Ο θάνατος λειτουργεί σαν ένα reminder του ότι προς το παρόν είμαστε ζωντανοί. Μέχρι μια ηλικία δε χρειαζόμαστε καν το reminder, η ζωή είναι ένα δεδομένο. Μεγαλώνοντας, την περίοδο που αποφασίζουμε πώς ακριβώς σκοπεύουμε να διαχειριστούμε αυτό το δεδομένο, ταΐζουμε τους εαυτούς μας με υπενθυμίσεις του θανάτου ως αφορμή για να μη σπαταλήσουμε στιγμή. Άλλες πάλι φορές, ο θάνατος γίνεται ο απόλυτος υποσυνείδητος φόβος και είτε απευθυνόμαστε σε ινδουιστές φιλοσόφους που μας καλούν να συμφιλιωθούμε μαζί του ως μοναδικό δεδομένο, ως τη μόνη σίγουρη αλήθεια από την οποία κανείς δε γλιτώνει, άλλοτε πάλι στον Γιάλομ και τον Κήπο του Επίκουρου για να καταλήξουμε πως ο θάνατος είναι ένας φόβος που ενυπάρχει σε όλους μας και να μείνουμε εμείς με το «κλειδί» της επιλογής στο χέρι, για το αν θα τον αφήσουμε να κυριεύσει ή όχι.

Τι μακάβρια εισαγωγή, θα σκεφτείς. Όχι πιο μακάβρια από το γεγονός ότι καθημερινά, στις τυπικές μας ενημερώσεις, στη ροή από ειδήσεις που φτάνουν στα αυτιά μας καθημερινά, μαθαίνουμε και έναν αριθμό που μετράει τον θάνατο σε καθημερινό πια επίπεδο. Κρούσματα και θάνατοι έχουν γίνει ένα άτυπο σκορ αποτυχίας του ανθρώπου να τα βάλει με τη φύση και των επιστημόνων να τα βάλουν με τον κορωνοϊό.

Το κατά πόσο είναι κανείς εξοικειωμένος με τον θάνατο σαν ιδέα και σαν πραγματικότητα ποικίλλει ανάλογα με την περίσταση. ΟΚ, για την ομάδα των Τελετών Μπούκουρας είναι καθημερινότητα μετρημένη σε μπίζνες. Για εσένα και για εμένα, μπορεί το άκουσμα της λέξης να προκαλεί εκείνον τον μηχανισμό που κάνει το χέρι μας να έλκεται έντονα από το κοντινότερο ξύλο. Προσωπικά, με μεγάλωσαν δυο άνθρωποι που πίστευαν πως ο θάνατος δεν έχει θέση στη ζωή ενός παιδιού. Σε άλλα νέα, κηδείες και μνημόσυνα ήταν “events” στα οποία δεν υπήρξα ποτέ καλεσμένη. Και επειδή όταν η πυρηνική οικογένεια κάνει σχέδια, το σύμπαν γελάει, κατέληξε να είναι ο θάνατος του πατέρα μου ο πρώτος θάνατος που κλήθηκα να διαχειριστώ ποτέ. Μπουμ. Κάποιους μήνες μετά και αφού η λέξη και το concept είχε τρυπήσει τη φούσκα της ζωής μου, ο θάνατος άρχισε να αποτελεί προϊόν καθημερινής ενημέρωσης, ένα ακόμα ψηφίο καταμέτρησης. Την άνοιξη του 2020, το γεγονός ότι περνούσαν μπροστά από τα μάτια μας βίντεο με φέρετρα στην Ιταλία κατέληξε να αφαιρεί το σοκ από την εξίσωση. Σταματήσαμε να απορούμε πώς φτάσαμε να βλέπουμε τέτοιες εικόνες και αρχίσαμε να ανταλάσσουμε μηνύματα του στυλ «έχεις καταλάβει τι γίνεται στην Ιταλία;».

Κάθε απόγευμα έχουμε ραντεβού με τη μακάβρια ενημέρωση ατόμων που έχασαν τη ζωή τους από την πανδημία, ξέροντας πως αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει και στα παρακάτω επεισόδια.

Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι τόσο προσαρμοστικοί, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τον θάνατο. Δεν έχουν καταφέρει όλοι να ενσωματώσουν αυτή τη μακάβρια αλήθεια του «σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε» στην καθημερινή ροή της ζωής τους, χωρίς να νιώθουν σαστισμένοι, αγχωμένοι, ίσως και τρομοκρατημένοι. Συζητώντας με τον ψυχολόγο, Αλέξανδρο Γεροντίδη, για το ζήτημα, με παρέπεμψε στον Ρόλο Μέυ, τον πατέρα της υπαρξιακής ψυχολογίας. Για τον Μέυ, ο θάνατος συμβολίζει την απώλεια ψυχολογικών, πνευματικών και φυσικών χαρακτηριστικών. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε δυο είδη άγχους: το φυσιολογικό και το νευρωσικό. Το φυσιολογικό άγχος είναι αυτό που μπορεί να δουλέψει κανείς με συνειδητά μέσα και προκύπτει από καταστάσεις όπου δε χρειάζεται το άτομο να απωθήσει εμπειρίες ή να αμυνθεί. Το νευρωσικό (ή παραλυτικό) εκδηλώνεται με ακραία συμπεριφορά και σωματικές αντιδράσεις. Δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε απομόνωση, αποφυγή σημαντικών δραστηριοτήτων, απώλεια όρεξης και έντονη νευρικότητα.

