Μια Παρασκευή, Δεκέμβριος του 1841. Ένας γέρος, σκυφτός, ρακένδυτος και καταπονημένος, στέκεται σε μια γωνιά του Πειραιά. Εκεί όπου σήμερα δεσπόζει ο ιερός ναός της Ευαγγελίστριας. Έχει το χέρι απλωμένο και ζητά ελεημοσύνη. Κάποιος τον πλησιάζει και αυτός αντιλαμβανόμενος πως δεν πρόκειται για κάποιον συνηθισμένο περαστικό, μαζεύει το χέρι του.
-«Τι κάνεις στρατηγέ μου;», λέει ο ξένος στον ζητιάνο.
-«Απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα μου», απαντά ο γέρος.
-«Μα εδώ την απολαμβάνετε; Καθισμένος στο δρόμο;», συνέχισε ο ξένος.
– «Η πατρίδα μου μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να περνώ καλά. Αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μία ιδέα πώς περνά ο κόσμος που για τη λευτεριά του πολέμησα», αποκρίθηκε και πάλι περήφανα ο ζητιάνος.
Ο ξένος φεύγοντας, άφησε να του πέσει χάμω ένα πουγκί με νομίσματα. Δεν ήθελε να τα δώσει απευθείας στον ηλικιωμένο, που αν και προσωρινά επαίτης, παρέμενε παντοτινά περήφανος. Αυτός, κατάλαβε την κίνηση του ξένου και του φώναξε: «Σου έπεσε το πουγκί σου. Είναι επικίνδυνη περιοχή εδώ, μάζεψέ το μην το χάσεις».
Ο ξένος αυτός ήταν ο ρώσος πρεσβευτής. Ο επαίτης δεν ήταν άλλος από τον Νικήτα Σταματελόπουλο. Οι πράξεις του τον έκαναν γνωστό ως Νικηταρά και η ιστορία του απέδωσε το προσωνύμιο «ο Τουρκοφάγος».
Ένας από τους πρωτεργάτες του απελευθερωτικού αγώνα ενάντια στον οθωμανικό ζυγό, ο Νικηταράς συμμετείχε όπου του έκανε νεύμα η πατρίδα: Με τον Κολοκοτρώνη (ο οποίος ήταν θείος του, έχοντας παντρευτεί την αδερφή της μητέρας του), με τον Παπαφλέσσα, με τον Ανδρούτσο, με τον Καραϊσκάκη, με τον Μακρυγιάννη. Στην Καλαμάτα, στην Τριπολιτσά, στα Δολιανά, στα Δερβενάκια, στο Βαλτέτσι. Και κυρίως στο Βαλτέτσι: Εκεί όπου με 200 ομοεθνείς του στέκεται απέναντι σε 6000 τούρκους. Εκεί είναι που τους καταφέρνει ανυπολόγιστες ζημιές, εκεί είναι που παίρνει ως παράσημο το παρανόμι που το φέρει άξια μέχρι το τέλος της ζωής του…
Γεννημένος στη Μεγάλη Αναστάσοβα της Μεσσηνίας, στα 1787. Σωματικά προσόντα που τον διακρίνουν από τον μέσο όρο. Από νωρίς στο κλέφτικο. Κι από εκεί στα πρωτοχτύπια της εθνεγερσίας. Πάντα μπροστάρης. Λέει, άλλωστε, χαρακτηριστικά το τραγούδι: «Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά στα χέρια.» Σεμνός και ταπεινός, δεν κυνήγησε ποτέ τη δόξα (και γι’ αυτό μάλλον η δόξα του δόθηκε μετά θάνατον) και τα χρήματα. Είναι χαρακτηριστικό πως ποτέ του δεν έλαβε λάφυρα, αν και οι ευκαιρίες που είχε ήταν πάμπολλες.
