Βαριεστημάρα, πλήξη, νωχελικότητα,νωθρότητα, αδράνεια, μίσος (για εκείνους που διακοπάρουν).

Κρίμα που δεν υπάρχουν κάμερες ασφαλείας στα γραφεία του Provocateur… Και λέμε κρίμα γιατί αν υπήρχαν θα φτιάχναμε βιντεάκι που θα έδειχνε τη σαπίλα που μας δέρνει παραμονές 15Αύγουστου και είμαστε σίγουροι πως τα χτυπήματα που θα έκανε στο γιουτιούμπι θα ήταν αρκετά για να πάμε να τα πιούμε σε μπύρες σε κάποιο από τα πανηγύρια που έρχονται.

Όσο, λοιπόν, ο Ντόκος πίνει ουίσκια κάπου στη Σκωτία και ο Μανιάτης τρώει αστακομακαρονάδες στον Άη Στράτη, Ράπτης, Μπόβολος και Ρητινιώτης έχουν ξεμείνει σαν τους μαλάκες είναι οι 3 πιστοί στρατιώτες του σάιτ που έμειναν πίσω να κρατάνε Θερμοπύλες και τη σημαία του Provocateur ψηλά.

Αλλά ξέρεις τι;

ΔΕΝ ΤΟ ΗΘΕΛΑΝ, ΔΕΝ ΤΟ ΕΠΕΛΕΞΑΝ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΚΑΣΑΝ!

Τους δίνουμε λοιπόν το λόγο πόσο αστείο να το γράφει αυτό ένας από τους τρεις και συμπάσχουμε όσο δεν πάει. Aς τους ακούσουμε:

Έχεις ντάγκλες ο Ρητινιώτης

Νέκρα. Τόση που μπορείς να ακούσεις το “χρρρρ χρρρρ” από το διάφραγμα του Ράπτη. Γυρνάω το κεφάλι μου σιγά-σιγά προς τα αριστερά. Τα μάτια μου πέφτουν πάνω στην αραιότριχη κεφάλα του Μπόβολου, η οποία ακουμπά στην πλάτη της καρέκλας. Το στόμα του μισάνοιχτο, το βλέμμα του, μπροστά, απλανές. Κάνει ότι γράφει ενώ είμαι σίγουρος πως απλά πατάει πλήκτρα στην τύχη και μετά τα ξανασβήνει. Κοιτάζω μπροστά και βλέπω τον Ράπτη να ξύνει τη μύτη του που προεξέχει. Κάνει πως γελάει με κάτι που μόλις είδε στο ιντερνέτς, αλλά δεν γελάει. Δεν είναι γέλιο αυτό που ακούγεται, είναι επιθανάτιος ρόγχος, απότοκο της βαρεμάρας. “Ρητινιώτη δεν βρίσκουμε κάτι να γράψουμε“, μου λένε. Θέλω να τους πω “ΓΡΑΨΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΣΑΣ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΜΟΥ, ΕΝΤΕΚΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ, ΖΗΣΤΕ ΤΗ ΖΩΑΡΑ ΣΑΣ!“, αλλά κάποιος πρέπει να κρατήσει τα γκέμια. “Δεν υπάρχει δεν βρίσκω ρε αλάνια, υπάρχει δεν θέλω. Σκεφτείτε και κάτι θα βρείτε!“. Τους το ‘πα και πόνεσε η ψυχή μου. Πόσο ψεύτης; Πόσο υποκριτής; Πόσο απάνθρωπος; Πώς με έκανες έτσι ρε Εντεκαύγουστε, ΠΩΣ;

Μπόβολος ο νταγκλαρισμένος

Ξέρεις τι είναι να σηκώνεσαι το πρωί να πας στη δουλειά κι ενώ ξέρεις ότι θα παρκάρεις στου διαόλου την πεθερά να βρίσκεις θέση έξω ακριβώς από το γραφείο; Θα σου πω εγώ τι είναι. Οιωνός είναι. Ο οποίος επιβεβαιώνεται όταν μπαίνεις στο ραδιομέγαρο του Provocateur και έχει ησυχία. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΝΑ ΕΧΕΙ ΗΣΥΧΙΑ ΕΔΩ. Κάθομαι στο γραφείο μου και η θλίψη με κυριεύει. Δεξιά μου μια καράφλα. Απέναντί μου μια μύτη. Και οι δύο φλερτάρουν με την κατάθλιψη. Η απελπισία μας έχει κυριεύσει. Τι θα γράψουμε σήμερα; Κανένας δεν ξέρει. Γιατί είμαστε εδώ 11 Αυγούστου; Κανένας δεν ξέρει. Γιατί ήρθαμε σε αυτή τη ζωή; Κανένας δεν ξέρει. Γιατί γράφω μαλακίες μόνο και μόνο για να γεμίσω με λέξεις αυτό το λευκό πράγμα που απλώνεται μπροστά μου; Κανένας δε θα μάθει. Αργεί ο Σεπτέμβρης που βγαίνω σε άδεια; ΑΡΓΕΙ;

