Βρισκόμαστε κάπου στο 2013. Εγώ παριστάνω την ερωτευμένη οδηγώντας το αυτοκίνητό μου. Στο διπλανό κάθισμα μια φίλη που έχει δεχτεί την πρότασή μου για μια μονοήμερη εκδρομή σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Φθιώτιδος. Αδιάφορο χωριό σε όλα του, αλλά ένας από τους κατοίκους του αποτελεί το αντικείμενο του πόθου μου. Καθώς οδηγούμε στον πεζόδρομο του άνοστου χωριού, βλέπω το ερωτικό μου ενδιαφέρον σε ένα τραπέζι μπροστά στη θάλασσα, με μελαχρινό κορίτσι. Συνειδητοποιώ πως αυτή η σεμνή τελετή φτάνει στο τέλος της, νιώθοντας παράλληλα την ανάγκη να ενημερώσω τη φίλη μου για το τραυματικό θέαμα που μόλις είδα. Εκείνη βρίσκει καλή ιδέα το να ξεκινήσει να μου αραδιάζει ατάκες του στυλ «Μη νιώθεις άσχημα. Ξέρεις ότι σου αξίζει κάτι καλύτερο από αυτόν» και «Δεχόμαστε τον έρωτα που νομίζουμε ότι αξίζουμε». Την παρακαλώ να μείνει σιωπηλή μέχρι να φτάσουμε στην Αθήνα, βάζοντάς της όριο κάθε φορά που έβρισκε μια ακόμα κλισέ θετική ατάκα για να πει.

Αύγουστος 2019. Παραβρίσκομαι στην πρώτη κηδεία της ζωής μου. Παράξενη πρωτιά, αν σκεφτείς πως ήταν εκείνη του πατέρα μου. Όσο εγώ προσπαθούσα να διαχειριστώ εμένα, την ενορχηστρωμένη τελετουργία μιας κηδείας, της πρώτης μου κηδείας, και τους συγγενείς και φίλους που για κάποιο παράξενο λόγο μέσα στα δάκρυα και τις καταρρεύσεις, είχαν διάθεση για small talk, κάθεται δίπλα μου ένα ζευγάρι. Μετά τις βασικές πληροφορίες για το τι σήμαινε για εκείνους ο πατέρας μου, αποφασίζουν να μοιραστούν μαζί μου τις προσωπικές τους ιστορίες απώλειας. Εκείνος είχε χάσει τον μπαμπά του στα επτά, και εκείνη στα 22. Πέντε χρόνια μικρότερη από εμένα, όπως μου διευκρίνισε. Μετά ακολούθησαν κάποια δικά τους συμπεράσματα, όπως ας πούμε ότι εγώ χάρηκα τον πατέρα μου περισσότερο και πως θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων για αυτό. Εκείνη τη στιγμή το μόνο που ήθελα ήταν να φύγουν από δίπλα μου και να με αφήσουν σε αυτό το διάκενο μεταξύ τριπαρίσματος και πραγματικότητας που βρισκόμουν. Σήμερα, γράφοντας αυτό το κείμενο, συνειδητοποιώ πως ουσιαστικά ήθελαν από εμένα να σταματήσω να βρίσκομαι σε αυτό το διάκενο και να νιώσω κάποιου είδους ευγνωμοσύνη, λίγες ώρες μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Μια ευγνωμοσύνη σε λάθος μέρος, λάθος timing, κάπως σαδιστική και εντελώς διεστραμμένη. Στην πράξη, είχα μόλις πάρει τη δεύτερη και πιο πικρή γεύση του τι σημαίνει τοξική θετικότητα.