Μια φορά μόνο, είπε να στείλει μετά τη μάχη ένα μικρό δέμα στη γυναίκα του, την Αγγελική κι εκείνη όταν το είδε περίμενε να δει μέσα κάτι πολύτιμο, που θα μπορούσε να το πουλήσει έτσι ώστε να ζήσει τα παιδιά τους. Μέσα, όμως, βρήκε μια ξύλινη ταμπακιέρα και το εξής σημείωμα: «Τα παλικάρια μου ύστερα από τη μάχη με έδωκαν ένα σπαθί με φιλντισένια λαβή κι αυτή την ταμπακιέρα. Το σπαθί το έστειλα στους Υδραίους για να αρματώσουν τα καράβια τους και την ταμπακιέρα σε σένα, γιατί μετά την πατρίδα εσύ είσαι η αγάπη μου».
Όταν οι πολεμικές επιχειρήσεις των εξεγερμένων Ελλήνων τελείωσαν, σαν μια απέραντη αστειότητα από τις πολλές που επιφυλάσσει η ζωή για τους τρανούς, ο μεγάλος αγωνιστής, εκείνος που θα του έπρεπαν τόνοι δάφνες στην αποστρατεία του, άρχισε να γεύεται το ένα βάσανο μετά το άλλο. Με μια μικρή ευδαίμονα παρένθεση κάποιων χρόνων (τότε που στάθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια) καταλήγει το 1839 στη φυλακή με την κατηγορία του ρωσόφιλου. Στο Παλαμήδι, μαζί με τον θείο του τον Θοδωρή…
Αποφυλακίζεται ένα χρόνο αργότερα λόγω έλλειψης στοιχείων, όμως η οθωνική εξουσία βρίσκει τον τρόπο να τον ατιμώσει, στέλνοντας τον ξανά πίσω στο μπουντρούμι. Στην Αίγινα, αυτή τη φορά. Εκεί, οι βαυαροί δεσμώτες τον κακομεταχειρίζονται ανηλεώς και καθημερινώς. Πολλές φορές δε, σε δημόσια θέα. Εκεί, για να βλέπουν οι κάτοικοι ξεπεσμένο τον αλλοτινό τους ήρωα. Πάσχει από σακχαροδιαβήτη, χάνει το φως του, αποφυλακίζεται.
Προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του και εγκαθίσταται μαζί με την οικογένειά του (ένας γιος, δύο κόρες και η γυναίκα του) στον -όχι πολύβουο τότε- Πειραιά. Απολαμβάνει μιας κάποιας αναγνώρισης από το κράτος, το οποίο του αποδίδει τον βαθμό του υποστράτηγου, μια θέση στη Γερουσία και μια σύνταξη. Πενιχρή τόσο ώστε να αναγκαστεί να απλώσει το χέρι. Και το κάνει με την ευλογία του κράτους για την σύσταση του οποίου στάθηκε βασικός πυλώνας: Ο δήμος Πειραιά είναι αυτός που του δίνει ειδική άδεια και μια συγκεκριμένη θέση για να επαιτεί κάθε Παρασκευή…
Σαν την Παρασκευή εκείνη της εισαγωγής, όπου έστεκε στον παγωμένο δρόμο και κοιτούσε τα παιδιά του να τον προσπερνούν. Τα παιδιά που αυτός ο ίδιος ελευθέρωσε. Τα παιδιά των παιδιών των οποίων σήμερα, ίσως να παραγνωρίζουν ή ακόμη και να αγνοούν την ιστορία του πρωτεργάτη από τη Μεγάλη Αναστάσοβα.
Πέθανε, μια μέρα σαν σήμερα το 1849, όντας 69 ετών. Σε ένα καλυβόσπιτο μιας καρβουναποθήκης κοντά στο λιμάνι, όπου τον είχε μαζέψει ένα από τα παλιά του παλικάρια. Πάνδημη η κηδεία του, τρανοί οι επικήδειοι που εκφωνήθηκαν, πολύς ο λαός, πολλοί και οι επίσημοι.
Η αγνωμονούσα Ελλάδα στην περίπτωση του Νικηταρά δεν έφαγε για πολλοστή φορά κάποιο από τα παιδιά της. Στάθηκε ακόμη πιο επαίσχυντη, τρώγοντας έναν από τους ίδιους της τους πατέρες.