Για έναν λαό όπως οι Έλληνες, ο οποίος έχει τη χορτοφαγία στο αίμα του και σπάνια ικανοποιεί τη λαιμαργία του με το ανθυγιεινό λίπος της προβατίνας και της μπριζόλας επί τη ευκαιρία, θάνατος σε όσους την αποκαλούν “πριζόλα”, φαντάζει λογικό να αντιμετωπίζει την Τσικνοπέμπτη ως εθνική αργία, ως αφορμή για παλλαϊκό ξεσηκωμό. 

Όπως εξίσου λογικό είναι και το να τρέχουν πανικόβλητοι σε ταβέρνες και ψητοπωλεία στιβαγμένοι σε 20άδες ανά τετραγωνικό μέτρο, περιμένοντας να φτάσει μετά από κανά δίωρο η πολυπόθητη παραγγελία τους. Σε frozen έκδοση πάντα. Βέβαια, υπάρχουν και αυτοί που προτιμούν να περάσουν τη συγκεκριμένη μέρα στο σπίτι τους, είτε παρραγέλνοντας απ’ έξω, είτε ψήνοντας οι ίδιοι στην ταράτσα και στο μπάρμπεκιου.

Σε κάθε περίπτωση, όπως κι αν αποφασίσεις να περάσεις την αυριανή ημέρα, το μόνο σίγουρο είναι πως θα πετύχεις ξανά τις ίδιες πεινασμένες φατσούλες που πετυχαίνεις κάθε χρόνο. Ποιες;

Αυτές! 1-0!

Ξεκινάμε με τον Τσίκνα γιατί είναι ο γνησιότερος των Τσικνοπεμπτιστών, ο πιο τίμιος από όλους. Είναι αυτός που βάζει την παρέα πάνω απ’ όλους και όλα. Aυτός που όχι μόνο θα κανονίσει να στήσει σκηνικό μπάρμπεκιου σπίτι του, αλλά θα αναλάβει και όλη τη διαδικασία του ψησίματος. Σύμφωνα με έγκυρες στατιστικές μελέτες, κάθε χρόνο τέτοια μέρα χάνει 10 χρόνια ζωής εξαιτίας του διοξειδίου του άνθρακα που εισπνέει κατά τη διάρκεια του ψησίματος, αλλά κλάιν. Το παϊδάκι να ψηθεί καλά. 
Εργάζεται ως ψήστης σε ταβέρνα.

Μιλάμε φυσικά για το σερβιτόρο. Αν υπήρχε καντηλόμετρο, θα τολμούσαμε να το βάλουμε στη μασχάλη του Καντήλια για να δούμε πόσα βρισίδια ρίχνει κατά τη διάρκεια της βάρδιάς του. Ή, έστω, ένα ροχαλόμετρο. Να μη σε νοιάζει για ποιο λόγο θα το θέλαμε το ροχαλόμετρο, απλά έχε το νου σου να είσαι ευγενικός μαζί του και να μην τον τσαντίζεις. Δεν τον νοιάζει που θα τσεπώσει γερό μεροκάματο, το μόνο που σκέφτεται είναι ΝΑ ΠΑΕΙ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙ, γαμώ την πουτάνα του γαμώ!
Εργάζεται ως… πλάκα μας κάνεις τώρα μωρέ;

Μπαχαλάκιας, αναρχοσυνδικαλιστής, αντισυστημικός, κόντρα σε όλους και όλα με προσωπικό κόστος. Ο Τσικνοτρίτης δεν είναι πρόβατο σαν εσένα να κάνει ό,τι κάνουν οι μάζες. Έψησε την Τρίτη με τους μπάχαλους φίλους του για αντίδραση στο σύστημα και την Πέμπτη θα συμπεριφερθεί σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Όλα αυτά μέχρι το βράδυ που θα πάει στα αντισυστημικά McDonald’s για να δείξει εμπράκτως πόσο διαφέρει από τους υποταγμένους της χώρας. Και ναι, είναι ο ίδιος που πηγαίνει για σουβλάκια την Μεγάλη Παρασκευή.
Εργάζεται σε μπαχάλικο (συγγνώμη).

Η αλάδωτη εμπίπτει σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που την Τσικνοπέμπτη (αλλά και γενικά) τρώει τα κοψίδια με μαχαιροπίρουνο. Σε έναν τέλειο κόσμο, αυτό θα ήταν αρκετό για να μην έχει δικαίωμα να τρώει στο ίδιο τραπέζι με τους υπόλοιπους. Βάζει πετσέτα στα πόδια, τρώει χαρακτηριστικά αργά, αφήνει στην άκρη το λίπος και γενικά δεν ξέρει να χαρεί τις μικροαπολαύσεις της ζωής.
Εργάζεται ως σερβιτόρα σε κυριλέ εστιατόριο, από όπου έχει κληρονομήσει τους ψυχαναγκασμούς της.

Ο Κοτόπουλος είναι μία ιδιάζουσα μορφή που εμφανίζεται κυρίως Τσικνοπέμπτες και Κυριακές του Πάσχα. Τότε, δηλαδή, που ο κάθε νορμάλ άθρωπος τρώει παϊδάκια και αρνί μέχρι να τρυπήσει το στομάχι του, αλλά αυτός προτιμά το πιο άγευστο κρέας της οικουμένης. Το κακό δεν είναι ότι τρώει φτερούγες όταν το τραπέζι ξεχειλίζει από κοντοσούβλι. Το κακό είναι είναι ότι θέλει να πάρει κι άλλους στο λαιμό του, λέγοντας και ξαναλέγοντας στους διπλανούς του “τσίμπα λίγο ρε, σκοτώνει!“. Θέλει το κακό σας, απομονώστε τον κι αφήστε τον να μιλάει μόνο με τον Βίγκαν.
Εργάζεται στα KFC.

Κρεοπώλης ή ταβερνιάρης που ζει όλο τον χρόνο για αυτή τη μέρα. Την Τσικνοπέμπτη ο Ωνάσης νιώθει σαν ανθοπώλης του Αγίου Βαλεντίνου. Εκείνη την ημέρα βγάζει τα σπασμένα όλης της δεκαετίας. Αν πας Τσικνοπέμπτη και του ζητήσεις ένα εκατομμυριάκι ευρώ, θα σου πει να ανοίξεις μόνος σου το χρηματοκιβώτιο και να το πάρεις, αρκεί να το κάνεις γρήγορα, γιατί εκείνος δεν προλαβαίνει. Η Τσικνοπέμπτη είναι για τον Ωνάση η πραγματική πρωτοχρονιά.
Εργάζεται ως αφεντικό του Καντήλια.

Ο Βίγκαν είναι η ντροπή της Τσικνοπέμπτης. Σε όλες τις ερωτήσεις που του γίνονται, η απάντηση είναι πάντα η ίδια: «Είμαι Βίγκαν». Όταν όλοι θα χαίρονται τη ζωή τους, ο Βίγκαν θα μιζεριάζει τρώγοντας πρασινάδες και αδιαφορώντας για τα χιλιάδες μαρούλια και λάχανα που χάνουν την ζωή τους καθημερινά για να καταλήξουν στο πιάτο του. Ο τροφικός επαναστάτης θα δεχτεί τον χλευασμό των υπολοίπων όταν ζητήσει την σαλάτα η οποία προφανώς και δεν θα βρίσκεται στο τραπέζι, αλλά φυτρωμένη κάπου έξω στον κήπο. Εργάζεται ως σερβιτόρος σε μπαράκι στην Αγία Ειρήνη.