Και άντε να σε πείσω πως τα όσα θα διαβάσεις παρακάτω έχουν γραφτεί πριν από έναν αιώνα και βάλε…

Πάντως, δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: είτε ο ποιητής ήταν πολύ μπροστά για την εποχή του και διέβλεπε όλα όσα θα συμβούν στην χώρα δεκαετίες αργότερα ή αυτή η ίδια η χώρα μας είναι τόσο προβλέψιμη, τόσο ίδια κι απαράλλαχτη.

Λίγο απ’ όλα μάλλον. Αχταρμάς σαν και την ψυχοσύνθεσή μας ως λαού, σαν και την πολιτειακή δομή που εθελόδουλα έχουμε επιλέξει για να μας διαμορφώνει τις ζωές. Κάθε μία από τις λέξεις του, λοιπόν, κάθε ένας από τους στίχους που ακολουθούν, έχουν κάτι να σου πουν, κάτι να σου (υπεν)θυμίσουν.

Για δες.

Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει;

Να τρέφει όλους τους αργούς, νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα;

Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε τον κλέφτη να γυρεύουνε;

(…) Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο- να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.

Και ψωμοτύρι και για καφέ το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.

Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

Από το μυαλό και την καρδιά του Γιώργου Σουρή (2 Φεβρουαρίου 1853 – 26 Αυγούστου 1919), στο χέρι του και από εκεί στο χαρτί με τη βοήθεια της πένας. Μια απλή διαδρομή, μια ρουτίνα καθημερινή, που την ακολούθησε επί 35 συνεχή έτη και η οποία τον ανήγαγε σε έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές των νεότερων χρόνων. Το γεγονός ότι κάποιοι τον ονομάτισαν σύγχρονο Αριστοφάνη, δείχνει μέσα στην αμετροέπειά του και ένα δείγμα της απήχησης που είχε στους σύγχρονούς του (και όχι μόνο σε αυτούς).

Από το 1883 έως το 1918, εξέδιδε το εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό «Ο Ρωμηός», το οποίο γραφόταν εξ ολοκλήρου από τον ίδιο και σατίριζε έμμετρα τα της επικαιρότητας.

Είτε πολιτικά, είτε κοινωνικά, τα σχόλια του Σουρή αποτυπωμένα ποιητικά και καυστικά, ποτέ όμως υβριστικά, απευθύνονταν προς τους ανθρώπους της εποχής του, προς εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, προς άρχοντες και λαϊκούς. Αυτοσαρκαστικός και πνευματώδης, χρησιμοποιούσε τη δημοτική αν και κάποιες φορές παραστρατούσε (για χάρη του έργου) στο λογιοτατισμό.

Το 1906, ύστερα από πρωτοβουλία της Βουλής των Ελλήνων, προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας (ακολούθησαν άλλες τέσσερις προτάσεις), ενώ δείγμα της πολυπραγμοσύνης του υπήρξε και η επιτυχημένη του προσπάθεια να μεταφράσει τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, η παράσταση της οποίας σημείωσε τεράστια επιτυχία στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών.

Ὁ Ῥωμηός

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.

Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.

Γεννήθηκε στη Σύρο, από πατέρα Κυθηριανό και μητέρα Χιώτισσα. Τον προόριζαν για ιερέα και τον έστειλαν στη Ρωσία για να δουλέψει στο μπακάλικο του θείου του. Ο ίδιος είχε άλλα σχέδια. Γύρισε στην Ελλάδα και σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το διάστημα που δεν εξέδιδε τον Ρωμηό, βιοποριζόταν ως δημοσιογράφος.

Παντρεμένος με τη χιώτισσα Μαρή Κωνσταντινίδη, έκανε μαζί της πέντε παιδιά. Η ίδια πάντως, θεωρούσε πως έχει έξι παιδιά, συμπεριλαβάνοντας σε αυτά και τον ίδιο της το σύζυγο καθώς «ήταν αδέξιος και ανέμελος και είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας».

Πέθανε το 1919 στην εξοχική του κατοικία στο Νέο Φάληρο και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Το πλήθος του κόσμου που παρευρέθηκε, καθώς και οι επίσημες τιμές που του αποδόθηκαν, αποτυπώνει εν μέρει και το μέγεθος της επιρροής που άσκησε αλλά και της αναγνώρισης που εξέλαβε.


* Μπορείτε να διαβάσετε μεγάλο μέρος από το έργο του στο αρχείο που διατηρεί το Πανεπιστήμιο Αθηνών.