Αν κοιτάξουμε γύρω μας –ή ακόμα και μέσα μας- πραγματικά, μπορεί και να καταφέρουμε να εντοπίσουμε τέτοια δείγματα. Το άγχος έχει μπει στη ζωή μας από την αρχή της πανδημίας και αυτό το μπαλάκι της ατομικής ευθύνης που παίζουμε στα χέρια μας, στη μεγάλη εικόνα παίρνει τη μορφή του στόχου να μην αυξάνεται το ψηφίο των θανάτων, δίπλα σε εκείνο των κρουσμάτων που περνάει καθημερινά από τις οθόνες μας. Ναι, κάθε απόγευμα έχουμε ραντεβού με τη μακάβρια ενημέρωση ατόμων που έχασαν τη ζωή τους από την πανδημία, ξέροντας πως αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει και στα παρακάτω επεισόδια.

Το να μείνεις αδιάφορος απέναντι στην εισβολή αυτή δεν είναι εύκολο, αν η κυνικότητα δεν είναι στη φύση σου και αν δεν έχεις παντρευτεί τη ματαιολατρεία που έχει γίνει τάση τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο σύμφωνα με τον ψυχολόγο, μπορείς να σώσεις τον εαυτό σου από την ασφυξία αυτής της τεράστιας πατητής με τέσσερις τρόπους, που ζητούν λίγη προσπάθεια από εσένα.

Βάλε την ιδέα της ελευθερίας στη ζωή σου.

Μην περιορίζεσαι επιπλέον από όσο σου ζητείται. Πήγαινε όπου θες και κάνε ό,τι αγαπάς, τηρώντας τις αναλογίες που σε κάνουν πολίτη αυτού του κόσμου στο σήμερα, στο σουρεάλ 2020.

Δώσε νόημα στη ζωή σου.

Η πολλές σκέψεις κάνουν κακό (θα έλεγα σκοτώνουν, αλλά αυτό το κείμενο έχει καταλήξει πιο μακάβριο και από την ενημέρωση του Χαρδαλιά). «Να εκτιμούμε όσα έχουμε, να μην υποτιμάμε τα απλά και καθημερινά. Να μη βασανίζουμε το μυαλό μας με πολλές και υπερβολικές σκέψεις. Όταν σκεφτόμαστε αντί να ζούμε, η ζωή περνάει από μπροστά μας. Αντί για πρωταγωνιστές, μετατρεπόμαστε σε παρατηρητές της ίδιας μας της ζωής με συνέπεια αυτή να φεύγει και να γλιστράει από τα χέρια μας. Ο χρόνος δε θα γυρίσει πίσω, η ζωή δε θα μας δώσει ποτέ δεκανίκια», ανέφερε ο ψυχολόγος και λέω να μην αλλάξω ούτε μισή λέξη.

Δημιούργησε μια αυθεντική σύνδεση με τη ζωή.

«Ένας άλλος έζησε τη ζωή μας και τώρα εμείς πρέπει να πεθάνουμε στη θέση του», έχει γράψει ο Λειβαδίτης και στην τελική είναι άδικο να ζούμε ως άλλοι, ενώ η μαυρίλα καραδοκεί.

Ο ψυχολόγος έκλεισε προτείνοντας να αναμένουμε με ανυπομονησία, χωρίς φόβο και αποστροφή. Γιατί κάποια μέρα θα σταματήσει η καταμέτρηση και εμείς θα έχουμε να λέμε ένα το «ζήσαμε κι αυτό». Αλλά θα έχουμε τη γνώση. Την πραγματική γνώση: πάντα εκεί είναι ο μαυροφορεμένος τύπος της Έβδομης Σφραγίδας. Και όχι μόνο για τη φτέρη. Απλά μπορούμε να επιλέξουμε ότι θα ασχοληθούμε μαζί του εν ευθέτω χρόνω. Μέχρι τότε μπορούμε απλά να ζούμε σαν να μη μας τον σύστησε ποτέ ο Μπέργκμαν.

*Ο Αλέξανδρος Γεροντίδης είναι ψυχολόγος και μπορείς να τον βρεις εδώ.