Ντάγκλαρε ο Νίκος ο Ράπτης

9 το πρωί. Περπατάω ανέμελος μέσα στην ζέστα στα Πατήσια για να πάω να βγάλω το μεροκάματο. “Πόσο σκληρός καριόλης είμαι και δουλεύω στην Αθήνα τον Αύγουστο;”, συλλογίζομαι (κατεβάζοντας καντήλια)… Κοιτάζω το κινητό μου για να δω τι μέρα είναι. Ο ήλιος μ’ έχει κάψει και όλος ο μήνας μου φαίνεται ίδιος και όλες του οι ημέρες είναι Δευτέρες. “Είναι Εντεκαύγουστος μαλάκα!”, γράφει με μεγάλα γράμματα η οθόνη του. Στον δρόμο για τον Ηλεκτρικό συναντώ δυο γριές στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, ένα σκυλάκι διασταύρωση κανίς με πεκινουά κι έναν ξεχασμένο πλανόδιο γνωστής κινητής τηλεφωνίας. Χωρίς να το καταλάβω έφτασα γραφείο. Από άρθρα είμαι κενός και δεν ξέρω τι να γράψω, καθώς το προηγούμενο βράδυ ξενύχτησα κατεβάζοντας καφάσια μπύρες και βλέποντας φωτογραφίες των και “καλά φίλων” μου το ΣΠΙΤΑΚΙ σας ρε στο Instagram από μοχίτο σε παραλίες. Παραγγέλνω Μαρουσιώτικο καφέ. Δεν μ’ αρέσει η γεύση του σήμερα. Σιχαίνομαι τα πάντα την τελευταία εβδομάδα και ο καφές πικρίζει. Δεν είναι μέτριος όπως τον πίνω. Βάζω μια καρδούλα σε μία παραλία στην Ίο, μία στην Σκόπελο και μία στην Αστυπάλαια. Κοιτάζω τον Ρητινιώτη, “Μισή και σήμερα” μου λέει, και μετά ΠΟΥΛΟ. “Φεύγει ο Εντεκαύγουστος σε λίγες ώρες Ντίνο μου και τη θέση του θα πάρει ο Δωδεκαύγουστος”, του λέω, “Σου έχω μιλήσει ποτέ γι’ αυτόν;”.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ του ΑΚΥΡΟΥ του Διονύση του Ρόκου από το διπλανό το γραφείο, που είδε τους Προβοκάτορες νταγκλαρισμένους

Ο υδράργυρος έχει ανέβει αισθητά (sic) και το ερκοντίσιο ζορίζεται. Μια βαριά σιωπή απλώνεται στο κτίριο. Κάπου στο βάθος παίζει μια τηλεόραση δημιουργώντας έναν λευκό θόρυβο που μπορεί να κοιμήσει μέχρι και τον Σταμάτη Γονίδη πρωτοχρονιάτικα. Το ρολόι σα να βαριέται και αυτό, κουνά νωχελικά τους δείκτες του: «τικ τικ τικ», όμως η ώρα μοιάζει να’χει σταματήσει προ πολλού… Συνειρμικά, μου ‘ρχεται στο μυαλό η συμβουλή του μακαρίτη του παππού μου: “-Μόνο οι χαζοί και τα ρολόγια δουλεύουν Κώστα μου –Παππού, ο Διονύσης είμαι”. Πάει, τα ‘χε χάσει ο παππούς από καιρό. Βαριέμαι. Δεν πάω λέω απ’το Provocateur να δω τι κάνουν αυτές οι ψυχές; Τι το ‘θελα; Η κατάσταση απερίγραπτη, αλλά θα σας την περιγράψω: Βλέπω πρώτο το Νικόλα τον Ράπτη, το πουλέν της ομάδας με τ’ ακουστικά. Πάω στοίχημα πως ακούει για 25η φορά σήμερα το «άδειο τ’άλογο», ενώ χαζεύει το στήθος της Ράνιας της Κωστάκη στο Instagram. Η κατάσταση είναι σοβαρή. Απέναντι του, ο Ντίνος ο Ριτυνιότης σε εμβρυακή στάση κοιτάει τον τοίχο μονολογώντας κάτι σε μια παράξενη γλώσσα. Δεν τον κοιτάω στο μάτια, επειδή μου έχουν πει ότι νιώθουν απειλή κυριαρχίας και μπορεί να επιτεθούν. Λέω θα στραφώ στον πιο λογικό της ομάδας και κοιτάω το γραφείο του Μανιάτη. ΛΟΛ. Τελευταία μου ελπίδα ο Νικόλας ο Μπόβολος που είναι σωστός, μάγκας και ηπειρώτης. Πλησιάζω αργά και προσεκτικά. Μια δυσοσμία μου τρυπάει τα ρουθούνια και ένας αλλόκοτος ήχος έρχεται στ’αυτιά μου, κάτι μεταξύ λυγμού και γέλιου! Ψελλίζω διστακτικά “Νίκο… όλα καλά;” μα πριν περάσει μια στιγμή, παγώνω! Τα μάτια του στάζουν αίμα, οι φλέβες στο λαιμό του έχουν διογκωθεί, καθώς τον βλέπω να τρώει τις μύξες του! Άρχισα να τρέχω σαν μανιασμένος χωρίς να κοιτάω πίσω μου… Έτρεχα και έτρεχα και σταμάτησα μόνο, όταν έφτασα λαχανιασμένος στην πόρτα, 5 μετρά δηλαδή μακρύτερα. Άνοιξα και βγήκα κύριος γιατί έχουμε και ένα στυλ διάολε.