Μέρες ζεστές μες στο χειμώνα. Ήλιος χωρίς καθόλου δόντια, χαμογελαστός, ορεξάτος. Οι αλκυονίδες μοιάζουν με υπόσχεση ελπίδας – μια προκαταβολή της άνοιξης που έρχεται. Λίγο οξυγόνο, πάνω που σου τελειώνει ο αέρας, για να κάνεις μια υπομονή τελευταία μέχρι να φύγει ο χειμώνας μια και καλή από ‘ναν τόπο που δεν του ανήκει.

Οι επιστήμονες μπορούνε να εξηγήσουν. Γεωγραφικά πλάτη, βαρομετρική πίεση, ατμόσφαιρα. Καλά τα λένε, σωστά τα λένε, μα βαρετά τα λένε και χαθήκαμε μέσα στους όρους και στα νούμερα. Κάποτε οι άνθρωποι είχαν άλλη εξήγηση. Κι ήταν ωραία εξήγηση, γιατί ήταν παραμύθι. Ένα παραμύθι απλό, πικρό, γλυκό και όμορφο, όπως τα παραμύθια που αξίζουνε τον κόπο. Είναι που λες ένα ψαροπούλι – η Αλκυόνη, που γεννάει τ’ αυγά της το Γενάρη. Μα πριν απ’ αυτό, ήταν…

…η Αλκυόνη, η όμορφη κόρη του Αιόλου!

Ήτανε παντρεμένη με τον Κήυκα, το βασιλιά της Τραχίδας, κι ήταν ερωτευμένη και χαρούμενη. Ο Κήυκας ήταν καλός, την αγαπούσε και τη φρόντιζε, δεν έπινε, δεν κάπνιζε, μονάχα ένα μεράκι είχε: το ψάρεμα. Κι ήταν σπουδαίος καραβοκύρης, ήξερε τη θάλασσα και τους ανέμους. Κι ωστόσο, η καρδιά της Αλκυόνης χτύπαγε και της έσφιγγε την ανάσα, κάθε που ο Κήυκας ξάνοιγε τη βάρκα του στην ανοιχτή θάλασσα.

Τουλάχιστον μην πας μακριά τώρα που ‘ναι χειμώνας“, τον παρακαλούσε. “Ξέρω καλά τη θάλασσα και τους ανέμους, μη μου στεναχωριέσαι. Πάντα θα γυρίζω σ’ εσένα” της έλεγε γλυκά ο Κήυκας. “Όμως… Ακόμα κι ο πατέρας μου που ‘ναι ο θεός τους, δεν έχει σιγουριά για τους ανέμους. Κι η θάλασσα είναι μάγισσα κι αλλάζει πρόσωπα…” μονολογούσε εκείνη, μα  ο Κήυκας είχε ήδη φύγει. Κι έτσι συνέχιζαν τη ζωή τους. Μέχρι που μια μέρα…

…το προαίσθημα της Αλκυόνης ήταν δυνατό, μα ο Κήυκας γέλασε και βγήκε ξανά στο πέλαγος.

Κι ο καιρός χάλασε. Κι η θάλασσα φουρτούνιασε. Κοιτούσε απ’ το ψηλό μπαλκόνι, η καημένη η γυναίκα, να τον δει να επιστρέφει. Μ’ αντί να δει τη βάρκα, είδε το σώμα του άντρα της, νεκρό, να το ξερνάει το κύμα. Η καρδούλα της που χτύπαγε σαν μανιασμένη, στη θέα του άντρα δεν άντεξε: έσπασε! Η Αλκυόνη δίνει ένα σάλτο απ’ το μπαλκόνι και πάει να βρει τον άντρα της στη θάλασσα. Έπεσε και χάθηκε μαζί του…

Οι θεοί των Ελλήνων ήταν συχνά εγωιστές, σκληροί και άδικοι, μα υπήρχαν και φορές που χτύπαγε κι η δική τους η καρδιά, που δάκρυζαν τα μάτια τους μπροστά στο δράμα των ανθρώπων. Κι ετούτη η φορά, ήταν τέτοια φορά. Κάναν λοιπόν το θαύμα τους, κι η Αλκυόνη με τον Κύηκα γίναν πουλιά και γύρισαν ξανά πίσω στη ζωή. Είναι όμορφα πουλιά, μικρά, μ’ έντονα χρώματα γαλάζια και κίτρινα. Είναι πουλιά που ‘χουν ζευγάρι, που δεν αλλάζουνε συντρόφους αλλά ζουν το ένα για το άλλο. Κι αν το ένα δεν μπορεί πια να πετάξει ή να τραφεί, το άλλο ταΐζει στο στόμα το ζευγάρι του και το κουβαλά στην πλάτη. Κι όταν έρχεται η ώρα να γεννήσει…

…ο Ήλιος βγαίνει ζεστός κι ο Αίολος διατάζει τους ανέμους να κοπάσουν για το χατήρι της κόρης του!

Κι έτσι, επειδή η Αλκυόνη (λέγανε) γεννάει Γενάρη, έχουμε αυτές τις μέρες τις ζεστές και τις χαιρόμαστε όλοι. Είναι το δώρο των θεών στην ερωτευμένη γυναίκα. Είναι τα χρωστούμενά μας σ’ ένα πουλί που θα ‘πρεπε να ‘ναι σύμβολο του έρωτα, της χαράς, της ελπίδας και της αγάπης.

Οπότε σήμερα, και αύριο, κι όσο κρατήσουν, κάνε μια βόλτα κι ευχαριστήσου τις όμορφες μέρες του χειμώνα. Και μην ξεχάσει να πεις ευχαριστώ στην Αλκυόνη, τη γυναίκα που αγάπησε τον άντρα της πιο πολύ κι απ’ τη ζωή της…

Υ.Γ. Οι αλκυόνες δεν γεννούν το χειμώνα. Γεννούν κατά κανόνα την άνοιξη, όπως τα περισσότερα πτηνά. Μα ποιος αφήνει τέτοιες λεπτομέρειες να του χαλάνε τις όμορφες ιστορίες;

Υ.Γ. 2 Υπάρχουν κι άλλοι μύθοι για την Αλκυόνη και τις αλκυονίδες μέρες. Μύθοι με ύβρεις, μύθοι μ’ αστερισμούς, με τις Πλειάδες, διάφορες ιστορίες και παραλλαγές. Απλώς εγώ θα προτιμώ για πάντα τούτον.