Στα social και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης που σέβονται τον εαυτό τους, έρχονται να διεκδικήσουν το μερίδιό τους στο spotlight των εργαλείων διαχείρισης της εποχής και οι life coaches. Είναι παντού και δείχνουν να αγωνιούν για το αν γράψαμε σήμερα το ημερολόγιο ευγνωμοσύνης μας, αν νιώσαμε τυχεροί στη θέα ενός ανθρώπου με ειδικές ανάγκες και αν είμαστε πρόθυμοι να διαβάσουμε ακόμα ένα κείμενο με κλισέ περιεχόμενο, που μπορεί κανείς να βρει και στο -διαδικτυακό πλέον- λεύκωμα ενός εφήβου. Οι coaches και οι συμβουλές αυτοβελτίωσής τους δείχνουν να βοηθούν ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να πάρουν το ακατέργαστο υλικό που είναι ο εαυτός τους και να το σμιλεύσουν και να το μετατρέψουν σε όπλο, αλλά η διαδικασία φαίνεται να μένει στάσιμη και το μόνο που μένει στην επιφάνεια είναι ένα επιτακτικό «δες τη θετική πλευρά» που καταλήγει ρευστό και στο τέλος τοξικό.

«Δε γεννηθήκαμε για να ευτυχήσουμε, γεννηθήκαμε για να επιβιώσουμε»

Ο Βασίλης Κυκριλής είναι influence coach και στην αρχική μας επαφή μου εξηγεί πως για εκείνον είναι δύσκολο να δεχτεί την ύπαρξη θετικότητας και τοξικότητας στην ίδια φράση. «Τοξικό είναι κάτι που δεν είναι αποτελεσματικό», μου αναφέρει και αρχίσει να μου ξεδιπλώνει κάτι που μέσα μου σκεφτόμουν καιρό: η θετικότητα δεν είναι πάντα αποτελεσματική, ιδίως όταν χρησιμοποιείται με λάθος τρόπο. Μου φέρνει ως παράδειγμα το GPS. “Αυτό το εργαλείο χρειάζεται πρώτα την αφετηρία σου. Αν δεν είσαι ειλικρινής με την αφετηρία σου, οποιαδήποτε διαδρομή σχεδιάσεις, θα σου βγει στραβά. Αυτό είναι ο ρεαλισμός. Το δεύτερο κομμάτι είναι ο προορισμός. Αυτό είναι η θετικότητα. Το πού θες να βρεθείς. Αν το εδώ, η αφετηρία, το παρόν, δεν είναι δικό σου την πάτησες. Αν το εκεί, ο προορισμός, δεν είναι δικός σου πάλι την πάτησες. Οτιδήποτε από τα δυο αγνοήσεις, την αλήθεια και την προσπάθεια να είσαι θετικός, θα είσαι αναποτελεσματικός». Ο Βασίλης θεωρεί πως με το να αποφεύγεις την αρνητικότητα συστηματικά, χάνεις σημαντικές πληροφορίες. Και αυτές οι πληροφορίες μπορεί να ορίζουν την πραγματικότητά σου σε αυτή τη φάση.

Όσο συζητάμε, μου εξηγεί πως ο εγκέφαλός μας είναι σχεδιασμένος για να τεμπελιάζει.  Όχι από άποψη, αλλά γιατί έχει έναν σκασμό πράγματα να ασχοληθεί. «Δε γεννηθήκαμε για να ευτυχήσουμε, γεννηθήκαμε για να επιβιώσουμε», μου λέει χαρακτηριστικά. Βρίσκει λοιπόν την απόλυτη αναγκαιότητα της θετικής σκέψης, γιατί πρακτικά γυμνάζει ένα σημαντικό όργανο που είναι σχεδιασμένο να αντιστέκεται σε αυτό.  «Το μυαλό σου αν δε βιαστεί από εσένα δε μπορεί να κάνει θετικές σκέψεις. Και με την καλύτερη αφορμή μπορεί να κάνει τα πιο καταστροφικά σενάρια. Με τη θετικότητα γεννιόμαστε και τη χάνουμε στα 3, 4, 5. Ως έφηβοι και ως ενήλικες η θετικότητα θέλει προσπάθεια. Η σωστή της θέση όμως είναι μετά τον ρεαλισμό. Πρώτα πρέπει να δεις πώς είναι τα πράγματα, αυτό είναι ένα σημαντικό προσόν, και μετά να έχεις τη δυνατότητα να τα δεις καλύτερα. Αυτό είναι προϊόν εκπαίδευσης», μου εξηγεί. Ωστόσο, μου κάνει σαφές πως αυτό το προϊόν εκπάιδευσης δεν έχει καμία αξία αν μια από τις δυο κεραίες λείπει Ποιες είναι οι κεραίες; Ρεαλισμός και θετικότητα. Την απουσία μιας από τις δυο την ονομάζει στέρηση πληροφορίας, και αυτό είναι τόσο κακό όσο ακούγεται. «Αν βλέπεις μόνο θετικά, υπάρχει ο κίνδυνος να έχεις χάσει την επαφή με την πραγματικότητα.»

