«Έχω γράψει 11 βιβλία, αλλά κάθε φορά σκέφτομαι ‘θα το ανακαλύψουν τώρα. Έχω παίξει ένα παιχνίδι εις βάρος όλων, και θα με ανακαλύψουν», έχει δηλώσει η Maya Angelou, προσπαθώντας να εξηγήσει πως πρακτικά αντιμετωπίζει τον εαυτό της σαν μια απάτη με ανθρώπινη υπόσταση. Η Natalie Portman μιλώντας για τη φοίτησή της στο Harvard είπε: «Σήμερα νιώθω αρκετά όπως όταν ήρθα στο Harvard σαν πρωτοετής το 1999. Ένιωθα σαν να είχε γίνει κάποιο λάθος, πως δεν ήμουν αρκετά έξυπνη για να είμαι σε αυτή την παρέα, και πως κάθε φορά που άνοιγα το στόμα μου θα έπρεπε να αποδείξω πως δεν ήμουν απλώς μια χαζή ηθοποιός.» Ο Tom Hanks, μετά από μια παραπάνω από επιτυχημένη πορεία, νιώθει επίσης πως είναι μια τεράστια απάτη έτοιμη να αποκαλυφθεί. «Ό,τι κι αν έχουμε κάνει, φτάνει ένα σημείο που σκέφτεσαι ‘πώς έφτασα εδώ; Πότε θα ανακαλύψουν ότι στην πραγματικότητα είμαι μια απάτη και θα πάρουν τα πάντα από μένα;».

Αναρωτιέσαι τι κοινό έχουν αυτοί οι τρεις άνθρωποι πέραν του ότι έχουν αφήσει τα αποτυπώματά τους σε κάθε γωνία της κορυφής; Σκέψου το λίγο, ο Χανκς φλερτάρει ακόμα χωρίς διακοπή με τον τίτλο του καλύτερου ηθοποιού της γενιάς του, η Maya Angelou είναι από τις προσωπικότητες που δε χρειάζονται συστάσεις και η Natalie Portman που μπροστά σε κοινό αμφισβήτησε με τόση άνεση την ευφυία της, o δείκτης IQ της φτάνει το 140. Και οι τρεις αυτοί επιτυχημένοι άνθρωποι μοιράζονται μια κοινή πεποίθηση για τον εαυτό τους, τον οποίο εν τέλει φέρουν ως μια μεγάλη απάτη. Αυτή είναι η μικρή εικόνα, γιατί στη μεγάλη εικόνα, και οι τρεις στέκονται γενναία κάτω από την ομπρέλα του «συνδρόμου του απατεώνα».

Το 1978 οι κλινικοί ψυχολόγοι Dr. Pauline R. Clance και Suzanne Α. Imes ανακαλύπτουν μια ενδιαφέρουσα για την εποχή κατηγορία ανθρώπων. Πρόκειται για φιλόδοξα άτομα που ό,τι κι να καταφέρνουν, αρνούνται να το προβάλλουν ως επίτευγμα, σαν να φοβούνται ενδόμυχα πως θα βρεθεί κάποιος εκεί έξω να τους πει απατεώνες. Σαν να καραδοκεί ο κίνδυνος τα επιτεύγματά τους να αποκαλυφθούν όχι ως ένδειξη επιτυχίας, αλλά ως ένα τεράστιο ψέμα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανακαλύψει ο καθένας. Πώς μεταφράζεται η επιτυχία για αυτά τα άτομα; Ως απλή τύχη, εκλογή του χρόνου, αποτέλεσμα εξαπάτησης των άλλων ώστε να πιστεύουν ότι και καλά είναι έξυπνα και ικανά, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα από όλα αυτά. Είναι ένα τεράστιο ψέμα με σάρκα και οστά.

Αρχίζεις να ταυτίζεσαι; Εγώ ναι. Και πώς να μην. Περνάνε με γρήγορους ρυθμούς όλες οι φορές που απλώς δεν μπορούσα να δεχτώ στ’αλήθεια ένα “μπράβο” ή ένα κομπλιμέντο για κάτι που είχα πετύχει ή είχα κάνει καλά, θεωρώντας πως δεν θα αργήσει η στιγμή που θα ξεθωριάσει η επιβράβευση και το μόνο που θα μείνει είναι ένα “σιγά το πράγμα”. Στο μεταξύ, το να ταυτίζεσαι με την πραγματικότητα ενός συνδρόμου δεν είναι και πολύ εύκολο. Διαβάζω πως οι επιστήμονες δεν το εντάσσουν στις ψυχικές διαταραχές, και άρα δεν έχει συγκεκριμένο ορισμό ούτε διαθέσιμη θεραπεία. Απασχολεί το 7% του πληθυσμού και απασχολεί κυρίως γυναίκες, οι οποίες μπορεί και να μην το εντοπίσουν ποτέ. 

Η ψυχολόγος Αναστασία Παλαιοδήμου μου λέει πως τα άτομα με το σύνδρομο του απατεώνα ουσιαστικά νιώθουν ότι εξαπατούν τους πάντες, ζώντας με τον φόβο να μην εκτεθούν η αποκαλυφθούν. «Έχει να κάνει με μια τελειομανία, έναν ψυχαναγκασμό να μην εκτεθούν και να μην κάνουν λάθη. Ή επειδή νιώθουν ανασφαλείς προσπαθούν ουσιαστικά να δείξουν ένα γνώρισμα ότι είναι ικανοί, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι οπότε λόγω της ανεπάρκειάς τους επιδίδονται σε αυτή τη συμπεριφορά.»

Αναρωτιέμαι πως γεννιέται σε κάποιον η αίσθηση ότι είναι απατεώνας χωρίς πρακτικά να έχει στήσει καμία παγίδα ποτέ σε κανέναν, παρά μόνο στον ίδιο του τον εαυτό, που έχει εγκλωβίσει σε μια λακκούβα αχρείαστου άγχους και φόβου. Η απάντηση της Αναστασίας ακούγεται εξαιρετικά απλή, εκκωφαντικά ανθρώπινη: «Δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Αυτό προφανώς έχει οικογενειακό υπόβαθρο. Πρόκειται για απαιτήσεις που έχει η οικογένεια από εκείνους και τους έχει γίνει βίωμα». Σύμφωνα με την ψυχολόγο αυτές οι απαιτήσεις οδηγούν σε καταναγκασμό που από ό,τι φαίνεται ενσωματώθηκε σε αυτό το χωρίς μπέσα υποσυνείδητο που δε ρωτάει πριν καταγράψει.

Από τη στιγμή που δεν είναι διαταραχή και δεν υπάρχει καθοδήγηση προς τη λύτρωση, τι γίνεται; Η απάντηση της επιστήμης είναι τόσο ακραία αυτονόητη, που καταλήγει δύσκολα διαχειρίσιμη και εφαρμόσιμη: ωριμότητα και δράση σύμφωνα με την εμπειρία. «Μπορούμε να είμαστε τελειομανείς, αλλά με μια υγιή ώθηση προς αυτή. Κανείς δε μπορεί να είναι τέλειος σε όλα. Είναι εντάξει να προσπαθούμε, αλλά τα λάθη είναι αναπόφευκτα», μου λέει η Αναστασία.

Στη θεωρία ακούγεται απλό, αλλά το ζήτημα της αυτοεικόνας και της καθαρότητάς της στο μυαλό μας, αξίζει την προσπάθεια.