποιητικό του έργο. Γιατί η ποίηση δεν είναι ένας τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τρόπος να κρύψουμε το πρόσωπο μας.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε σαν σήμερα πριν αρκετά χρόνια. Πες μου αλήθεια όμως, αυτό το ποίημα πότε θα παλιώσεις;

Θά ῾ρθει μιὰ μέρα

Θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ δὲ θά ῾χουμε πιὰ τί νὰ ποῦμε
Θὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτια
Ἡ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲ
βρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶ
Θὰ ταξιδέψουμε κάπου, ἔτσι ἀπὸ ἀνία ἢ γιὰ νὰ
ποῦμε πὼς κι ἐμεῖς ταξιδέψαμε.
Ὁ κόσμος ψάχνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ βρεῖ τουλάχιστο
τὸν ἔρωτα, μὰ δὲν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνὰ πὼς ἡ ζωή μας εἶναι τόσο μικρὴ
ποὺ δὲν ἀξίζει κἂν νὰ τὴν ἀρχίσει κανείς.
Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα θὰ πάω στὸ Μοντεβίδεο ἴσως καὶ
στὴ Σαγκάη, εἶναι κάτι κι αὐτὸ δὲ μπορεῖς
νὰ τὸ ἀμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου- ἀτέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ἕνα βράδυ
-ξεχνῶ πάνω σὲ τί- κι εἶναι κρῖμα γιατὶ ἦταν τόσο
μα τόσο ἐνδιαφέρον.
Μιὰ μέρα, ἂς ἤτανε, νὰ φύγω μακριά σου ἀλλὰ κι
ἐκεῖ θά ῾ρθεις καὶ θὰ μὲ ζητήσεις
Δὲ μπορεῖ, Θέ μου, νὰ φύγει κανεὶς μοναχός του.