Μεσοπόλεμος, αλεξιπτωτιστές, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος… Ορισμένα από τα «σημεία-κλειδιά» που κέντρισαν το ενδιαφέρον μου και με έκαναν να ανοίξω ορεξάτος το “HHhH”, το νέο βιβλίο του Laurent Binet (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ»). Μερικές ημέρες μετά κι αφού τοποθέτησα μια για πάντα(;) το βιβλίο στο ράφι της βιβλιοθήκης, η επιλογή του ιδιαίτερου αυτού έργου με είχε δικαιώσει πλήρως.
Εν αρχή ην ο τίτλος. Ο περίεργος, αν μη τι άλλο, τίτλος. “HHhH”, ήτοι “Himmlers Hirn Heist Heydrich”, ήτοι «Ο Χάιντριχ είναι ο εγκέφαλος του Χίμλερ». Όπου Χίμλερ, βλέπε τον διαβόητο αρχηγό των SS. Κι όπου Χάιντριχ, ο δεύτερος τη τάξει στο παραστρατιωτικό σκέλος του NSDAP. Ο Ράινχαρντ Χάιντριχ, λοιπόν, μπορεί να μοστράρει πρώτο όνομα στο εξώφυλλο και να αποτελεί τον πυρήνα γύρω από τον οποίο εξελίσσονται τα γεγονότα του βιβλίου, ωστόσο δεν είναι αυτός που μπορεί να υπερηφανεύεται ότι κρατά στα χέρια του τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Πρωταγωνιστές εδώ, είναι άλλοι. Ο σλοβάκος Γιόζεφ Γκάμπτσικ και ο Τσέχος Γιαν Κούμπις. Δύο καταδρομείς-αλεξιπτωτιστές οι οποίοι έχουν διαφύγει στην Αγγλία (όπως και η εξόριστη κυβέρνηση της κατεχόμενης τότε Τσεχοσλοβακίας) και επιλέγονται από τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας τους, προκειμένου να μεταφερθούν κρυφά στην Πράγα και να συμμετάσχουν σε μια αποστολή αυτοκτονίας: τη δολοφονία του Χάιντριχ. Του «ξανθού κτήνους». Του «δήμιου της Πράγας». Του πιο επικίνδυνου ανθρώπου του Γ’ Ράιχ. Του ανθρώπου στο πρόσωπο του οποίου πολλοί έβλεπαν τον διάδοχο του Χίτλερ.
Το 1941, ο Χάιντριχ είχε καταφέρει να ανέβει τα σκαλιά της ιεραρχίας των ναζί με μεγάλη αποτελεσματικότητα και ο ίδιος ο Χίτλερ τον είχε τοποθετήσει στη θέση του «Προστάτη του Ράιχ» στην Τσεχοσλοβακία. Ήταν, δηλαδή, ένας φυρερίσκος στα εδάφη της κατεχόμενης χώρας. Τον άνθρωπο αυτό έβαλαν στο στόχαστρο τους οι δύο καταδρομείς, αμέσως μόλις άνοιξαν τα αλεξίπτωτά τους πάνω από τον συννεφιασμένο ουρανό της τσεχικής πρωτεύουσας. Τον άνθρωπο που βρισκόταν πίσω από την σύλληψη, οργάνωση και εκτέλεση της “Τελικής Λύσης“, του σχεδίου μαζικής εξόντωσης των Εβραίων που διέμεναν στα υπό γερμανική κατοχή εδάφη. Αν μη τι άλλο, οι συμβολισμοί από ένα τέτοιο χτύπημα θα είχαν άμεση επίδραση τόσο στο ίδιο το ναζιστικό καθεστώς, όσο και στις ανά την Ευρώπη αντιστασιακές δυνάμεις.
Το αν τα κατάφεραν ή όχι, θα σας αφήσω να το διαπιστώσετε-διαβάσετε οι ίδιοι. Δεν χρειάζεται να ανατρέξετε προηγουμένως σε κάποια διαδικτυακή πηγή, θα χαθεί με αυτόν τον τρόπο η μαγεία του αγνώστου και του ανεξερεύνητου. Και κυρίως, θα χάσει λίγη από τη λάμψη της η αφηγηματική μαεστρία του Binet και ο πρωτότυπος τρόπος με τον οποίο ξεδιπλώνει το συγκεκριμένο ιστορικό μυθιστόρημα.
«Νομίζω πως αρχίζω να καταλαβαίνω», λέει ο ίδιος κάπου στα μισά του βιβλίου. «Το μυθιστόρημα που γράφω είναι ένα υπο-μυθιστόρημα». Τέτοιου είδους παρεμβάσεις σε πρώτο πρόσωπο, θα συναντήσεις πάμπολλες φορές μέσα στις 381 σελίδες του βιβλίου. Ο γάλλος συγγραφέας αρέσκεται να αναλύει την τεχνοτροπία με την οποία δομεί την ιστορία, αρέσκεται να επεξηγεί τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί το λογοτεχνικό του υλικό, αρέσκεται να ζητάει συγγνώμη προς τους ήρωες του βιβλίου του για τυχόν παραλείψεις και παρεκτροπές από τα αληθινά γεγονότα.
Αυτό το τελευταίο, η όσο το δυνατόν πιο πιστή μεταφορά των πραγματικών περιστατικών γύρω από την «Επιχείρηση Ανθρωποειδές», αποτελεί βασικό του μέλημα. Ο ίδιος, μας διηγείται, έφτασε σε πολύ μεγάλο βαθμό ταύτισης με τα όσα διημείφθησαν τις μέρες εκείνες στην σκλάβα Πράγα. Κι ως εκ τούτου το “HHhH”, υπήρξε για τον ίδιο κάτι πολύ περισσότερο από μια συγγραφική απόπειρα. Ο «Φόρος Τιμής», θα ήταν ένας τίτλος πολύ πιο κοντά σε αυτό που είχε στο μυαλό του ο Binet όταν ξεκίνησε να γράφει για τον Γιόζεφ, τον Γιαν και τους άλλους αφανείς ήρωες της τσεχοσλοβακικής Αντίστασης.