Όπως είχε πει και ο αείμνηστος Χομπς Μπέρτον, ο σημαντικότερος άνθρωπος που ανέδειξε ποτέ το αγώνισμα: «ο Μαραθώνιος είναι μια επινόηση ανθρώπινη. Συνίσταται σε μια προσπάθεια υπεράνθρωπη, η οποία στη φάση της κορύφωσής της καθίσταται απάνθρωπη». (Μη γκουγκλάρετε να βρείτε τι εστί Χομπς Μπερτον. Δεν υπάρχει. Απλά ήθελα να σας τραβήξω την προσοχή με ένα προσωπικό απόφθεγμα το οποίο εμπνεύστηκα όσο έτρεχα).

Τέσσερις μέρες μετά κι ενώ τα κοκαλάκια και οι μυς έχουν επανέλθει στην προγενέστερη φυσιολογική κατάσταση, επιμένω: ο μαραθώνιος είναι μια δοκιμασία απάνθρωπη. Για εκείνους, τουλάχιστον, που δεν έχουν εντρυφήσει στο άθλημα και που συμμετέχουν ως φοβισμένοι πρωτάρηδες.

Ένα τέτοιος νουμπάς ήμουν κι εγώ στον φετινό 32ο Αυθεντικό Μαραθώνιο Αθήνας. Μαζί πάντα με τους κολλητούς μου, τον Κώστα και τον Παναγιώτη. Και δεν ήταν κάποια από εκείνες τις περίφημες λίστες με τα «DO’s μέχρι να γίνεις 30» που με έπεισε να «κατέβω». Έτσι κι αλλιώς, το τρένο των πρώτων άντα με πάτησε ένα μελαγχολικό απόγευμα πριν από ενάμιση χρόνο. Η αφορμή, φίλοι, ήταν οι εικόνες που έβλεπα πέρσι τέτοιο καιρό στην TV από τον 31ο Μαραθώνιο της Αθήνας. Τότε που άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας έπαιρναν αεροπλάνα, τρένα και βαπόρια (οκ, υπερβολή αλλά λυρικό) για να έρθουν και να συμμετάσχουν στη μεγαλύτερη γιορτή του κλασικού αθλητισμού παγκοσμίως: Στον γνήσιο μαραθώνιο, αυτόν που πατάει πάνω στα χνάρια της διαδρομής που ακολούθησε το 490 π.Χ. ο Φειδιππίδης, για να μεταφέρει στους Αθηναίους τα χαρμόσυνα από τη μάχη του Μαραθώνα, τη μάχη-στυλοβάτη του δυτικού πολιτισμού, τη μητέρα όλων των μαχών. Κάτι η συγκίνηση και το μυστηριακό συναίσθημα που σου βγάζει ο εν λόγω αγώνας, κάτι η μανία συλλογής στιγμών, εμπειριών και προσωπικών υπερβάσεων, δήλωσα συμμετοχή. Έψησα και τους άλλους, προπονηθήκαμε και τρέξαμε…


Οι οιωνοί, πάντως, δεν ήταν με το μέρος μου. Σχεδόν ολόκληρη την εβδομάδα πριν τον αγώνα είχα πονόλαιμο και κατέβηκα να τρέξω με συνάχι, ενώ το κερασάκι στην τούρτα είχε να κάνει με τη μετάβασή στο δημοτικό στάδιο του Μαραθώνα για την εκκίνηση. Επιλέξαμε να μας πάει με το ταξί του ο ξάδερφός μου ο Παύλος. Φύγαμε στις 07:20 από το Αιγάλεω, θα έπρεπε βάσει λογικής να είμαστε στον Μαραθώνα το πολύ ένα μισάωρο αργότερα. Ο ξάδερφος, όμως, 5 χρόνια ταξιτζής και 35 χρόνια ελληναράς, δεν έβαλε τη διαδρομή στο GPS («ξέρω ρε μαλάκα», μου είπε όταν του το πρότεινα…). Με αυτά και με αυτά, φτάσαμε στον Μαραθώνα με τη ψυχή στο στόμα κατά τις 08:20. Αφού, βέβαια, είδαμε πρώτα τους εργαζομένους στο Ελ. Βενιζέλος να πιάνουν την πρωινή τους βάρδια κι αφού είπαμε ένα “γεια” στα μισά Μεσόγεια…

Οι απαραίτητες διατάσεις, όσο ζέσταμα προλαβαίνουμε και βουρ για στρίμωγμα στο έβδομο μπλοκ. Η χαρακτηριστική φωνή του Ψινάκη και κάποιων άλλων τύπων στο μικρόφωνο που λένε τα δικά τους, οι ιαπωνέζες με τις κοντές φουστίτσες να βγάζουν σέλφις μπροστά από την Φλόγα του Μαραθωνίου, το μπαμ, η εκκίνηση.