Συμβαίνει κάτι παράξενο με το life coaching. Οι νέες πληροφορίες που δίνουν οι coaches πολλές φορές μεταφράζονται σε μια τοξική επαναληπτικότητα της μονότονης προτροπής να σκεφτούμε θετικά. Τόσο μονότονης, που όσοι δε νιώθουν ακόμα να βαλτώνουν, επιστρέφουν σε Ινδούς φιλοσόφους διψασμένοι για λίγη αυθεντική πληροφορία. Με λίγα λόγια, αντί να ξεκινάει κανείς από Κρισναμούρτι και Όσσο για να καταλήξει στον Στέφανο Ξενάκη, συμβαίνει το αντίστροφο. Τουλάχιστον σε όσους φάνηκε ο σπόρος της αυτοβελτίωσης να έχει τάσεις ανάπτυξης.

Για τον Βασίλη, που όλοι αυτοί θεωρούνται «συνάφι» του, η δουλειά του επηρεάζεται και θετικά και αρνητικά από εκείνους. «Χαλάνε και φτιάχνουν την πιάτσα ταυτόχρονα», μου εξηγεί και συνεχίζει: «Στην Ελλάδα είμαστε ένα βήμα πίσω σε αυτόν τον τομέα. Δεν υπάρχει καμία επίσημη διαπίστευση που να επιτρέπει την άσκηση του επαγγέλματος, μόνο κάτι σαν άδεια από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Πολλοί από αυτούς, λοιπόν, έχουν διαβάσει απλώς ένα βιβλίο και κάνουν μεταφορά αμάσητων πληροφοριών. Δε βάζουν καν την εμπειρία -έστω την προσωπική- στο τραπέζι». Για τον Βασίλη, όλοι αυτοί οι life coaches που αναδύονται μιντιακά, είναι κάτι σαν το The Secret. Ένα πρώτο βήμα, δηλαδή, μια εισαγωγή σε έναν νέο κόσμο, που μετά βουλιάζει στη μονοτονία και απαιτεί εξειδίκευση.

 «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν δημιουργήσει μια τάση στους ανθρώπους να βιώνουν μόνο θετικά συναισθήματα, κάτι που είναι ανέφικτο και τοξικό.»

