Πέρασα μια πενταετία της ζωής μου όντας θανατοφοβικός. Από τα 25 μέχρι τα 30 μου, η εμμονή πως εγώ ή κάποιο κοντινό μου πρόσωπο θα πεθάνει, με είχε καθηλώσει. Όχι ολοκληρωτικά, σε σημείο ας πούμε να έχω ακινητοποιήσει τις όποιες μου δυνάμεις φλερτάροντας με την κατάθλιψη, αλλά σε έναν σημαντικό βαθμό. Σήμερα, στα 32 μου, ξεφυσάω με ευγνωμοσύνη γιατί έχω αποκτήσει ένα φιλαράκι που με έχει κάνει να το ξεπεράσω. Το φιλαράκι μου αυτό ακούει στο όνομα “Θάνατος“.

Παράλογος; Νομίζω πως όχι. Θα σου εξηγήσω.

Δύο ήταν οι παράγοντες που βοήθησαν ώστε να έρθουμε πιο κοντά και να “συμφιλιωθούμε”.

Ο πρώτος, το ότι κοντά στα 30 ξεκίνησα να πέφτω με τα μούτρα στα διαβάσματα του Καζαντζάκη. Εκείνου που σκάλισε όσο λίγοι τα περί ζωής και θανάτου, εκείνου που ομολόγησε ότι από τον Ζορμπά έμαθε να αγαπά την πρώτη και να μη φοβάται τον δεύτερο. “Λεύτερος“, γράφει ο μεγάλος Κρητικός “είναι αυτός που δε φοβάται το θάνατο. (…) Εγώ κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο· τον κοιτάζω και δε φοβούμαι· όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν υπογράφω!”.  Προσυπογράφω.

Ο δεύτερος, είχε να κάνει με τον πρόωρο χαμό ενός νέου ανθρώπου. Η σύντροφος που άφησε πίσω του και το σοκ της συνειδητοποίησης ότι έχασε ό,τι πιο λατρευτό είχε στη ζωή της, πέρα από θλίψη με γέμισαν και με το αίσθημα της εκτίμησης: για όλα εκείνα που έχω και θεωρώ δεδομένη την κατοχή τους.

Ενώ, λοιπόν, στη θανατοφοβική μου περίοδο μπορεί, λόγου χάρη, να στεκόμουν σε ένα τραπέζι με αγαπημένα πρόσωπα και ξαφνικά να με έπιανε μια μανιώδης φοβία ότι κάποτε θα τους χάσω, στη μετέπειτα κατάσταση, σήμερα δηλαδή, η ίδια σκέψη με γεμίζει ευγνωμοσύνη. Για το γεγονός ότι τους έχω τη δεδομένη χρονική στιγμή στο πλευρό μου και μπορώ να τους μιλάω, να τους ακουμπάω, να γελάω μαζί τους, να τους απολαμβάνω. 

Για τη μεταστροφή αυτή χρωστάω πολλά στην ιδέα του θανάτου. Στην ύπαρξή του ως βεβαιότητα εννοώ, όχι στην άνευ όρων αποδοχή του. Όχι, την αποδοχή του δεν την… υπογράφω ούτε εγώ. Και δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που να είναι πρόθυμοι να βάλουνε τζίφρα. 

“Το πρώτο σύμπτωμα του θανάτου είναι η γέννηση”,  Stanislaw Jerzy Lec 

Αλλά πώς να γίνει; Άπαξ και γεννηθούμε, άπαξ και πάρουμε την πρώτη μας ανάσα, η μεγαλύτερη βεβαιότητα της συνέχειας είναι ο θάνατος και μόνο αυτός. Ούτε η πορεία που θα διαγράψουμε στο μεσοδιάστημα, ούτε η ποιότητά της ζωής μας, ούτε η χρονική της διάρκεια. Όλα είναι ρευστά, λοιπόν, εκτός από το θάνατο ο οποίος μας φοβίζει όσο τίποτε άλλο. Μιλάω πάντα για το τόξο του λεγόμενου “δυτικού πολιτισμού” που έχοντας αναγάγει το θάνατο σε έννοια ταμπού από τις πρώιμες κιόλας ηλικίες, ίσως να είχε πολλά να διδαχτεί από την ανατολίτικη αντιμετώπιση του φυσικού θανάτου, ο οποίος εκλαμβάνεται περισσότερο ως μια κοινότυπη εμπειρία.

Αν το καλοσκεφτούμε, όμως, δεν είναι ο θάνατος αυτό που φοβόμαστε. Μιλάμε ουσιαστικά για μια κατάσταση που δεν έχει κι ούτε πρόκειται ποτέ να βιωθεί εμπειρικά από άνθρωπο. Το μόνο που βιώνεται είναι η ίδια η Ζωή. Αυτή είναι που κάνει τις φλέβες μας να χτυπάνε, της Ζωής η απώλεια είναι αυτή που τρέμουμε.