Λεωφόρος Μαραθώνος, τα πρώτα χιλιόμετρα εύκολα και θριαμβευτικά, στρίβουμε αριστερά για να περάσουμε γύρω από τον Τύμβο των Μαραθωνομάχων. Βλέπω τους ξένους να σταματούν, να κοιτάζουν με δέος, να βγάζουν φωτογραφίες, να κόβουν κλαδιά από τις ελιές που βρίσκονταν μέσα σε ένα από τα πιο δοξασμένα «οικόπεδα» της Ελλάδας και της οικουμένης όλης. Το δικό μου ιερό κλαδί, μου το δίνει μια χαμογελαστή κυρία στην άκρη του δρόμου. Ανταποδίδω το χαμόγελο, παίρνω το κλαδί, το κουβαλάω μαζί μέχρι το τέλος. Αυτό είναι το πραγματικό μου μετάλλιο.

<img alt=”O Γκάνταλφ, ο Σπαρτιάτης και ο &quot;Οπου-να-ναι-λιποθυμάω&quot;” Όπου-να-ναι-λιποθυμάω'”=”” data-cke-saved-src=”/storage/photos/w_800px/201411/spartan.jpg” src=”/storage/photos/w_800px/201411/spartan.jpg”>
Συνεχίζουμε. Ακόμα όλα είναι διαχειρίσιμα: οι ανάσες, τα πόδια, η ζέστη (γελάει ο κόσμος! 9 Νοεμβρίου ανυπόφορη ανοιξιάτικη ηλιοφάνεια μόνο και μόνο επειδή είπε να τρέξει μαραθώνιο ο Ρητινιώτης).  Νέα Μάκρη σε αγαπώ γιατί είσαι ωραία -και επίπεδη. Εκεί λίγο πριν το 20ο χλμ κι ενώ τα αποθέματα (ψυχικά και ενεργειακά) αρχίζουν να δοκιμάζονται, ξεκινούν τα ανηφορικά τμήματα, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις και ολίγον τι… τσαμπουκαλεμένα. Να τος κι ο Σάκης (τι εννοείς «ποιος Σάκης;») με τα πιτσιρίκια του και τη Φιλιππινέζα παρά πόδας να μας χειροκροτάει και να μας εμψυχώνει.

Το 50ευρο που είχα δώσει μια παραμονή πρωτοχρονιάς για να πάω έφηβος με την παρέα μου να κάνω αποτυχημένο ρεβεγιόν στο μαγαζί που τραγουδούσε, τώρα δικαιώνεται. Σάκη, γατάκι, κι ας είσαι ο Ρουβάς. Εγώ θα τρέχω κι εσύ θα με χειροκροτάς.

Πικέρμι και από εκεί Παλλήνη, Γέρακας… Έχω αφήσει πίσω το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, έχω φάει τα ζελεδάκια μου, έχω πιει τα ισοτονικά μου, έχω φάει τις μπανανούλες μου, ζωάρα κάνω ο μπαγάσας! Κύριος!

Κύριος, ε; ΚΑΝΕΝΑΣ ΚΥΡΙΟΣ! Ένας ταλαίπωρος, ξεθεωμένος ανθρωπάκος είμαι, που έχω μπροστά μου τον διαολεμένο ανισόπεδο κόμβο του Σταυρού με τα 200 περίπου μέτρα εξίσου διαολεμένης κλίσης. Την αφήνω κι αυτήν πίσω (σημειωτέον, πάμε με σχετικά αργό ρυθμό αλλά δεν έχουμε περπατήσει ούτε μέτρο σε αντίθεση με την πλειοψηφία των συνδρομεών μας. Να τα λέμε κι αυτά.)

Κάπου εδώ στα 32 χιλιόμετρα, υποτίθεται ότι θα συναντήσουμε το περιβόητο «Τείχος». Το σημείο δηλαδή που εξαντλούνται τα ενεργειακά αποθέματα του δρομέα, ο οποίος αρχίζει να στοχάζεται ζητήματα υπαρξιακά και να κάνει σπαστικές κινήσεις. Δεν βρίσκω μπροστά μου κανένα τοίχο, παρά μόνο τη μάνα μου που χοροπηδάει και με παροτρύνει στο πεζοδρόμιο κοντά στο σταθμό της Αγίας Παρασκευής (παρεμπιπτόντως, δεν την έχω ξαναδεί να χοροπηδάει). Μαζί και οι αδερφές της, ο πατέρας μου και το βαφτιστήρι, το οποίο παίρνω αγκαλιά και τρέχω μαζί του μερικές δεκάδες μέτρα.