Στην εποχή των social media, καλούμαστε να γίνουμε οι visual merchandisers της προσωπικής μας βιτρίνας, όσο παράλληλα παρακολουθούμε αχόρταγα τις βιτρίνες των άλλων. Μια βιτρίνα οφείλει να είναι ωραία, πώς να το κάνουμε; Στα πλαίσια των social, η ωραία βιτρίνα μετριέται σε καλό φαγητό φωτογραφισμένο σε flat lay, πολύχρωμα cocktails, χαμόγελα ολόλευκα περασμένα από κάποιο app, selfies σε καθρέφτες γυμναστηρίων μετά από σκληρές προπονήσεις, κούπες ζεστής σοκολάτας στην Αράχωβα και εξώφυλλα βιβλίων που πιθανότατα ξεσκονίστηκαν για τις ανάγκες της φωτογράφησης και μετά επέστρεψαν στη γωνία τους πίσω δεξιά στο κομοδίνο. Εν μέσω πανδημίας, οι ανάγκες μιας καλής βιτρίνας αλλάζουν, οι χρήστες προσαρμόζονται. Άσε που η καραντίνα είναι και μια καλή στιγμή να πιάσουν και οι μέχρι πρότινος αρνητές της, τον μίτο της αυτοβελτίωσης. Στην τελική, αν δεν είναι χρήσιμο το να εκπαιδεύσεις τον εγκέφαλό σου να σκέφτεται θετικά σε μια εποχή που το «108 νεκροί» σε καιρό που η χώρα δεβ βρίσκεται μπλεγμένη σε κάποια πολεμική σύρραξη τότε πότε; Κάπως έτσι, τα πολύχρωμα cocktails γίνονται illustrations με γραμμένη τη φράση «good vibes only» ή «στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Αν δεν είναι όλα καλά, τότε αυτό δεν είναι το τέλος».

“Μερικές φορές είναι σημαντικό οι άνθρωποι να αντιλαμβάνονται ότι δε χρειάζεται να μιλάνε.”

Για την Αναστασία Παλαιοδήμου, που είναι ψυχολόγος, τα social media ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για όλη αυτή τη στροφή στη θετικότητα, που αγγίζει το όριο της τοξικότητας. Στο μεταξύ, αυτή πρέπει να είναι μια σκληρή παραδοχή για κάποια που ειδικεύεται στη θετική ψυχολογία. «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν δημιουργήσει μια τάση στους ανθρώπους να βιώνουν μόνο θετικά συναισθήματα, κάτι που είναι ανέφικτο και τοξικό.» Η ίδια κατηγορεί τα social λόγω βιτρίνας, μιας και σε αυτή προβάλλουμε μόνο τη φωτεινή πλευρά της ζωής. Έπειτα μπαίνουμε σε έναν καταναγκασμό, και οτιδήποτε ενέχει το «πρέπει» σε σημείο καταναγκασμού, είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Η Αναστασία παρατηρεί και μια γενικότερη αποστροφή μας σε οτιδήποτε μας μετακινεί λίγο από το συννεφάκι θετικότητας. Ποιος επιλέγει στις μέρες μας βαριές, δραματικές ταινίες; Ποιος δε βουλιάζει στην άνεση ενός ακόμα επεισοδίου Φιλαράκια, όπου ακόμα και τα αρνητικά γεγονότα περιβάλλονται από την πολυτέλεια ενός αυτοτελούς επεισοδίου; «Αποφεύγουμε τα ερεθίσματα», μου εξηγεί. «Μας έχουν προγραμματίσει να πιστεύουμε πως αν βιώσουμε ένα αρνητικό συναίσθημα, αυτό θα επηρεάσει τη ζωή μας». Για την ίδια τα εργαλεία είναι δυο: κατανόηση και έκφραση. Είναι σημαντικό να ξέρουμε πως στεναχωρηθήκαμε, αγχωθήκαμε, ζηλέψαμε και να το εκφράσουμε κιόλας. «Η έκφραση, η παραδοχή, έχει την ικανότητα να αποδυναμώνει το αρνητικό συναίσθημα», μου εξηγεί.

Με την ασφάλεια ότι μιλάω σε ψυχολόγο, της εξηγώ τα δυο κραυγαλέα περιστατικά τοξικής θετικότητας με τα οποία έχω έρθει αντιμέτωπη. «Μερικές φορές είναι σημαντικό οι άνθρωποι να αντιλαμβάνονται ότι δε χρειάζεται να μιλάνε. Να μη λένε λέξη. Απλά να βρίσκονται εκεί», μου λέει. Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο.