«Μια χούφτα χώμα χρωστώ στην Κρήτη, μια χούφτα χώμα θα της επιστρέψω όταν πεθάνω».
Τίμιος και συνεπής καθώς ήταν, ο Νίκος Καζαντζάκης κράτησε το λόγο του επιστρέφοντας εαυτόν στην κρητική γη στις 26 Οκτώβρη το 1957. Εκεί, πάνω στα Βενετσιάνικα τείχη, στην ντάπια Μαρτινέγκο, στο Ηράκλειο, στο Μεγάλο του το Κάστρο. «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος», γράφει πάνω της η πλάκα που τον σκεπάζει ήδη μισό και πλέον αιώνα κι απέναντί του, ο μυθικός Γιούχτας. Το ιερό βουνό της Κρήτης στο οποίο, λένε οι ντόπιοι, πως τάφηκε ο Δίας κι έκτοτε μπορεί να διακρίνει κανείς το θεϊκό πρόσωπο να σχηματίζεται στην κορυφογραμμή του.
Ο Δίας και ο Καζαντζάκης, αιώνιοι και οι δύο τους, τεράστιοι. Παππούς και εγγονός, θαμμένοι και ταμένοι στη γη που τους γέννησε. Η μάνα η Κρήτη. Αυτή που με τη θυσία της -την ανελευθερία ελέω οθωμανικής κατοχής- έσπειρε στον Νίκο Καζαντζάκη το σπόρο της αρχής που όσο καμία άλλη στη ζωή του τον βασάνισε: την αρχή της ελευθερίας.
Αρχικά, ήταν η ελευθερία της Κρήτης και η Ένωση με την Ελλάδα που σκλάβωνε την παιδική ψυχή και το εφηβικό μυαλό. Κι όταν ο πρίγκιπας Γεώργος πάτησε την ευλογημένη εκείνη μέρα στο λιμάνι του Ηρακλείου και η ελευθερία του νησιού επισφραγίστηκε, το αγαθό της ελευθερίας ως το μεγαλύτερο όλων, άρχισε στο μυαλό του νεαρού ηρακλειώτη να παίρνει άλλες μορφές και να δίνει άλλες μάχες. Ο ελεύθερος άνθρωπος! Αυτό ήταν τώρα το υπέρτατο αγαθό, αυτός ο απόλυτος σκοπός. Αυτοσκοπός δικός του και της ανθρωπότητας ολόκληρης.
Κι άνθρωπος ελεύθερος, πάει να πει: Ο Οδυσσέας να γυρνάει εξουθενωμένος στην Ιθάκη κι εκεί να μη βρίσκει τον τελικό του σκοπό, μηδενική η ευχαρίστηση του. Καμία Πηνελόπη, κανένας Τηλέμαχος, βασίλειο κανένα. Τα βροντάει όλα και φεύγει, συνεχίζει το ταξίδι του, σαλπάρει ξανά για νέες περιπλανήσεις. Αρπάζει την όμορφη την Ελένη, στρέφει πλώρη προς τη Κρήτη, τυλίγει την Κνωσό στις φλόγες, ψαχουλεύει τις βόρειες αφρικάνικες άκριες, φτάνει ακόμη-ακόμη και στη νότια παγωμένη θάλασσα! Κι εκεί, πάλι να μην ησυχάζει και να αναζητά νέες περιπέτειες, νέους αγώνες. Αέναος ταξιδευτής ο Οδυσσέας του, αέναος ταξιδευτής και ο ίδιος. Ελεύθεροι άνθρωποι και οι δυο που δεν ελπίζουν τίποτα και φόβο δεν έχουνε κανένα.
Τον αεικίνητο Οδυσσέα, τον αποτύπωσε ο Καζαντζάκης στην «Οδύσσεια» του, ένα έργο αποτελούμενο από 33.333 17σύλλαβους, το δημιούργημα που θεωρεί μεγαλύτερο από κάθε άλλο δικό του. Που δεν ήταν λίγα: Ο ζωοδότης Ζορμπάς του κι ο σκιαχτικός Καπετάν Μιχάλης, οι Αδερφοφάδες της αιματοβαμμένης εποχής του, ο Χριστός του που ξανασταυρώθηκε και δοκιμάστηκε από τον μεγάλο Πειρασμό, η νιτσεϊκή Ασκητική του. Μα πάνω και πέρα από όλα, η Αναφορά! Το στήσιμο μπροστά από τον άλλο του Παππού, τον Κρη, τον ξενιτεμένο, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Σε αυτόν, τον Ελ Γκρέκο, λίγο πριν πεθάνει, ως στρατιώτης κι ως εγγονός, ως θαρρετός εξομολογούμενος, ο Καζαντζάκης “άπλωσε” κάθε πτυχή της ζωής του.
Με την συγκλονιστική του αυτοβιογραφική Αναφορά στον μεγάλο Κρητικό ζωγράφο, θέλησε να αφήσει παρακαταθήκη -όχι τα μικρά και τα ασήμαντα της καθημερινότητάς του, αλλά- όλα όσα τον δίδαξαν οι έξι μεγάλοι της ζωής του: ο Χριστός, ο Νίτσε, ο Βούδας, ο Ζορμπάς, ο Λένιν κι ο Οδυσσέας. Όλα όσα του ψιθύρισαν για το σώμα, για το πνεύμα, για την ελευθερία, για το θάνατο, για τη φύση, για τη γυναίκα, για την περιπλάνηση, για την αμφισβήτηση, για τον άνθρωπο, για την αμφιβολία, για τον Θεό. Παρών, ο τελευταίος, σε κάθε μια από τις σελίδες των έργων του. Όχι ως μια απλή παράθεση, αλλά ως ουσία μεστή. Κάνοντας έτσι τις όποιες κατηγορίες δέχτηκε ο άνθρωπος αυτός από τους ελλαδικούς και παπικούς… υπηρέτες Του, να φαντάζουν ως κυνική φάρσα μιας ιστορίας που δεν πρέπει να επαναληφθεί.
Και μιλώντας για επαναλήψεις, να και τα αγαπημένα του μοτίβα: Η κάμπια μέσα στο κουκούλι της, που σταματά να παλεύει μόνο όταν επιτυγχάνει την ολική και καθολική μεταμόρφωση. Το χελιδονόψαρο που για μερικά και μόνο δευτερόλεπτα υπερνικά τη φύση του στην αναζήτηση της ανάσας-ελευθερίας. Ο μεταξοσκώληκας που το σπλάχνο του το κάνει μετάξι. Στα τρία αυτά πλάσματα, συμπυκνώνεται η υπερ-κοσμοθεωρία του. Τρία πλάσματα-ήρωες που συμπαρελαύνουν με τους αντίστοιχους ήρωες των μυθιστορημάτων του: άπαντες προσπαθούν να φτάσουν καταματωμένοι στη θέωση, στον ανώτατο στόχο του «να μετουσιώσουν την ύλη σε πνέμα». Κι αφού φτάνουν εκεί, να εμπεδώνουν πως «δεν είναι ο Θεός πρόγονος, αλλά απόγονος του ανθρώπου.» Και χωρίς να χρονοτριβούν, να γκρεμίζονται οικειοθελώς από την κορυφή την οποία μόλις έχουν κατακτήσει. Γιατί άλλος τρόπος για να ξεκινήσει κανείς το λυτρωτικό ανηφόρισμα, δεν υπάρχει.