Μερικά χιλιόμετρα παραπέρα, έξω από το μετρό στο Νομισματοκοπείο, η Λώρα μαζί με 5-6 φίλες και φίλους μάς αποθεώνουν και μας βγάζουν φωτογραφίες. Κορδωνόμαστε για να κρατήσουμε ένα μίνιμουμ αξιοπρέπειας στις φωτογραφίες που θα έχουμε να δείχνουμε αύριο-μεθαύριο στα παιδιά και τα εγγόνια μας. «Γιατί είσαι σκεβρωμένος και ταλαιπωρημένος εδώ, παππού;». Ούτε καν…

Τα τελευταία δέκα χιλιόμετρα, δεδομένου ότι είναι επίπεδα, κατηφορικά και βεβαίως-βεβαίως τα τελευταία, έχω την εντύπωση πως θα είναι εύπεπτα. Ακόμη τα χωνεύω… Υποψίες κράμπας κάθε πέντε λεπτά. Μία Αθήνα έρημη -οι φήμες λένε ότι μετράει μερικά εκατομμύρια κατοίκων- σε σημείο να ακούς χειροκρότημα και παρότρυνση κάθε 800 μέτρα. Σταθμοί πρώτων βοηθειών με τελειωμένα αποθέματα (λες και όσοι τερματίζουμε μετά τις 4μιση ώρες είμαστε βιονικοί που απλά το καθυστερούμε για να το απολαύσουμε περισσότερο…). Όλα αποδομούσαν την ονειρεμένη εικόνα που είχα στο μυαλό μου για τα τελευταία χιλιόμετρα πριν από την εκκίνηση.

Η αδικία αποκαθίσταται, ωστόσο, με το που μπαίνουμε στην Ηρώδου Αττικού. Ο τσολιάς κάνει τα νούμερά του, αλλά άπαντες του έχουν γυρισμένη την πλάτη. Σήμερα η μέρα ανήκει σε εμάς και όσοι έχουν συγκεντρωθεί στα περίξ του προεδρικού Μεγάρου χειροκροτούν και φωνάζουν για να βγάλουμε όσο πιο εύκολα γίνεται τα τελευταία μέτρα. Αλλά 200 μένουν.

Μικρή στροφή. Το Παναθηναϊκό Στάδιο μπροστά μας, καμιά πενταριά χιλιάδες στις κερκίδες. Το 90% από δαύτους τρώει σνακς, βγάζει σέλφις, ξύνει τη μύτη του και μιλάει στο διπλανό του. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει που εσύ νομίζεις πως σε χειροκροτά και σε θαυμάζει ο ντουνιάς ολάκερος! Βουρκώνεις. Kοιτάς στις πρώτες θέσεις αριστερά, βλέπεις τους φίλους σου που έχουν έρθει να σε δουν να τερματίζεις. Ζητωκραυγάζουν. Είσαι ο πρωταθλητής τους. Τους αγαπάς λίγο περισσότερο από ότι χτες. Λίγο αργότερα, συνειδητοποιείς ότι κανείς τους δεν κατάφερε να βγάλει μια φωτογραφία και ένα βίντεο της προκοπής από τον τερματισμό σου, και η αγάπη αυτή πάει στράφι…

Τερματίζεις. Βαθιές ανάσες. Περηφάνεια. Βούρκωμα ξανά. Αγκαλιές.

Τέλος καλό όλα καλά. Μέχρι πριν από τρία χρόνια ήμουν ένας μανιακός καπνιστής που δεν μπορούσε να βγάλει χιλιόμετρο. Ακολουθώντας τη καζαντζακική διδαχή «φτάσε όπου μπορείς» τερμάτισα το Μάη τον ημιμαραθώνιο της Αθήνας. Και να που μερικούς μήνες αργότερα, ακολούθησα ξανά τα κελεύσματα μιας άλλης διδαχής, από την ίδια όμως ηρακλειώτικη πένα: «Φτάσε όπου δεν μπορείς». Όρθιος και υγιής στη γραμμή τερματισμού του Αυθεντικού Μαραθωνίου.

Ευλογημένος

Και του χρόνου!

* Φωτογραφίες: Λώρα Θεολόγου