“Μη φοβάστε τόσο πολύ το θάνατο, όσο μια ανεπαρκή ζωή.” Bertolt Brecht

Κι αν ήμασταν αθάνατοι τι; Όλοι μας το έχουμε σκεφτεί, αλλά καλό θα ήταν να δούμε και το πώς θα κυλούσε η ζωή σε μια τέτοια κατάσταση: Μια αέναη αναβολή για το αύριο που θα ήταν νομοτελειακό κι ατελείωτο. Κανένα κίνητρο για να αφήσουμε το στίγμα μας σε αυτή τη ζωή, καμία διάθεση για να δημιουργήσουμε νέες εμπειρίες. Αγνοώντας τη θνητότητά μας, θα εφησυχάζαμε και θα τελματώναμε. Τι θα γινόταν, όμως, αν γνώριζαμε ότι σε 24 ώρες τελειώνουν όλα; Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Το καλύτερο 24ωρο της ζωής μας θα απλωνόταν μπροστά μας κι εμείς θα ήμασταν πρόθυμοι να το “ρουφήξουμε” με μανία. Κάτι σαν τον Τζακ Νίκολσον και τον Μόργκαν Φρίμαν στο “Bucket List”, ένα πράγμα…

Η μανία των δύο αυτών ηλικιωμένων να ζήσουν όσα δεν έζησαν, παραπέμπει στη θεωρία της κοινωνικο-συναισθηματικής επιλεκτικότητας. Σύμφωνα με αυτήν, οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας -σε αντίθεση με τους νέους που η ιδέα του τέλους φαντάζει απίθανη και μακρινή- δεν σκέφτονται μακροπρόθεσμα. Εστιάζουν κι εκτιμούν περισσότερο το παρόν, γι’ αυτό και είναι περισσότερο επιλεκτικοί για το πώς και με ποιον θα ξοδέψουν το χρόνο τους. Ίσως αυτό και να εξηγεί όλες εκείνες τις περιπτώσεις ανθρώπων που συναντάμε εκεί έξω και τους βλέπουμε να χαίρονται τη ζωή τους στο έπακρο, να ταξιδεύουν, να είναι εμμονικοί με το να κανονίζουν συγκεντρώσεις με αγαπημένα πρόσωπα. Και στον αντίποδα, βλέπεις νέους που έχουν “πεθάνει” πριν τριανταρίσουν, παραιτημένους από τη ζωή και αφημένους στη βεβαιότητα ότι τα καλά θα έρθουν θεόσταλτα κάποια στιγμή στο μέλλον.

Έχω την εντύπωση ότι αυτό συμβαίνει διότι οι πρώτοι ανασαίνουν το θάνατο πιο έντονα από ότι εμείς. 

Όσο αποκρουστικός κι αν είναι, λοιπόν, ο θάνατος, ίσως να ήταν καλή ιδέα να τον κάνουμε φίλο μας, να μην τον βγάζουμε στιγμή από το μυαλό μας. Αυτός βρίσκεται εκεί ακούνητος, για να οριοθετεί, να καθοδηγεί και να μας υπενθυμίζει την ευλογία του να έχουμε το προνόμιο να ανασαίνουμε, να παρατηρούμε και να ζούμε την κάθε δεδομένη χρονική στιγμή: Η συνείδηση του θανάτου (οφείλει να) είναι η κινητήριος δύναμη που μας βοηθάει να ζούμε κι όχι να φυτοζωούμε. 

“Ο θάνατος μου ψιθυρίζει στο αυτί: ‘Ζήσε’, μου λέει, ‘έρχομαι’.” Βιργίλιος

Οπότε; Ποιο είναι το μοτό μας, ποια η σημαία μας; Το κλισεδιάρικο “ζήσε την κάθε μέρα σαν να ήταν η τελευταία” έχει μια βάση, δεν έχει όμως λογική. Κι αυτό διότι είναι στη φύση του ανθρώπου να πιστεύει ότι όχι μόνο δεν θα είναι η τελευταία, αλλά θα ακολουθήσουν μιλιούνια από δαύτες. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν εκτιμάμε τη νέα μέρα που ξημερώνει. Τη θεωρούμε δεδομένη και γι’ αυτό πολλές φορές την σπαταλάμε. 

Κάπου εδώ, θα αφήσω τον Χρόνη Μίσσιο να μιλήσει για την απάτη στην οποία πέφτουμε. Τα εξηγεί πολύ πιο ωραία. (Κάνε μια τεράστια χάρη στον εαυτό σου και μην το προσπεράσεις.)

https://www.youtube.com/watch?v=0Hg1jbH1iZ0